Συλλογίζομαι αυτές τις 14 μέρες, από τη στιγμή που μπήκε στο νοσοκομείο μέχρι το τέλος. Εμείς δεν ξέραμε, μόνο ελπίζαμε, ή μάλλον ήμασταν σίγουροι, ότι θα τα κατάφερνε. Ηταν μαχήτρια, το είχε αποδείξει. Εκείνη πάλι πρέπει να ήξερε. Οχι τα πάντα ενδεχομένως, όχι ότι θα τέλειωναν όλα τόσο γρήγορα. Ηξερε όμως ότι η μάχη που έδινε ήταν άνιση. Αυτό που την παρηγορούσε ήταν πως ήταν νέα. Αλλά κι ο πατέρας της νέος είχε φύγει. Ούτε 55 ετών.

Τους σκεφτόταν σίγουρα πολύ τους γονείς της αυτές τις μέρες. Και την οικογένειά της, τα παιδιά της, πάνω απ’ όλα τα παιδιά της, αυτή είναι πάντα η πρώτη, η ύψιστη προτεραιότητα. Εκείνη είχε έναν λόγο παραπάνω. «Με έπιανε τρόμος όταν σκεφτόμουν ότι τα παιδιά μου, που με τόσο κόπο και προσπάθεια απέκτησα, θα τα άφηνα ξαφνικά μόνα τους», είχε πει πέρυσι. Τα άφησε. Αυτά περνούν τώρα τη μεγαλύτερη δοκιμασία. Σ’ αυτά πηγαίνουν οι σκέψεις μας.

Θα σκεφτόταν όμως σίγουρα αυτό το διάστημα και την πολιτική της διαδρομή. Τι πήγε καλά, τι πήγε στραβά, φίλους που έκανε, εχθρούς που απέκτησε, τις καλές της στιγμές, τα λάθη της: όταν νιώθεις ευάλωτος, κάνεις απολογισμούς. Τη λάτρευε την πολιτική, παραμέλησε και την υγεία της για χάρη της, πίστευε μέχρι πολύ αργά ότι θα μπορούσε να κάνει και τα δύο ταυτόχρονα, να ηγείται της Κεντροαριστεράς και να παρακολουθεί στενά τον καρκίνο που την πολιορκούσε, το δεύτερο την καταρράκωνε, το πρώτο τη δυνάμωνε. Κι όταν κατάλαβε ότι έπρεπε να αφήσει το ένα τιμόνι, ώστε να κρατηθεί με όλες τις δυνάμεις της από το άλλο, το δημοσιοποίησε με μια αφοπλιστική ειλικρίνεια και μια συγκινητική γενναιότητα. Οδηγώντας τους πάντες, οπαδούς και αντιπάλους, φίλους και απλούς πολίτες, αυτούς που τη θαύμαζαν κι εκείνους που την αντιπαθούσαν, να της βγάλουν το καπέλο.

Γιατί τον καρκίνο δεν πρέπει να τον κρύβουμε, δεν πρέπει να τον λέμε «η επάρατος», ούτε «η αρρώστια», αλλά να τον ονομάζουμε. Ετσι θα τον νικήσουμε. Λίγο να άντεχε ακόμη εκείνη, δυο-τρία χρόνια μόνο, και θα προλάβαινε το εμβόλιο που μας έχουν υποσχεθεί οι δύο τούρκοι επιστήμονες της Pfizer, ο Ουγκούρ Σαχίν και η Οζλέμ Τουρετσί, κι ίσως όλα να έπαιρναν διαφορετική τροπή.

Ο Μακρόλ, ο πρωταγωνιστής των μυθιστορημάτων του κολομβιανού συγγραφέα Αλβαρο Μούτις, εξηγεί κάπου στον φίλο του τον Αμπντούλ ότι καθένας από μας καλλιεργεί, διαλέγει, ποτίζει, λαξεύει και διαμορφώνει τελικά τον θάνατό του. Και ορισμένες ηθικές, αν όχι αισθητικές, προϋποθέσεις που καθορίζουν το σχήμα του διασφαλίζουν πως συμφωνεί με συνθήκες και απαιτήσεις που σφυρηλατήθηκαν σ’ ολόκληρη τη ζωή μας, χαραγμένες από δυνάμεις που μας ξεπερνούν, δυνάμεις αναπόδραστες.

Σε αυτές τις αναπόδραστες δυνάμεις υπέκυψε χθες η Φώφη Γεννηματά. Κατέκτησε όμως το ευ θνήσκειν.