Μίκης Θεοδωράκης: Σημείο αναφοράς και μέτρο ηθικής αντοχής
Η πιο μαζική, η πιο ανοιχτή, η πιο δημιουργική μορφή παιδείας
Ο τιμητικός εορτασμός των εξηντάχρονων του Μίκη Θεοδωράκη είναι βέβαια καλοπροαίρετος και υπενθυμίζει το χρέος μας απέναντι στον ίδιο και στο έργο του — αλλά δεν το εξοφλεί. Το μέγεθος, η ποιότητα και η σημασία της προσφοράς του πολιτικού, καλλιτέχνη και πολίτη Μιχαήλ Γεωργίου Θεοδωράκη στο λαό μας, στην ιστορία του και στον πολιτισμό δεν επιτρέπουν την ευκολία ευκαιριακών επετειακών συμψηφισμών. Πολύ περισσότερο μάλιστα γιατί η συμπλήρωση ορισμένης ηλικίας στην περίπτωση του Μίκη δεν έχει, πέρα από την τελετουργική, άλλη ιδιαίτερη αξία: ο δημιουργός δεν ελλιμενίστηκε και το έργο του δεν προσφέρεται σε πρόωρες οριστικές αποτιμήσεις. Σε πλήρη ακμή ο συνθέτης και αγωνιστής οδεύει και το σημερινό του έργο είναι ανοιχτό στη συνέχεια, διατηρώντας την ίδια ορμή που σημάδεψε την πορεία του στις προηγούμενες δεκαετίες.
Το χρέος λοιπόν παραμένει ανεξόφλητο. Χρέος όχι τυπικών τιμητικών εκδηλώσεων. Χρέος τιμής. Στον Μίκη Θεοδωράκη οφείλουμε την πιο μαζική, την πιο ανοιχτή, την πιο δημιουργική μορφή παιδείας. Χρησιμοποιώντας στην αρχή οικείους ρυθμούς και γοητευτικές μελωδίες κατέστησε προοδευτικά κοινό κτήμα την αυστηρή, καθαρή και ακέραιη ποίηση και την προηγμένη μουσική φόρμα. Και αυτό δεν έγινε συμπτωματικά ή αποσπασματικά με τη μελοποίηση ποιημάτων, αλλά μεθοδικά και συστηματικά με την ένταξη αυτής της προσπάθειας στο συνολικό έργο του, με τους αναβαθμούς από τα απλά λαϊκά τραγούδια προς τα συνθετικά (μετασυμφωνικά) έργα του. Ο όρος ψυχαγωγία κατέκτησε έτσι τη νοηματική του πληρότητα.
«ΤA NEA», 6.8.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Είναι βέβαιο ότι στη χώρα μας, μετά το 1960, άνθισε η τέχνη των τραγουδοποιών και σε τούτο συντέλεσαν πολλοί δημιουργοί. Όμως η πρωτοπόρα συμβολή του Μίκη έχει ειδική σημασία: από το ένα μέρος διότι το παράδειγμά του είχε τόσο υψηλές προδιαγραφές (αισθητικές και παιδευτικές) ώστε να αποτελεί πολύτιμη πηγή και φιλόδοξο στόχο. Από το άλλο μέρος διότι ο συνθέτης λειτούργησε ως πολίτης, διεκδίκησε και κατέκτησε το φυσικό χώρο της καλλιτεχνικής δημιουργίας, το κέντρο της δημόσιας ζωής, τη συνολική ζωή της κοινότητας. Ο καλλιτέχνης δεν ήταν πια η εκτός των τειχών συνείδηση, ήταν παρών και συμμέτοχος σ’ όλους τους αγώνες και τις αγωνίες των συμπολιτών του και το έργο του δεν «απευθυνόταν» απλά στους δέκτες αλλά «απαιτούσε» τη συναίνεση και την αποδοχή τους. Η αμφίδρομη αυτή σχέση έδωσε στο έργο του Μίκη Θεοδωράκη το κύρος μιας ηθικής και πολιτικής επιλογής.
Αυτή την επιλογή υπερασπίστηκε «ορμητικά και παράφορα» ο δημιουργός του «Άξιον Εστί». Βρέθηκε πάντοτε στο κέντρο των γεγονότων: από το κίνημα της νεολαίας των Λαμπράκηδων, στην πρώτη αντιδικτατορική διακήρυξή του και την ίδρυση του ΠΑΜ στη συνέχεια και την ενεργό συμμετοχή σ’ όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις, πλην μιας, στη μεταπολιτευτική περίοδο. Διατύπωνε πάντοτε τις απόψεις του με καθαρότητα και παρρησία, χωρίς υπεκφυγές, απορρίπτοντας τη βολή της κριτικής από τα έξω ή κατόπιν εορτής, εκτιθέμενος έτσι στον αντίλογο και τιμώντας έμπρακτα το δημιουργικό διάλογο.
