Γιάννης Ψυχάρης: Ο συγγραφέας, ο πολεμιστής, ο κομματάρχης
Εξεκίνησε για Γκαίτε κι' ετελείωσε μποξέρ στην αγορά
Η γηραιά δρυς εσωριάσθη. Προ μιας στιγμής είχεν απλωμένα τα κλαριά της ψηλά, στο γαλάζιο, στον ήλιο, στο φως, στους ανέμους, στα νέφη, στις θύελλες, στα πουλιά που πετάνε τώρα τρομαγμένα μακρυά. Αλλή μη την κλαίτε! Καλλίτερα κλάψετε αυτούς που δέχονται τώρα κατάστηθα τον πελώριο κορμό της, που βλέπω να συνθλίβωνται κάτω απ’ αυτόν. Και είνε πολλοί. Είνε όλοι εκείνοι που τον αντιμετώπισαν με τα εμβλήματα της ψευτιάς και του ψόφου στην κίτρινη παντιέρα τους. Ζωντανός τους είχε τσακίση, νεκρός θα τους αποτελειώση, γιατί ακριβώς τώρα θ’ αρχίση αυτός να ζη — μια ζωή πολύ πιο πλατειά, πολύ πιο δυνατή από την ατομική του: Τη ζωή του μεγάλου έργου του, της σκέψεώς του.
Ο θάνατος είνε σοφός τακτοποιός. Σβύνει τις σκιές που ρίχνει το άτομο, η ονειρώδης και φευγαλέα φιγούρα, κι’ αφήνει να ιδούμε καθαρώτερα. Η τελική αυτή εκκαθάρισις γι’ άλλους παίρνει την έννοια φοβερής και αμέσου χρεωκοπίας. Και γι’ άλλους αποκαλύπτει ενεργητικό τόσον απρόοπτο, που καλείται ο χρόνος —πολλές φορές ο μακρότερος— να το λογαριάση με την ησυχία του. Αν όλοι έχουν ανάγκη από τον ισολογισμό αυτόν μια φορά, ο Ψυχάρης έχει δέκα. Ο πάταγος της μάχης γύρω από την προσωπικότητά του πρέπει να κοπάση, πρέπει το έργο του να μελετηθή έξω από τους καπνούς της για να πάρη τη σωστή θέσι του.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 4.8.1938, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η εσωτερική περιπέτειά του είνε από τις πιο ηρωικές και τις πιο δραματικές που θα μπορούσε να ζήση νεοέλλην λογοτέχνης. Εξεκίνησε για Γκαίτε (μας το λέει ο ίδιος στο περίφημο φυλλαδάκι της γενεαλογίας του) κι’ ετελείωσε μποξέρ στην αγορά. Κι’ ήτανε αληθινή λύπη να βλέπη κανείς τους φοβερά ησκημένους πνευματικούς του μυς να ξοδεύωνται σ’ αγώνες εναντίον και αντιπάλων που δεν είχαν την παραμικρή βαρύτητα. Τους ξάπλωνε κάτω με μια γροθιά τους πτωχούς αυτούς ίσκιους του Καραγκιόζη! Αλλ’ άξιζε, τις περισσότερες φορές, τον κόπο; Αν η πνευματική κατανάλωσις μπορούσε να μετρηθή, όπως έξαφνα της ηλεκτρικής ενεργείας, με μαθηματικές μονάδες, θα βλέπαμε ακριβώς τι τεράστια σπατάλη αντιπροσωπεύει στο έργο του η πολεμική.
