«Εως πότε θα συνεχίσουμε να πέφτουμε από τα σύννεφα;» θα ήταν ο ολοκληρωμένος τίτλος της επιφυλλίδας, αν ο χώρος δεν μας υποχρέωνε να τον περιορίσουμε σε δύο μόνο λέξεις. Για πόσο ακόμη θα προσπαθούμε να πείσουμε τους άλλους αλλά και τον εαυτό μας ότι εξακολουθούμε να πέφτουμε από τα σύννεφα με όλα όσα συμβαίνουν; Μην κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας, αν όχι όλοι μας, οι περισσότεροι τουλάχιστον, γνωρίζουμε πολύ καλά όσα συμβαίνουν, αλλά και αν δεν τα γνωρίζουμε, τα υποψιαζόμαστε, ή αν δεν τα υποψιαζόμαστε, έχουμε προετοιμάσει συνειδητά ή ασύνειδα τους εαυτούς μας ώστε όταν τα πληροφορηθούμε να έχουμε την ευχέρεια να δείχνουμε ότι πέφτουμε από τα σύννεφα. Διαφορετικά, αν δείχναμε πόσο ενήμεροι είμαστε, πώς θα είχαμε την «ελευθερία» να ωρυόμαστε, να αντιπαρατασσόμαστε στα σκοτεινά και δυσώδη τεκταινόμενα προκειμένου να υποστηρίξουμε τη δική μας καθαρότητα, ή και αγγελικότητα ακόμα, να υπάρξουμε ως τιμητές ώστε να νιώσουμε να αποκτά ενδιαφέρον η άχαρη και μίζερη ζωή μας.

Δεν καταλαβαίνουμε όμως πόσο εκθέτουμε τον εαυτό μας ως ανόητο ή και ηλίθιο όταν δείχνουμε να αιφνιδιαζόμαστε με όσα έρχονται στην επιφάνεια, ενώ τα «σημάδια» για τις αποκαλύψεις που επέρχονταν δεν ήταν απλώς ορατά αλλά κυριολεκτικά «έβγαζαν μάτι». Οταν η δημόσια έκφρασή σου όπως γίνεται με μια εκπομπή, με ένα κείμενο, με έναν λόγο από καθέδρας, εξυφαίνει, έστω και αν περιβάλλεται με τη λεοντή μιας σατιρικής πρόθεσης, ένα κλίμα μιας δύσκολα αποκρυπτόμενης χυδαιότητας, τι θα σε εμποδίσει σε φαινομενικά ιδιωτικό επίπεδο η χυδαιότητα αυτή να πάρει μια απείρως πιο επιδεινωμένη μορφή; Οταν «ακέραιες» μορφές όσον αφορά την καλλιτεχνική δημιουργία αποκαλύφθηκαν εν ζωή ή μετά θάνατον να χαρακτηρίζονται από μια αβυθομέτρητη πνευματική και ηθική ασυναρτησία, θα ήταν δυνατόν να αποτελέσουν εξαίρεση άτομα που η εμπορευματική πρόθεση παρέμεινε και παραμένει ο ομολογημένος στόχος σε όλη τους την πολιτεία έστω και αν το δάχτυλό τους δεν υψώνεται παρά για να καταγγείλει τα κακώς κείμενα;

Η δημοσιότητα που περιβάλλει, εδώ και δεκαετίες, ένα πρόσωπο, ένα γεγονός, μια συγκυρία περιστατικών με διαφορετικό βάρος και εκτόπισμα συνιστά μια παράμετρο δύσκολα ανιχνεύσιμη όσον αφορά τις συνέπειές της. Το σίγουρο όμως είναι πάντα ένα και ο λαός έχει βρει έναν πολύ παραστατικό τρόπο για να το εκφράσει: «Ηταν στραβό το κλήμα, το ‘φαγε κι ο γάιδαρος». Οταν λοιπόν απολαμβάνεις λόγω της χυδαιότητας που διακινείς μια μεγάλη δημοσιότητα, δηλαδή στην πραγματικότητα μοιάζει να επιβραβεύεσαι γι’ αυτή ακριβώς τη δημοσιότητα, επόμενο είναι να αισθάνεσαι πως σε περιβάλλει ένα είδος ασυλίας.

Με αναπόφευκτη συνέπεια να θεωρείς πως όσο και αν επιδεινωθεί αυτή η χυδαιότητα, είτε δημόσια είτε αναπόφευκτα ιδιωτικά, θα παραμείνεις άτρωτος. Αν σε πάμπολλες περιπτώσεις έχει συμβεί να αναποδογυρίσουν τα πράγματα και ο θαυμαζόμενος να γίνει κατάπτυστος, φαίνεται πως είναι τόσο ισχυρή η μέθη της δημοσιότητας ώστε όποιος την απολαμβάνει χωρίς να αυτοελέγχεται, ενώ ελέγχει με πρόθεση πάντα επικριτική τους άλλους, να πιστεύει πως θα αποτελέσει εξαίρεση. Με λίγα λόγια: «Μωραίνει Κύριος…».