«ΤA NEA», 6.8.1985, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Συνέπεια αυτής της επιλογής υπήρξε η αναγωγή του έργου του σε σημείο αναφοράς, σε μέτρο ηθικής αντοχής, σε χώρο ελπίδας και μήνυμα αγώνα στη διάρκεια της σκοτεινής επταετίας. Οι Έλληνες αναγνώρισαν στα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη τα στοιχεία της διάρκειας ενός πολιτισμού, που βασίστηκε στον ανθρώπινο λόγο και στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια. Και η παγκόσμια απήχηση του έργου του είναι εύλογη ακριβώς γιατί στον πυρήνα αυτού του πολιτισμού και του έργου του υπάρχει η έγνοια για την κοινή ανθρώπινη μοίρα και όραμα της κοινής οικουμενικής πατρίδας των ανθρώπων.
Η ιστορική σημασία της προσφοράς του Μίκη Θεοδωράκη σκιαγραφείται αδρότατα, όχι για να αξιολογηθεί, αλλά για να καταδειχθεί το χρέος μας απέναντί της, που παραμένει ανεξόφλητο παρ’ όλες τις εκδηλώσεις τιμής: υπάρχει πριν απ’ όλα η οφειλή της Πολιτείας να αξιοποιήσει το τεράστιο αυτό έργο, να συνεχίσει το ίδιο μεθοδικά, όπως το έπραξε ο δημιουργός του, την παιδευτική προσπάθειά του, με την παρουσίαση και αποτύπωση τόσο των πιο γνωστών όσο και των περισσότερο απαιτητικών από πλευράς προϋποθέσεων παρουσίασης και για τούτο λιγότερο γνωστών (συμφωνικών) έργων του. Στον Μίκη χρωστάμε, μεταξύ άλλων, ότι εγκαινίασε και τις λαϊκές συναυλίες —δεν λησμονάμε τη Μικρή Ορχήστρα Αθηνών και τη συνεργασία του με το δήμο Πειραιά και αργότερα τους μουσικούς Αυγούστους του— μέσα σε ιδιαίτερα δύσκολες ή και εχθρικές συνθήκες. Η αναγωγή τους σε θεσμό μουσικής παιδείας αποτελεί επιτακτικό καθήκον σε μια εποχή με ευνοϊκότερη συγκυρία.
Πέρα όμως από το χώρο της εξουσίας στο πεδίο δράσης και πρωτοβουλίας των πολιτών, της κατά κυριολεξία πολιτικής ευθύνης, τοποθετείται το χρέος μας να μελετήσουμε με την επιβαλλόμενη σοβαρότητα το φαινόμενο της παρουσίας του Μίκη Θεοδωράκη στο κέντρο του ελληνικού και διεθνούς ενδιαφέροντος επί είκοσι πέντε τώρα χρόνια. Βέβαιο είναι ότι ο συνθέτης και τα έργα του δεν αποτέλεσαν ποτέ μόδα. Αντίθετα, στη διάρκεια τόσου χρόνου σπουδαία μουσικά κινήματα, δημιουργοί και ερμηνευτές, σχολές και αντισχολές, αλλά και εμπορευματοποιημένα προϊόντα του σταρ-σίστεμ και του σόου μπίζνες, που ενδημούν στο χώρο της μουσικής, ήλθαν και απήλθαν, άλλοι αφήνοντας βαθιά ίχνη και άλλοι κυλώντας σαν το νερό της βροχής στις αρχαιότατες υδρορροές της παρερχόμενης δόξας. Ο Μίκης δε βρέθηκε ποτέ πάνω ή κάτω. Εξακολουθεί να δεσπόζει με το κύρος του έργου του και το ήθος της αγωνιστικής παρουσίας του, ερήμην και εναντίον των κυκλωμάτων που παράγουν ή συντηρούν μύθους και φήμες. Ακριβώς διότι ο Μίκης Θεοδωράκης είναι πραγματικός, παρών και η δημόσια δράση του (του πολίτη) αξεχώριστη και ενιαία με την ιδιωτική παραγωγή του (του καλλιτέχνη).
