Στη Μέση Ανατολή ορισμένες από τις αρχαίες κοινότητες που ήταν εκεί εγκαταστημένες σήμερα έχουν μειωθεί δραστικά.

Σε αυτό το συμπέρασμα οδηγήθηκε η συγγραφέας του βιβλίου «The Vanishing: The Twilight of Christianity in the Middle East» – που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Bloomsbury – Τζανίν ντι Τζιοβάνι, επισημαίνοντας ότι οι χριστιανοί της Μέσης Ανατολής αντιμετωπίζουν την απειλή του αφανισμού τους.

Η Ντι Τζιοβάνι αναφέρει πως το 1991 ένας στους 20 Ιρακινούς ήταν χριστιανός. Τώρα το πολύ να είναι ένας στους 80. Οι χριστιανοί στα εδάφη της Παλαιστίνης αποτελούσαν το 10% του πληθυσμού της, ενώ τώρα είναι περίπου 2%. Και καθώς οι κοπτικές αιγυπτιακές εκκλησίες πολλαπλασιάζονται σε όλο τον κόσμο, ο πληθυσμός των Κοπτών στην Αίγυπτο φαίνεται να μειώνεται, παρόλο που ακόμη δεν υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία.

Η μείωση των θρησκευτικών κοινοτήτων υποβοηθήθηκε από τις σφαγές, την τρομοκρατία και τις θεσμικά επιβεβλημένες διακρίσεις. Οι αραβικές κοινωνίες κατηγορούνται για αυτές τις τακτικές βίας που τους στερούν την πολιτιστική ποικιλομορφία, τα παγκόσμια δίκτυα και μια υπενθύμιση του παρελθόντος τους.

Ο Τζέραρντ Ράσελ στο άρθρο του στο περιοδικό «The Critic» αναφέρει πως το συγκεκριμένο βιβλίο φωτίζει ως ένα σημείο τις αιτίες αυτής της μαζικής μετανάστευσης ορίζοντας κάποιο πλαίσιο για τη βία που υφίστανται αυτές οι κοινότητες. Οπως γράφει, πρόκειται για ένα καλογραμμένο βιβλίο, που δίνει μια πολύ ευρεία εικόνα των χριστιανικών κοινοτήτων στο Ιράκ, τη Γάζα, τη Συρία και την Αίγυπτο. Η Ντι Τζιοβάνι έχει σίγουρο χέρι στην εικονογράφηση προσωπικοτήτων και στην καταγραφή της διάθεσης και γνωρίζει καλά την πολιτική της περιοχής έχοντας μιλήσει με πολύ κόσμο.

Η Ντι Τζιοβάνι επιλέγει να γράψει για τους χριστιανούς μιας χώρας, παρά για τη χώρα ως σύνολο, αναφέροντας ότι λόγω της θρησκείας τους οι χριστιανοί συχνά υφίστανται διακρίσεις και αντιμετωπίζουν συμπεριφορές φανατισμού. Μερικές φορές αντιμετωπίζουν διώξεις. Αλλά αυτό αποτελεί γενικευμένο σύμπτωμα της ευρύτερα νοσηρής πραγματικότητας.

Στο Ιράκ, οι κύριοι στόχοι θρησκευτικής βίας υπήρξαν οι μουσουλμάνοι – από άλλους μουσουλμάνους -, με τους χριστιανούς να είναι λιγότερο στοχοποιημένοι, επειδή έχουν μικρότερη πρόσβαση στην πολιτική εξουσία. Στην Αίγυπτο υπάρχουν συστηματικές διακρίσεις, ωστόσο αυτό δεν επηρεάζει μόνο τους χριστιανούς (ομολογουμένως, είναι ίσως τα περισσότερα θύματα) αλλά και τους άθεους και τους φιλελεύθερους.

Μεταναστεύουν

Ως επί το πλείστον, οι χριστιανοί επιδιώκουν να μεταναστεύσουν στη Δύση λόγω της μεγάλης δυσχέρειας που επίσης πλήττει τους μουσουλμάνους και εκδηλώνεται με ανεργία, οικονομική παρακμή, κακή διακυβέρνηση. Η Ντι Τζιοβάνι είναι δυνατή σε αυτό το πεδίο παρέχοντας επαρκή πληροφόρηση για να κατανοήσει ο αναγνώστης το πολιτικό και κοινωνικό πλαίσιο.

