Στο σημερινό άρθρο μας που δημοσιεύτηκε εις μνήμην του απόστρατου αντιπτεράρχου Κωνσταντίνου Χατζηλάκου συμπεριελήφθη ένα κείμενο που είχε γράψει ο ίδιος πριν από μία δεκαετία, με αφορμή επετειακή έκδοση που είχε πραγματοποιήσει το Μουσείο Ιστορίας Πολεμικής Αεροπορίας αναφορικά με τη δράση των ελληνικών ακροβατικών σμηνών τις δεκαετίες του ’50 και του ’60.

Στο κείμενο αυτό, εν μέσω προσωπικών βιωμάτων και ζωηρών –παρά την πάροδο πολλών ετών– αναμνήσεων, γλαφυρών περιγραφών και συγκινητικών λόγων, ο Χατζηλάκος έγραφε και τα εξής:

«Λέγαμε τους συνήθεις αυτούς αστεϊσμούς μας και γελούσαμε. Ήμασταν πολύ νέοι τότε και με κάτι τέτοια δίναμε διέξοδο στη μοναξιά και στο άγχος που μας προκαλούσαν οι καθημερινοί κίνδυνοι».

Έτσι απλά, πέρα για πέρα ανθρώπινα, χωρίς υπερβολές και δραματικούς τόνους, ο Χατζηλάκος μάς προσγειώνει στην πραγματικότητα: ο ίδιος και οι συμπολεμιστές του δεν ήταν υπεράνθρωποι, δεν ήταν υπερφυσικά όντα, δεν ήταν «ήρωες» με την τρέχουσα –χιλιοειπωμένη και μοιραία ευτελισμένη– έννοια του όρου.

Γνώριζαν στο πετσί τους, όπως ομολογεί ο Χατζηλάκος, το άγχος και τη μοναξιά εν καιρώ πολέμου (το Νοέμβριο του 1943), γι’ αυτό και αναζητούσαν με την πρώτη ευκαιρία οδούς διαφυγής, λέγοντας αστεία και βάζοντας τα γέλια.

Δεν ήταν βέβαια και τυχαίοι, κάθε άλλο. Μολονότι δεν είχαν ξεπεράσει –πώς θα μπορούσαν άλλωστε;– το ανθρώπινο μέτρο, είχαν καταφέρει κάτι πραγματικά σπάνιο και πολύ σημαντικό: να αντεπεξέλθουν στη σκληρή αναμέτρηση του ανθρώπου με τον πιο δύσκολο εχθρό του, τον εαυτό του.

Πιστοί στην ιδέα του χρέους, και με πολύτιμο σύμμαχο τη νεανική ορμή τους, είχαν ξεπεράσει τον ίδιον τους τον εαυτό, είχαν φθάσει στο σημείο να κάνουν όχι απλώς το καθήκον τους, αλλά το παραπάνω.

Είχαν κατορθώσει να παραμερίσουν το ατομικό συμφέρον, τους φόβους και τις αδυναμίες τους, είχαν πιστέψει σε κάτι πιο μεγάλο από το εγώ τους.

Και αυτοί οι νέοι, όπως και εκείνοι που έμελλε να κλειστούν στο Πολυτεχνείο ύστερα από τρεις ολόκληρες δεκαετίες, είχαν ακούσει τη φωνή του Χρέους, όπως έγραφε ο Μανόλης Ανδρόνικος.

Και είχαν ανταποκριθεί στην τρομερή αυτή φωνή, τη φωνή των σκληρών αγώνων και των θυσιών, έχοντας επίγνωση τού ότι πολεμούσαν για το υπέρτατο αγαθό, την ελευθερία.