Πέθανε όπως ασφαλώς θα το επιθυμούσε: με την πατρική αποστολική ευλογία του Πάπα και τη συμπάθεια του πολιτικού του ειδώλου, του στρατηγού Ντε Γκωλ. Γιατί αυτοί ήταν οι δυο μόνιμοι πόλοι, ό,τι ο ίδιος ονόμαζε «Αυτό που πιστεύω»: ο Καθολικισμός και η άνευ όρων και ορίων λατρεία προς τον τέως Γάλλο Πρόεδρο, που ο πιστός Φρανσουά Μωριάκ τον έβλεπε σαν τη Ζαν ντ’ Αρκ του 20ού αιώνα, σταλμένον από τον Θεό για τη σωτηρία της Γαλλίας. Κατά τα άλλα, ο αείμνηστος, στη μακροχρόνια πορεία του, συχνά είχε αλλάξει στρατόπεδο, ακολουθώντας το πάθος του της στιγμής: από τον πιο ακραίο συντηρητισμό ως τη συχνά το ίδιο ακραία προοδευτικότητα, αδιαφορώντας αν εσκανδάλιζε τους φαρισαίους του κόσμου του.

Ο Μωριάκ είχε γεννηθή στο Μπορντώ, το 1885, από οικογένεια μεγαλοαστών, εύπορη, βαθύτατα θρησκευόμενη και «εχομένη στερρώς (σ.σ. σταθερά, στέρεα) των παραδόσεων». Ήταν παιδί που πέθανε ο πατέρας του κι’ έμεινε στα χέρια μιας μάνας δεσποτικής, που πότισε την εφηβεία του με θλίψη κι’ ένα συναίσθημα ενοχής απ’ αυτά που απαντώνται στον Ντοστογιέφσκι. Μαθητής σε κολλέγιο παπάδων, έδειξε διπλή κλίση: προς τη θρησκεία και τη λογοτεχνία. Σπούδασε φιλολογία στο Πανεπιστήμιο του Μπορντώ κι’ ύστερα ανέβηκε στο Παρίσι, όπου εγκατέλειψε τις σπουδές του για τα γράμματα. Το 1909, με δικά του έξοδα, τύπωσε την πρώτη του ποιητική συλλογή, «Τα Ενωμένα Χέρια». Ποιήματα κλασικής μορφής, που ήδη όμως προδιέγραφαν το «κλίμα Μωριάκ»: έντονος αισθησιασμός ανάμικτος με «αρρωστημένη» θρησκευτικότητα. Διάσημοι κριτικοί της εποχής, όπως ο Σαρλ Λε Γκοφφίκ και ο Μωρίς Μπαρρές, έσπευσαν να χαιρετήσουν το νέο ταλέντο: «Η σταδιοδρομία του θα είναι ευχερής και ένδοξος», έγραφε ο τελευταίος στην περιλάλητη τότε «Ηχώ των Παρισίων». Κι’ η προφητεία του επαληθεύθηκε.


«ΤA NEA», 2.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ύστερα από μια δεύτερη συλλογή ποιημάτων —«Αποχαιρετισμός στην Εφηβεία»— ο Μωριάκ δοκιμάστηκε στο είδος όπου, κατ’ εξοχήν, θα διέπρεπε: το μυθιστόρημα. Και μόνο ο τίτλος «Παιδί φορτωμένο μ’ αλυσίδες» (1913) μαρτυράει πως ήθελε νάναι η έκφραση μιας ψυχής πνιγμένης από τη δεσποτεία της μητέρας και το αποπνικτικό κλίμα του επαρχιακού μεγαλοαστισμού των αρχών του αιώνος.

Δεν είναι, ίσως, αρκετά γνωστό πως ο Φρανσουά Μωριάκ έζησε επί πολλούς μήνες σ’ ελληνικά χώματα. Επιστρατευμένος, στάλθηκε το 1915 με τη «Στρατιά της Ανατολής» στη Μακεδονία, πέρασε μέρες σκληρές στο μέτωπο σαν τραυματιοφορέας, αρρώστησε βαριά, κόντεψε να πεθάνη. Έμεινε μήνες πολλούς στη Θεσσαλονίκη, σ’ ένα κρεβάτι του Στρατιωτικού Νοσοκομείου, αυτού που υπάρχει ακόμα.


«ΤA NEA», 2.9.1970, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ίσως στη Σαλονίκη, με την αρρώστια, η πίστη του στη θρησκεία να ριζώθηκε μέσα του με περισσότερο πάθος. Πίστη που εκδηλώθηκε αμέσως μετά τον πόλεμο, με το δεύτερο μυθιστόρημά του «Το φιλί στον λεπρό» (1922), έργο που τον ανέδειξε «καθολικό συγγραφέα πρώτου μεγέθους». Από κει και πέρα, χρονιά με χρονιά, βιβλίο με βιβλίο, η φήμη του όλο κι’ απλωνόταν: «Ζενιτρίξ» (1923), «Η Έρημος του Έρωτα» (1925), «Τερέζ Ντεκερού» (1927), «Το σύμπλεγμα των οχιών» (1932), «Το μυστήριο Φροντενάκ» (1933). Οι διακρίσεις ήταν φυσικό ν’ ακολουθήσουν: Μέγα Βραβείο της Γαλλικής Ακαδημίας το 1925, μέλος της, το 1933, το Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας, τέλος, το 1952.