Στην πραγματικότητα όμως, παρατηρεί ο δοκιμιογράφος του «Critic», το βιβλίο δεν μπορεί να σταθεί μόνο του ως οδηγός για αυτές τις χριστιανικές κοινότητες, ακριβώς επειδή χρειάζεται τόσο ευρύς φακός και η συγγραφέας του είχε διαθέσει λίγο χρόνο για να εξετάσει τις παραδόσεις, την ιστορία ή τις πεποιθήσεις των χριστιανικών κοινοτήτων.

Και στη συνέχεια, ποιες χώρες να συμπεριλάβει στην έρευνά της για τις θρησκευτικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής και ποιες να παραλείψει; Υπάρχουν μικροσκοπικές, ενδιαφέρουσες κοινότητες χριστιανών στην Αλγερία, την Τυνησία και το Μαρόκο, που αποτελούνται εν μέρει από προσήλυτους του Ισλάμ.

Στο Ιράν υπάρχουν επίσης κάποιες κοινότητες που προσηλυτίστηκαν και κάποιοι ασσύριοι και αρμένιοι χριστιανοί. Στον Αραβικό Κόλπο υπάρχουν νέοι πληθυσμοί μεταναστών εργατών, οι περισσότεροι από τους οποίους προέρχονται εκτός του αραβικού κόσμου, αλλά και αρκετοί ιρακινοί και αιγύπτιοι χριστιανοί.

Η Ντι Τζιοβάνι συγκεντρώνει το υλικό της εδώ και πολλά χρόνια. Γι’ αυτό και περιλαμβάνει αναγκαστικά πολλούς διαφορετικούς χαρακτήρες, καμία από τις ιστορίες των οποίων δεν μπορούμε να παρακολουθήσουμε πραγματικά για πολύ, αφού το βιβλίο πρέπει να προχωρήσει σε άλλο θέμα και σε άλλο μέρος.

Η συγγραφέας του είχε ένα ακόμη πιο δύσκολο έργο. Να επιλέξει ποια ιστορία θα έδινε καλύτερα τη σκηνή και πώς να δώσει μια ευρεία και ακριβή απεικόνιση μιας κοινότητας μέσα από ορισμένες καλά επιλεγμένες συνεντεύξεις. Ως ειδικής σε αυτό το είδος, η αφήγησή της ρέει, αλλά μας δίνει εύρος και όχι βάθος. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας χαρακτήρας που να ξεχωρίζει, εκτός από την ίδια την Ντι Τζιοβάνι.

Παρ’ όλα αυτά, αξίζει να αναρωτηθεί κανείς πώς επηρέασαν την Ντι Τζιοβάνι αυτές οι συναντήσεις με βαθιά θρησκευόμενα άτομα, από μια ξεχωριστή αλλά συχνά πολύ συντηρητική παράδοση. Μήπως ένιωσε αμηχανία να παρακολουθήσει τους Κόπτες να προσεύχονται με αφοσίωση και να τηρούν τη νηστεία «παλαιού τύπου», δηλαδή αποχή από κρέας ή προϊόντα κρέατος κατά τη Σαρακοστή, με ολοήμερες και ολονύχτιες λειτουργίες και προσευχή έξι φορές την ημέρα; Η εμπειρία αυτή την έβαλε σε σκέψεις για το πώς η Δύση αντιλαμβάνεται τη θυσία όταν οι περισσότεροι θεωρούν κατόρθωμά τους να εγκαταλείψουν τις σοκολάτες και να λειτουργηθούν μία φορά την εβδομάδα;

Εν μέσω της ανίερης πολιτικής των Αγίων Τόπων, αναρωτιέται ο Τζέραρντ Ράσελ, μήπως η θρησκεία δεν ήταν απλώς το χειρότερο πράγμα στον κόσμο και η αιτία των περισσότερων προβλημάτων του;