Η μεγάλη κι’ εθνική, αλήθεια, υπόθεσις που υπεράσπιζε, δικαιώνει εν μέρει στα μάτια τα δικά μας αυτή την κατανάλωσι. Αλλά στα δικά του; Στη συνείδησι ενός που ξεκίνησε με το ιδανικό μιας μεγάλης δημιουργίας;
[…]
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.10.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Το πρόβλημα της γλώσσης ωρθώθηκεν επιτακτικό στη συνείδησι του Ψυχάρη, που φιλοδοξούσε να συνεχίση και να γονιμοποιήση όσο μπορούσε τη δημοτική παράδοσι. Οι Επτανήσιοι (σ.σ. ο Σολωμός και η Επτανησιακή Σχολή εν γένει) είχαν προσπαθήση, σαν καθαροί καλλιτέχναι, να δώσουν στο πρόβλημα μια λύσι που ολόισα έβγαινε από το άμεσο, το μοναχό και ζωντανό αίσθημα της γλώσσης. Άλλοι άνθρωποι και άλλοι καιροί. Ο Ψυχάρης το είδε, το ξαστέρωσε και τώλυσε με το φως της επιστήμης. Τι μπορεί να γυρεύη ένας που το θέλει για καλλιτέχνης —κι’ ένας που, επί τέλους, είνε και παραείνε από μια μεριά!— από τα επιστημονικά θεωρήματα; Αδυναμία: Είνε η πρώτη φάσις της μεγάλης περιπετείας του Ψυχάρη. Του χρειαζότανε, σαν λογοτέχνης που βάλθηκε να είνε και ήτανε, να πλάση, να τελειοποιήση όσο μπορούσε τ’ όργανό του. Και φυσικό ήτανε να βοηθηθή από παντού. Αλλά λέω πως πρόκειται γι’ αδυναμία γιατί δεν μπόρεσε να βγη από πάνω από την εποχή και το περιβάλλον που βρέθηκε και τις ιδέες τής τότε μόδας, για να ιδή τη δουλειά του σαν καθαρός τεχνίτης του λόγου.
Πρέπει να τον φαντασθή κανείς τον Ψυχάρη στο Παρίσι, την αποφασιστική, την κρίσιμη εποχή της νεότητος, όταν μορφοποιήται η προσωπικότης. Ποια ήταν η εποχή εκείνη; Διαβάστε το «Μέλλον της Επιστήμης» του Ρενάν και την έχετε αμέσως ολοζώντανη, λαχταριστή μπροστά σας. Πανεπιστημονισμός. Τυφλή πίστις στην επιστήμη —δηλαδή στη μέθοδο των θετικών επιστημών— και αυστηρή πειθαρχία σ’ αυτή τη μέθοδο. Και τα περίμεναν απ’ αυτήν όλα. Να λύση τα πιο κολοσσιαία προβλήματα. Να φέρη τις πιο απρόοπτες μεταβολές. Να θαυματουργήση. […] Αν έβγαινε απ’ αυτή την πρώτη φάσι της περιπετείας του μόνον ως μία συνείδησις δικαιώνουσα, εν ονόματι της επιστήμης, τη δημοτική παράδοσι στη λογοτεχνία μας, δε θα ήτανε σχεδόν χαμένος; Εις τι θα χρησίμευε, παρακαλώ, η θεωρητική αυτή δικαίωσις; Εγώ θα του τη χάριζα ευχαρίστως.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 1.10.1929, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Ο Ψυχάρης όμως ήτανε συγγραφεύς. Και συγγραφεύς από τη ράτσα των δυνατών. Μπόρεσε ν’ ανθέξη στην επικίνδυνη αυτή δοκιμασία του αφύσικου και παρανόμου γάμου. Εβγήκεν απ’ αυτή με μιαν απόδειξι αναμφισβήτητη, ακλόνητη, της πρακτικής ικανότητος του δημοτικού λόγου για όλες τις εκδηλώσεις της γραπτής τέχνης και της διανοήσεως — δηλαδή μ’ ένα έργο τόσο άφθονο, πολυσχιδές, γεμάτο ενάργεια, διαύγεια, φινέτσα, ακρίβεια στην έκφρασι, αίσθημα, πολλές φορές και χάρι, ώστε αμφιβάλλω αν, μετά την κρητική λογοτεχνία και το Σολωμό, μπορή να σταθή πλάι του άλλο με τα ίδια δικαιώματα. Ο πεζός δημοτικός λόγος αρχίζει να υπάρχη κυρίως μ’ αυτόν. Τον έφθασε, σ’ εκφραστικήν ικανότητα, στο ύψος του πεζού λόγου άλλων γλωσσών που τις έχει δουλέψη και λεπτύνη σκέψις ολοκλήρων αιώνων. Είνε μικρή μια τέτοια δουλειά; Μόνον αδιόρθωτοι καφενόβιοι, τσιράκια μιας… προφορικής λογοτεχνίας της κακής ώρας, θα μπορούσαν να παραγνωρίσουν την ηρωικήν εργατικότητα και τη δαιμονισμένην ικανότητα του αδαμάστου αυτού εργάτου και να του αρνηθούν μια πάνδημη, μια εθνική ευγνωμοσύνη.
