Είναι ευχάριστες οι αφηγήσεις των αναμνήσεων από τα παιδικά μας χρόνια. Αυτές με τα λουστρινένια παπουτσάκια, τα παιδικά παλτουδάκια, τα Χριστούγεννα στο Μινιόν, τα καλοκαίρια που πλενόμασταν στην αυλή με το λάστιχο και μετρούσαμε παγωτά και μπάνια, το σουβλάκι που ήταν πιο νόστιμο και οι τηγανητές πατάτες πιο τραγανές, οι σκανταλιές που σκαρώναμε, το γλυκό της μαμάς, το φουστάνι της γιαγιάς. Και όσο περνάει ο καιρός και μεγαλώνει η απόσταση από το παιδί που υπήρξαμε κάποτε, αυτές οι αναμνήσεις «στρογγυλεύουν», ομογενοποιούνται, θολώνουν τα πραγματικά γεγονότα και διασώζουν περισσότερο τη μυρωδιά μιας εποχής. Πώς το έλεγε ο Φελίνι; «Αφού έτσι τα θυμάμαι, έτσι έγιναν». Είναι η ανάγκη της νοσταλγίας και της παράδοσης στην ωραιοποιητική και παρηγορητική της δύναμη.

Αν κοιτάξουμε όμως κατάματα την παιδική μας ηλικία – την κατάδική μας, όχι το κοινό αφήγημα της γενιάς μας -, δεν θα δούμε μόνο «λουστρινάκια» και «παλτουδάκια». Είναι κι εκείνοι οι κρυφοί σπαραγμοί μας, οι απορίες που δεν λύνονταν όσο κι αν μας εξηγούσαν κάποια πράγματα, η φαντασία μας που κάλπαζε στο άγνωστο, οι σκιές το βράδυ στο ταβάνι, η ζωή που απλωνόταν μπροστά μας και μάς φαινόταν εύθραυστη σαν λεπτή επιφάνεια πάγου που φοβόμασταν μη σπάσει από το παιδικό μας βάρος. Στην ταινία του Ρομπ Ράινερ «Στάσου πλάι μου» που βασίζεται σε μυθιστόρημα του Στίβεν Κινγκ, ο βασικός ήρωας, ενώ, ώριμος πλέον, αναπολεί το καλοκαίρι των έντεκα χρόνων του, προσπαθεί να θυμηθεί τι συζητούσε με τους φίλους του σε εκείνη την ηλικία που δεν ήταν πια παιδιά αλλά ούτε ακόμη έφηβοι.

Εντεκα χρονών ήταν το κορίτσι που έπεσε από τα βράχια στα Χανιά. Εχει τόση σημασία αν πήδηξε ή γλίστρησε; Εχει τόση σημασία το τελευταίο βήμα; Ενα 11χρονο κορίτσι που ξεκινάει την ώρα που μακραίνουν οι σκιές (στις οκτώ το βράδυ) από το σπίτι του για να πάει να σταθεί στην άκρη ενός απόκρημνου βράχου είναι ένα παιδί που έχει, ούτως ή άλλως, κάνει μια «διαδρομή εξόδου» από τον κόσμο των μεγάλων.

Παίρνοντας μάλιστα μαζί του τις ύστατες παιδικές παρηγοριές του, ό,τι δηλαδή αγόρασε από το περίπτερο πριν ξεκινήσει για τη μοιραία πορεία. Μια πορτοκαλάδα και ένα πακέτο γαριδάκια που, στην απόγνωση της 11χρονης, γίνονται Μυστικός Δείπνος και δισκοπότηρο. Και αν μια πορτοκαλάδα και ένα πακέτο γαριδάκια, δύο «τίποτα», μπορούν να παρηγορήσουν ένα παιδί, με ένα άλλο «τίποτα» θα μπορούσε να αποστρέψει το βλέμμα και την ψυχή του από τα βράχια. Ενα «τίποτα» για μας, ένας ολόκληρος κόσμος για εκείνο.

Να μην ακούμε μόνο αυτά που μας λένε τα παιδιά. Να αφουγκραζόμαστε και τις σιωπές τους, τα σκιρτήματά τους. Και να τινάζουμε πού και πού τη χρυσόσκονη από τα δικά μας «καλύτερά μας χρόνια» για να θυμόμαστε ότι, ακόμη και με λουστρινένια παπουτσάκια, τα παιδιά νιώθουν, κάποιες φορές, ότι περπατάνε σε βράχια.