Ποιητής, ο Μωριάκ τραγούδησε τον ήλιο και τα πεύκα και τ’ αμπέλια της Ζιρόντ, της επαρχίας του Μπορντώ, τα παλιά αρχοντικά της πολιτείας αυτής του Μονταίνιου. Ανατόμος του επαρχιακού πουριτανικού αστισμού, ο Μωριάκ άντλησε από τις ίδιες του τις εμπειρίες σκοτεινές οικογενειακές ιστορίες, όπου ένστικτα και πάθη αλληλοσυμπλέκονται. Ιδιαίτερη θέση έχουν στο έργο του οι γυναίκες, επίδραση της τυραννικής μάνας του — λένε οι βιογράφοι του. Πιστός καθολικός, ο Μωριάκ έχει σαν μόνιμο θέμα του αυτό που για τους άθεους συγχρόνους του είναι αμελητέο, ανύπαρκτο· την αμαρτία  — και, φυσικά, τη λογική της συνέπεια, τις τύψεις, τη μετάνοια. «Ξεπερασμένα» ίσως πράγματα, που ακριβώς περιώρισαν την ακτινοβολία του Μωριάκ έξω από τον καθολικό κόσμο.


Έγραψε κάπου 100 βιβλία. Ενδιαφέροντα δοκίμια: «Η ζωή του Ρακίνα» (1928), «Θεός και Μαμμωνάς» (1929), «Η ζωή του Ιησού» (1936). Ακόμα: «Ημερολόγιο» (1934-50), «Εσωτερικά Απομνημονεύματα» (1959), «Νέα Απομνημονεύματα» (1965). Έγραψε θέατρο — πολύ κατώτερο από τα μυθιστορήματά του, «μεταξύ Ρακίνα και… Μπερνστάιν», παρατηρεί κάποιος: «Οι κακοαγαπημένοι» (1945), «Το πέρασμα του πονηρού» (1948), «Φωτιά πάνω στη γη» (1950). Τέλος, υπήρξε δημοσιογράφος όλη του τη ζωή. Το «Σημειωματάριο» (αρχικά στο «Εξπρές» του Σερβάν-Σρεμπέρ κι’ ύστερα στον «Φιγκαρό Λιτεραίρ») ήταν επί δεκαετίες μια έπαλξη μάχης (υπέρ του Ντε Γκωλ κυρίως) και μια βάση εκτοξεύσεως δηλητηρίου ταυτόχρονα (κατά πάντων των αντιφρονούντων). Το τελευταίο του «Σημειωματάριο» δημοσιεύθηκε μόλις πριν από ένα μήνα: στις 27 Ιουλίου.


Πολιτικά, ο Μωριάκ —πλην του πάθους του για τον Ντε Γκωλ— συχνά στενοχώρησε τους συντηρητικούς θαυμαστές του: χτύπησε ανελέητα τον Φράνκο και όλες τις δικτατορίες· στην Κατοχή εγκατέλειψε σύντομα τον Πεταίν και προσχώρησε στην Αντίσταση· έγινε μέλος της Εθνικής Επιτροπής Συγγραφέων και συνεργάσθηκε με τον Αραγκόν στα εμφανώς αριστερά «Γαλλικά Γράμματα»· κατά την επανάσταση των στρατηγών στο Αλγέρι κατέβηκε στους δρόμους για τη σωτηρία της Δημοκρατίας· πρόσφατα ακόμα, στις 3 Νοεμβρίου 1969, έγραψε —μαζί με τον Μαλρώ και τον Σαρτρ— στον δικτάτορα Πρόεδρο της Βολιβίας, ζητώντας την απελευθέρωση του αναρχικού Ρεζί Ντεμπραί. Γενικά αντιφατική φυσιογνωμία, ο Μωριάκ είχε τη στόφα του «μεγάλου». Είχε ύφος, ήθος, πάθος, πίστη σε ιδέες — πράγματα που τείνουν να καταστούν σπάνια στην ισοπεδωτική και αδιάφορη καταναλωτικήν εποχή μας.

*Άρθρο που έφερε τον τίτλο «Φρανσουά Μωριάκ: ο ποιητής της γαλλικής αστικής επαρχίας» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τετάρτη 2 Σεπτεμβρίου 1970, την επομένη του θανάτου του Φρανσουά Μωριάκ.


Ο Φρανσουά Μωριάκ γεννήθηκε στο Μπορντώ στις 11 Οκτωβρίου 1885 και απεβίωσε στο Παρίσι την 1η Σεπτεμβρίου 1970.

Μέλος της Γαλλικής Ακαδημίας, ο Μωριάκ, διακεκριμένος μυθιστοριογράφος του 20ού αιώνα, τιμήθηκε με το Νομπέλ Λογοτεχνίας το 1952.