Βεβαίως, αυτό το έργο, που εκτείνεται σ’ όλα σχεδόν τα είδη του λόγου, έχει τα ελαττώματά του. Φέρει ανεξάλειπτον την σφραγίδα εκείνου που ωνόμασα παραπάνω πρώτην φάσιν της περιπετείας του Ψυχάρη. Ο νόμος των αντισταθμισμάτων είνε αμείλικτος: Ό,τι εκέρδισε το τάλαντόν του, από τη μια μεριά, όταν διπλώθηκε στην επιστημονική πειθαρχία, τώχασε διπλό από την άλλη. Κι’ ας μη μου πουν ότι δεν μπορεί κανείς να χάση απ’ ό,τι… δεν έχει. Θ’ αδικήσουν τον Ψυχάρη. Όταν τον διαβάζω, αισθάνομαι κάθε στιγμή πως έχει αφήση, σαν το πρόβατο, πολύ μαλλί απάνω στ’ αγκάθια — τ’ αγκάθια της επιστημονικής αγωγής. Ούτε η ώρα, ούτε ο χώρος με παίρνει να μιλήσω γι’ αυτό.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 25.6.1925, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Θα έρθω αμέσως στη δεύτερη φάσι της περιπετείας του Ψυχάρη: Στο κήρυγμά του. Πλάι στο έργο του συγγραφέως υπάρχει μια άλλη δουλειά: Ο πολεμιστής. Αλλά γιατί; Ποια περιφανέστερη απόδειξι της «θέσεως» που υποστήριζε μπορούσε να υπάρξη από το ίδιο το έργο του; Το αισθανότανε ανεπαρκές; Δεν πιστεύω. Στην ακαταπόνητη και μακροχρόνια πολεμική του εγώ νοιώθω πάλι τον επιστήμονα. Έβλεπε την αποδοχή και την επικράτησι της λύσεως που επρόβαλλε στο έθνος ως καθαρό ζήτημα… επιστημονικής πεποιθήσεως. Και ήθελε να πείση όσον το δυνατόν περισσότερον κόσμο. Ο αγών του απέβλεπε καθαρά στο να κάμη όσον το δυνατόν περισσοτέρους οπαδούς και να εκμηδενίση τους αντιπάλους.
Αραδειάστε μου όμως όσους θέλετε πεπεισμένους επιστημονικώς για την ορθότητα της λύσεώς του και σβύστε μου όλους τους διαφωνούντας. Κατά τι προκόβει μ’ αυτό το γλωσσικό μας πρόβλημα; Η γλώσσα είνε δουλειά των ποιητών, των συγγραφέων, των δημιουργών καλλιτεχνών του λόγου. Ο αριθμός των διαδηλωτών δεν παίζει ρόλο, πολλές φορές, ούτε σ’ αυτές τις διαδηλώσεις — όχι σ’ ένα ζήτημα σαν της γλώσσης όπου δέκα χιλιάδες ή δέκα εκατομμύρια δεν μπορούν να κάμουν ό,τι κατορθώνει ένας.
