Στο μετρό. Ωρα αιχμής. Είμαι τυχερός. Στέκομαι ακριβώς πάνω από έναν κύριο που θα σηκωθεί να κατέβει στον επόμενο σταθμό. Σπεύδω να καπαρώσω το κάθισμα. Οι λιγότερο τυχεροί με κοιτάζουν με φθόνο. Δεν μπορούν να μου πουν και κουβέντα· κλείνω τα εξήντα δύο σε δύο μήνες, το δικαιούμαι ασυζητητί. Ρίχνω μια ματιά στη θέση δίπλα μου. Φιγουράρει η σήμανση με τη γνωστή προτροπή – «Δεν κάθομαι εδώ» -, ελαφρά διασκευασμένη από τον μαρκαδόρο ενός καλαμπουρτζή: «Δεν σου κάθομαι εδώ. Μόνο στο σπίτι». Χο-χο-χο. Μπα σε καλό μας· γελάσαμε πάλι σήμερα. Εναν σταθμό παρακάτω σκύβει προς το μέρος μου μια μεσήλικη κυρία. Μου δείχνει το απαγορευμένο κάθισμα και με ρωτάει ευγενικά: «Μπορώ να καθίσω;». Εχει τρόπους, δεν γεννάται θέμα· έχει αγωγή. Αλλοι κάθονται χωρίς να σε ρωτήσουν. Η κυρία ζητάει την άδειά μου. Θα της τη δώσω; Είμαι καλός άνθρωπος, είμαι κακός άνθρωπος; Υστερα από δυο χρόνια πανδημίας με χιλιάδες νεκρούς στην Ελλάδα κι εκατομμύρια ανά την υφήλιο, το ζητούμενο είναι μόνο αυτό: να πέσεις σε καλό άνθρωπο. Αλίμονό σου έτσι και πέσεις σε κανένα σπασίκλα.

Λίγη ώρα αργότερα, στον δρόμο πλέον, το βλέμμα μου σκοντάφτει  σε μια αφίσα. Το κείμενο υπογράφουν κάποιοι αντιεξουσιαστές, σε αντιδιαστολή προφανώς μ’ εμάς τους λάτρεις της εξουσίας. Το ρεζουμέ του κειμένου είναι πως, έπειτα από συντονισμένες προσπάθειες δεκαετιών, καρποφόρησε μια παγκόσμια συνωμοσία: «Δεξιοί κι αριστεροί, σας κλειδώσανε μαζί». Αυτό ήταν το σχέδιο εξαρχής. Να μας κλειδώσουν στα σπίτια μας. Να πεθάνουμε από ασιτία. Γιατί; Ισως επειδή βαρέθηκαν να βλέπουν φτωχούς να κυκλοφορούν ανάμεσά τους. Τους χαλούσαμε τη διάθεση· δεν πήγαινε κάτω το μαρτίνι. Εδώ δεν γελάω τόσο πολύ. Ισα που σκάει το χειλάκι μου. Αναρωτιέμαι εάν πιστεύουν αυτά που γράφουν. Για την ακρίβεια, ανησυχώ περισσότερο εάν πιστεύουν αυτά που γράφουν παρά που τα γράφουν. Εάν τα πιστεύουν, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Πιθανόν η βλάβη να είναι πια ανήκεστος. Και δεν εννοώ τη βλάβη από την πανδημία.

Παρακάτω φθάνω έξω από το πρακτορείο Τύπου της γειτονιάς μου. Ξεφυλλίζω λαθραία τις εφημερίδες. Στους τίτλους της ημέρας δεσπόζει η επίθεση που δέχτηκε σε ταβέρνα ο πνευμονολόγος Θεόδωρος Βασιλακόπουλος. Να σας πω τη μαύρη αλήθεια, πάντοτε αντιμετώπιζα τους πνευμονολόγους με καχυποψία, ίσως επειδή – για ανεξιχνίαστους φροϋδικούς λόγους – τους συνδύαζα με τους πνεύμονες της οικονομίας. Εν πάση περιπτώσει, νομίζω ότι επιφανείς αστέρες του πενταγράμμου και των πάνελ στα κατινοδικεία έχουν αποδείξει πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας ότι οι πνευμονολόγοι, οι λοιμωξιολόγοι, οι επιδημιολόγοι και οι λοιποί ανάλογοι τύποι του υποκόσμου είναι μίσθαρνα όργανα των φαρμακευτικών πολυεθνικών εταιρειών, ένα σκαλοπάτι χαμηλότερα ή ψηλότερα -θα σας γελάσω – από τους εμπόρους ναρκωτικών και όπλων· όσοι έχουν γαλουχηθεί με Νίκο Φώσκολο, με καταλαβαίνουν. Φαίνεται όμως ότι αυτός ο Βασιλακόπουλος και η συμμορία του το παρατράβηξαν. Αληθεύει ότι προέτρεψαν τον αγαθό ταβερνιάρη να τσεκάρει την εγκυρότητα των πιστοποιητικών εμβολιασμού; Μα είναι καλά οι άνθρωποι; Ακόμη κι ένα νήπιο γνωρίζει ότι τα πιστοποιητικά εμβολιασμού εκδίδονται για να μουλιάζουν στο κινητό μας ή στην κωλότσεπη. Κατά προτίμηση στην κωλότσεπη, ώστε – εάν παρ’ ελπίδα μας το ζητήσει κανένα στραβόξυλο – να ισχυριστούμε ότι κάπου μας παράπεσε ή ότι το ξεχάσαμε στο σπίτι.

Το 1960 η αμερικανίδα συγγραφέας Χάρπερ Λι (1926-2016) δημοσίευσε το περίφημο μυθιστόρημά της «Οταν σκοτώνουν τα κοτσύφια». Πόσο άρρωστη είναι μια κοινωνία που σκοτώνει ένα κοτσύφι; Που λοιδορεί, συκοφαντεί ή προπηλακίζει έναν πνευμονολόγο; Δεν είναι αστείο πια. Δεν ήταν και ποτέ.