Η ποινική διαδικασία είναι σε μεγάλο βαθμό μια αποδεικτική διαδικασία, έστω και εάν στην ιστορία αυτό πήρε διαφορετικές σημασίες, από την επιδίωξη να ομολογήσει ο ένοχος αυτό που ούτως ή άλλως οι διώκτες του θεωρούσαν δεδομένο ότι είχε διαπράξει έως τη νεωτερική αντίληψη που δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα αντικειμενικά πειστήρια.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να δούμε ένα φαινόμενο όπως όλες οι παραλλαγές της σεξουαλικής κακοποίησης και βίας απλώς και μόνο ως ζήτημα που κρίνεται με βάση τα πειστήρια. Όχι γιατί δεν πρέπει να υπάρχουν κανόνες που εκτός των άλλων να σέβονται και το τεκμήριο αθωότητας, ή κατάλληλα πρωτόκολλα που να μπορούν να τεκμηριώσουν αδικήματα όπου το βασικό πειστήριο είναι ένα βαθιά τραυματικό υποκειμενικό βίωμα. Αλλά γιατί το ερώτημα που προηγείται της ποινικής αντιμετώπισης είναι εάν παραδεχόμαστε την ίδια την ύπαρξη του προβλήματος.

Γιατί όταν ξεφύγουμε από τα όρια συγκεκριμένων ποινικών διαδικασιών, με την προσπάθεια των συνηγόρων να διέλθουν κάθε διαθέσιμου μέσου για να τεκμηριώσουν την αθωότητα των πελατών τους (μια που αυτός είναι ο «κανόνας του παιχνιδιού»), τότε ερχόμαστε αντιμέτωποι με το κρίσιμο ερώτημα: παραδεχόμαστε ότι έχουμε να κάνουμε με βαθιά ριζωμένα φαινόμενα πατριαρχικής βίας, που έχουν να κάνουν με τον τρόπο που αναπαράγονται έμφυλες ταυτότητες, όντως τοξικές «αρρενωπότητες», νοοτροπίες που έχουν απόληξη το βιασμό και τελικά σχέσεις εξουσίας και εξαναγκασμού – που διαπλέκονται με συνολικότερες κοινωνικές ιεραρχίες – εντός αυτού που θεωρούμε «οικειότητα» ή «προσωπική ζωή», ή θεωρούμε ότι τα περιστατικά βίας αποτελούν απλώς ατομικές «παραβατικές συμπεριφορές».

Το ποια θέση παίρνουμε σε αυτό το θεμελιώδες ερώτημα δεν έχει να κάνει προφανώς με κανένα «πειστήριο», αλλά με το εάν έχουμε τη διάθεση να αναμετρηθούμε με αυτό το πρόβλημα ή να επιλέξουμε μια εθελοτυφλία που στην πραγματικότητα καταλήγει συνενοχή. Σε αυτό το φόντο, το σύνθημα «Αδελφή μας, εμείς σε πιστεύουμε» αποτελεί, όπως και εάν το δει κανείς, αναγκαία λήψη θέσης.