«ΕΛΕΥΘΕΡΟΝ ΒΗΜΑ», 3.8.1938, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Η πλάνη αυτή —από απόλυτη πίστι στην επιστήμη— έφερε τον Ψυχάρη σε μια τρίτη φάσι της περιπετείας του: Έγινε κομματάρχης. Μ’ όλα τα δεινά που συμπαρομαρτούν σ’ αυτό το επάγγελμα: Να βλογάη τα κοπέλλια του, να τους χαρίζεται και να τα χαϊδεύη και ν’ αδική όσους είχαν τις πιο δίκαιες, πολλές φορές, επιφυλάξεις σε μερικά σημεία της λύσεως που πρόβαλλε. Δεν είδεν ότι αι δυνατότητες που συνέλαβεν, εις το επιστημονικόν του εργαστήριον, ήθελαν την εργασίαν ολίγων, αλλ’ αληθινών δημιουργών, για να γίνουν οριστικαί πραγματικότητες, αναφαίρετον κτήμα του λαού. Εφαντάσθη ότι εφθάσαμεν εις το τέρμα. Και ότι μόνον αμάθεια, κακία, διαστροφή, κρατούν τον θησαυρόν του ξένον προς την εθνικήν συνείδησιν. Ενόμιζεν ότι έλειπε καλή θέλησις, ενώ έλειπαν απλώς δημιουργικαί δυνάμεις, να τον συμπληρώσουν και να τον προχωρήσουν.
Αλλ’ όλα αυτά είνε τίποτε μπροστά στην πλούσια κληρονομία που αφήνει. Μας προσήγγισεν όσον κανείς προ αυτού εις την λύσιν ενός μεγάλου εθνικού προβλήματος — του μεγαλειτέρου απ’ όλα. Κι’ αυτή την ιερή στιγμή που κατεβαίνει στον τάφο ας παραμερίση κάθε μας επιφύλαξις. Και ας μιλήση μόνον η αγάπη και η ευγνωμοσύνη. Ας ράνωμεν με δροσερά λουλούδια τον νεκρόν του μεγάλου και σοφού γέροντος.
*Κείμενο του Σπύρου Μελά (ο καταξιωμένος δημοσιογράφος, λογοτέχνης και θεατρικός συγγραφέας υπογράφει με το φιλολογικό του ψευδώνυμο, «Φορτούνιο») αφιερωμένο στον Γιάννη Ψυχάρη. Είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Ελεύθερον Βήμα» την επαύριον του θανάτου του Ψυχάρη, Τρίτη 1 Οκτωβρίου 1929.
Ο Γιάννης Ψυχάρης, γλωσσολόγος και λογοτέχνης, κορυφαίος εκπρόσωπος του δημοτικισμού, απεβίωσε στο Παρίσι στις 30 Σεπτεμβρίου 1929.
Ο γεννημένος στην Οδησσό Ψυχάρης (3/15 Μαΐου 1854) κατάφερε πέραν πάσης αμφιβολίας να εγγραφεί στην ιστορία των ελληνικών γραμμάτων ως ο αρχηγός της μεγάλης μεταβολής.
Ανεξάρτητα από τις μοιραίες αδυναμίες, υπερβολές ή αυθαιρεσίες του επαναστάτη στην πρακτική εφαρμογή της γλωσσικής του θεωρίας, ο Ψυχάρης μπόρεσε να αφήσει την ανάμνησή του στην πνευματική ιστορία της νεότερης Ελλάδας.
- Κρήτη: Στεγνώνει ο κάμπος της Μεσαράς
- Stranger Things:: Η 5η σεζόν σπάει όλα τα ρεκόρ
- Σχέσεις: Πόσο καλό είναι ο σύντροφός σου να είναι και ο κολλητός σου;
- Χρήματα; Ποιο πορτοφόλι; Η Gen Z ζει μόνο με το κινητό
- Οι 5+1 κορυφαίες τάσεις στην αγορά εργασίας το 2026 – Οικονομική έρευνα
- «Άκουσα ότι εσείς εκλέξατε έναν βασιλιά»: Ο πρίγκιπας Χάρι και οι μπιχτές για τον Ντόναλντ Τραμπ στον Στίβεν Κολμπέρ





