Ποτέ άλλοτε, κατά την τελευταία δεκαετία, τόσο πολλοί έλληνες και ξένοι οικονομικοί παράγοντες, αναλυτές και πολιτικοί δεν τοποθετήθηκαν με τόσο θετικό τρόπο για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Με τα σημάδια εξόδου από την πανδημία να είναι ξεκάθαρα στον ορίζοντα, όλοι αυτοί, από το Φόρουμ των Δελφών, προέτρεψαν με μια «φωνή» την κυβέρνηση: Μεταρρυθμίσεις και μόνο μεταρρυθμίσεις!

Το κλίμα διεθνώς για την Ελλάδα έχει αλλάξει και ένας τόνος αισιοδοξίας διαπερνούσε τις τοποθετήσεις σχεδόν όλων των ομιλητών. Η χώρα μας δεν είναι, πια, το μαύρο πρόβατο της Ευρώπης, όπως την προηγούμενη δεκαετία των Μνημονίων. Και το πολιτικό ρίσκο της περιόδου 2015-2019 έχει εξαφανισθεί. Βεβαίως δεν έχουν εξαλειφθεί τα βαθιά, διαρθρωτικά οικονομικά προβλήματα της χώρας. Ομως είναι διαχειρίσιμα. Το δημόσιο χρέος παραμένει υπερβολικά υψηλό σε απόλυτα μεγέθη, αλλά είναι βιώσιμο (λόγω της επιμήκυνσης στην αποπληρωμή του), όπως επιβεβαίωσε ο καθ’ ύλην αρμόδιος εκπρόσωπος των δανειστών μας, επικεφαλής του ESM Κλάους Ρέγκλινγκ. Ακόμη και οι ξένοι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης, που κάποτε υποβάθμιζαν ως «σκουπίδια» τα ελληνικά ομόλογα, προέβλεψαν αναβαθμίσεις υπό την προϋπόθεση ότι θα γίνουν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις.

Σε καμία περίπτωση δεν επιβεβαιώθηκε το αφήγημα της καταστροφής στο οποίο, με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, είχε επενδύσει έως τώρα η αξιωματική αντιπολίτευση. Ακόμη και ο Αλέξης Τσίπρας αναγκάστηκε να πει ότι δεν φοβάται άμεσα την επιστροφή στις μαύρες μέρες του Μνημονίου. Διαφοροποιήθηκε, δηλαδή, ακόμη και από τον κατά γενική ομολογία μετριοπαθέστερο Ευκλείδη Τσακαλώτο, ο οποίος πρόσφατα είχε προβλέψει ότι με την πολιτική που εφαρμόζεται μπορεί να καταλήξουμε σε νέο Μνημόνιο. Δείγμα και αυτό των μεγάλων αντιφάσεων που χαρακτηρίζουν την αντιπολιτευτική τακτική του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία, όπως φαίνεται, αλλάζει γραμμή πλεύσης υπό το βάρος των δυσμενών δημοσκοπικών του επιδόσεων. Είναι αλήθεια ότι η πολιτική ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ ψάχνει, εναγωνίως, να βρει το «μέτωπο» εκείνο στην κοινωνία και την οικονομία που θα επικεντρώσει όλες τις δυνάμεις του, θα τον ενισχύσει δημοσκοπικά και θα «παίξει» τον ρόλο του «Μνημονίου», που τον ανέβασε στην εξουσία το 2015. Αλλά οι καιροί έχουν αλλάξει.

Προς το παρόν, τον ρόλο αυτόν για την αξιωματική αντιπολίτευση θα παίξει το νέο εργασιακό νομοσχέδιο και οι διατάξεις του για το ευέλικτο ωράριο και τις ατομικές συμβάσεις. Ωστόσο, είναι αμφίβολο ότι θα επιβεβαιώσει τις προσδοκίες της, σε μια κοινωνία που είναι κουρασμένη από αντιπολιτευτικής κορόνες και η οποία, κατά τη διακυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ, βίωσε την αύξηση της ευέλικτης και μαύρης απασχόλησης, τη διεύρυνση της γενιάς των 400 ευρώ και την επιδείνωση των συνθηκών ζούγκλας στην αγορά εργασίας.

Το βέβαιο είναι ότι η ελληνική οικονομία εξακολουθεί να έχει μεγάλα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπιστούν. Μόνο έτσι θα δημιουργήσει στέρεες βάσεις ανάπτυξης και θα αποφύγει τους κινδύνους στο μέλλον. Το έλλειμμα έχει «ξεφύγει» λόγω της πανδημίας και πρέπει σταδιακά να περιορισθεί, το Ασφαλιστικό δεν είναι βιώσιμο και απαιτεί παρεμβάσεις, η φοροδιαφυγή οργιάζει και ο φόροι εξακολουθούν να είναι υψηλοί για τους συνεπείς, πολλές θέσεις εργασίας απειλούνται αν επιβεβαιωθούν οι φόβοι για λουκέτα στην αγορά μετά την πανδημία. Απ’ όλα αυτά μαζί και από τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης θα κριθεί η επόμενη μέρα.