Πώς μπορείς να εξαφανίσεις έναν ολόκληρο πληθυσμό; Όχι απλώς να τον εξοντώσεις, στήνοντας πραγματικά «εργοστάσια θανάτου» αλλά και να προσπαθήσεις να εξαφανίσεις την ίδια τη μνήμη ότι έγινε αυτό το φονικό.

Και όμως αυτό ακριβώς προσπαθήθηκε να γίνει στο ευρωπαϊκό έδαφος. Είμαστε συνηθισμένοι να έχουμε εικόνα του Ολοκαυτώματος τους σκελετωμένους κρατούμενους και τους σωρούς πτωμάτων που ανακάλυψαν οι Συμμαχικές Δυνάμεις στα στρατόπεδα συγκέντρωσης.

Όμως, η πιο μεγάλη φρίκη του Ολοκαυτώματος είναι τα εκατομμύρια θυμάτων για τα οποία δεν έχουμε καμία εικόνα, κανένα σημάδι. Όλες και όλους εκείνους που πήγαν κατευθείαν από τα «τρένα του θανάτου», που έφταναν καθημερινά, στο θάλαμο αερίων ή που ενώ επιλέχτηκαν για κάποια εργασία, συχνά στα Ζόντερκομάντο, τα ειδικά αποσπάσματα κρατουμένων που είχαν την ευθύνη του χειρισμού των κρεματορίων, σε μια επόμενη στιγμή οδηγούνταν στους θαλάμους αερίων.

Αυτό οδηγεί στο φριχτό γεγονός από τα μεγάλα «εργοστάσια θανάτου» της Treblinka, του Sobibor, του Belzec, του Chlemno, τα οποία οι Ναζί πρόλαβαν να ισοπεδώσουν, δεν υπάρχουν πολλά ίχνη. Με την εξαίρεση των μνημείων που τοποθετήθηκαν αργότερα, τίποτα δεν θυμίζει ότι εκεί μπορεί να εξοντώνονταν χιλιάδες άνθρωποι κάθε μέρα.

Το ίδιο το γεγονός ότι στην Ευρώπη φτιάχτηκαν στον 20ο αιώνα πραγματικά «εργοστάσια θανάτου» και ότι επιδιώχθηκε στο πλαίσιο της «Τελικής Λύσης» η εξόντωση του συνόλου του ευρωπαϊκού Εβραϊσμού, είναι από μόνο του ταυτόχρονα ένα αξεπέραστο ιστορικό τραύμα, ένα ερώτημα για την ιστορική ερμηνεία αλλά και μια αγωνιώδης διερώτηση ως προς το εάν αυτή η φρίκη μπορεί να επαναληφθεί.

Πώς φτάσαμε στο Ολοκαύτωμα

Η εκτεταμένη ιστορική έρευνα που έχει γίνει τις προηγούμενες δεκαετίες για το Ολοκαύτωμα μας έχει βοηθήσει να έχουμε μια εικόνα για το πώς φτάσαμε στη φρίκη.

Καταρχάς το Ολοκαύτωμα δεν μπορεί να γίνει κατανοητό έξω από το πλαίσιο της διαρκούς αναπαραγωγής του αντισημιτισμού στην Ευρώπη. Αυτό δεν αφορά μόνο την «κληρονομιά» του μεσαιωνικού αντισημiτισμού αλλά και το γεγονός ότι στα αναδυόμενα ευρωπαϊκά εθνικά κράτη, παρά τις διακηρύξεις για ανεξιθρησκία, θα αναπαραχθεί μια ένα νέο κύμα καχυποψίας και εχθρότητας κατά των εβραίων, ακόμη και εάν αυτοί φαίνονταν ενσωματωμένοι. Στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη η επέκταση της τσαρικής αυτοκρατορίας προς περιοχές με συμπαγείς εβραϊκούς αγροτικούς πληθυσμούς οδήγησε σε κύματα βίαιων διακρίσεων και διώξεων με αποκορύφωμα τα πογκρόμ. Σε αυτό το νέο κύμα αντισημιτισμού θα προστεθούν και πλήθος θεωρίες συνωμοσίας, συχνά και ενορχηστρωμένες από κρατικές υπηρεσίες.