Αυτό το φαινόμενο, το κύρος που δεν απονεμήθηκε άνωθεν, αλλά κατακτήθηκε στην αγορά του δήμου και το οποίο δεν συντηρείται από την ιδιοτυπία του μονήρους και εκλεκτού δημιουργού, αλλά ανανεώνεται με την καθημερινή αγωνιστική παρουσία του πολίτη, η υπέρβαση της εμπορευματικής λειτουργίας του πολιτιστικού προϊόντος στις συνθήκες της κεφαλαιοκρατικής κυριαρχίας και η αναγωγή της καλλιτεχνικής δράσης σε πολιτισμική προσφορά, η λαϊκότητα που δεν ευτελίζεται σε δημαγωγικό λαϊκισμό, η πανανθρώπινη ελληνικότητά του και η πολιτική στράτευση που δεν αναιρεί την ελευθερία και τον αυτοπροσδιορισμό. Αυτό το πολυεπίπεδο, πολύπλοκο και πολυσύνθετο φαινόμενο οφείλουμε ως πολίτες να προσεγγίσουμε και να κατακτήσουμε, ώστε να αποκομίσουμε από αυτό ουσιαστικές αποκρίσεις σε κρίσιμα ερωτήματα. Για τη σχέση της καλλιτεχνικής ελευθερίας και της κοινωνικής ευθύνης. Για το χαρακτήρα της τέχνης στην προσπάθεια της κοινωνικής μεταβολής. Για τις απελευθερωτικές δυνατότητες της τέχνης.
Για όλα τούτα —και άλλα πολλά, αφού ο Μίκης ποτέ δεν έπαψε να αγρυπνά ή μάλλον αρνείται να σιωπήσει— το χρέος τιμής στο δημιουργό και στο έργο του, το συλλογικό αλλά και το προσωπικό —αφού η περίπτωση αποτελεί ισχυρότατο ερέθισμα προβληματισμών και αποκρίσεων— παραμένουν ανεξόφλητα.
Ομολογώ πως αρνούμαι να αντιμετωπίσω βιολογικά την ηλικία του Μίκη. Έχει την ηλικία μιας νεότητας εκρηκτικής και προκλητικής: όπως δεν έχει αποδεχθεί το ρόλο του αιθεροβάμονα διανοουμένου, που στοχάζεται και φθέγγεται με τον προσωπικό του —μη συλλογικό— τρόπο, έτσι, πιστεύω, ότι δεν αποδέχεται και εκδηλώσεις τιμής που δεν φτάνουν στις φλέβες των ονείρων του.
Παραμένει όπως τον πρωτοαντικρίσαμε: να μας προσφέρει τα έργα του όχι σαν σύμβολα μιας μεταφυσικής πνευματικής επικοινωνίας, αλλά ως πραγματικά σπαράγματα του στοχασμού του, ως πραγματικές δυνατότητες συμμετοχής στο φλεγόμενο όραμά του που ξεκινώντας από τις πραγματικές αξίες ενός ανθρωπιστικού πολιτισμού, όπως ο ελληνικός, οδηγείται στην οικουμενική κοινότητα των ελεύθερων και δημιουργικών ανθρώπων, κυριάρχων της φθαρτής μοίρας τους και έτοιμων να απολαύσουν τα θαυμαστά πράγματα αυτού του κόσμου του μικρού, του Μέγα.
*Άρθρο αφιερωμένο στον Μίκη Θεοδωράκη, με αφορμή τον τιμητικό εορτασμό των εξηντάχρονων του αειμνήστου μουσικοσυνθέτη, το 1985. Συντάκτης του κειμένου, που έφερε τον τίτλο «Ανεξόφλητο χρέος τιμής» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 6 Αυγούστου 1985, ήταν ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος, εξέχουσα φυσιογνωμία της νομικής επιστήμης και του πνεύματος, με πλούσιο συγγραφικό έργο.
Ο Χριστόφορος Αργυρόπουλος
Το συναρπαστικό ταξίδι της ζωής του Μίκη, του μεγίστου των μουσουργών, ξεκίνησε στις 29 Ιουλίου 1925 και ολοκληρώθηκε στις 2 Σεπτεμβρίου 2021.
- Θεσσαλονίκη: Σκηνές πανικού μετά την επίθεση με χημικά σε αγρότες στα «Πράσινα Φανάρια» – Δείτε βίντεο
- «Σε οικονομική ασφυξία οι δήμοι» – 24ωρη απεργία προκήρυξε η ΠΟΕ-ΟΤΑ
- Ανακαλείται μη ασφαλές τρόφιμο από τον ΕΦΕΤ
- Τα δεδομένα για τον Ντε Κολό – Το χαμηλό buy out και οι λεπτομέρειες του συμβολαίου του με τη Βιλερμπάν
- Μαρδοχαίος Φριζής: «Εμπρός!» ήταν το σύνθημά του
- Η Netflix εξαγόρασε το μεγαλύτερο τμήμα της Warner για 72 δισ. δολάρια