Το γεγονός της μεγάλης συμμετοχής εβραίων σε κινήματα ριζοσπαστικά ή ανατρεπτικά, με αποκορύφωμα τη Ρωσική επανάσταση επίσης θα τροφοδοτήσει την αντιεβραϊκή ρητορική και συνωμοσιολογία με αποκορύφωμα την έννοια του «εβραιομπολσεβικισμού».

Σε αυτό το τοπίο ο αντισημιτισμός έγινε σημείο αναφοράς κινημάτων βαθιά αντιδραστικών και αυταρχικών. Αυτό εξηγεί την κεντρικότητα του αντισημιτισμού στην ιδεολογία του ναζιστικού κόμματος. Αυτό επίσης εξηγεί το γεγονός ότι οι πολιτικές διακρίσεων, εκτοπισμού και τελικά εξόντωσης ήταν τμήμα οργανικό της πολιτικής πρακτικής του εθνικοσοσιαλισμού. Αυτό αποτυπώθηκε σε μια ταχεία μετατόπιση από μια πολιτική βίαιης εκτόπισης σε μια πολιτική καθολικής εξόντωσης, το σχέδιο της «Τελικής Λύσης».

Αυτό οδηγεί στη διαμόρφωση των μεγάλων στρατοπέδων εξόντωσης και την εξέλιξη των τεχνικών της φρίκης, με αποκορύφωμα τους θαλάμους αερίων. Αυτό που είναι τρομακτικό είναι ότι όλη αυτή η διαδικασία από τη μεριά όσων την οργάνωσαν αντιμετωπίστηκε ως ένα ζήτημα διοικητικής οργάνωσης και αποτελεσματικότητας. Η υπηρεσιακή αλληλογραφία δεν έχει κραυγές μίσους αλλά προσπάθεια αντιμετώπισης τεχνικών προβλημάτων και συντονισμού της διαδικασίας ώστε να είναι πιο αποδοτικά τα εργοστάσια θανάτου, κάτι που τελικά την κάνει πιο τρομακτική.

Τα ίδια τα στρατόπεδα συγκέντρωσης αποτελούν οριακές μορφές χώρων μιας «κατάστασης εξαίρεσης». Παρότι ένα μεγάλο μέρος των κρατούμενων θανατώνονταν αμέσως με την άφιξή τους, ένας αριθμός θα επιλέγεται να εργαστεί ακόμη και στη διαδικασία εξόντωσης. Αυτή η διάχυτη αίσθηση ζωών απόλυτα αναλώσιμων θα ορίσει μια από τις πιο τραυματικές εμπειρίες στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Παρότι για μεγάλο βαθμό θα σχηματιστεί η εικόνα ότι ένα μεγάλο μέρος οδηγήθηκε παθητικά στην εξόντωση, κυρίως με αφορμή την στάση ορισμένων ηγεσιών τοπικών εβραϊκών κοινοτήτων, η πραγματικότητα είναι πολύ πιο σύνθετη και θα υπάρξει ένας σημαντικός αριθμός αντιστασιακών πράξεων από την συμμετοχή σε αντιστασιακές και παρτιζάνικες οργανώσεις και την οργάνωση της αντίστασης μέσα στα γκέτο μέχρι ακόμη και την εξέγερση μέσα στα στρατόπεδα (όπως θα κάνει το Ζόντερκομάντο του Άουσβιτς Μπιρκενάου).

Από την άλλη, πρέπει να πούμε ότι το Ολοκαύτωμα δεν ήταν έργο απλώς της ηγεσίας του ναζιστικού κόμματος. Χρειάστηκε η συμμετοχή (και με αυτή την έννοια συνενοχή) ενός μεγάλου αριθμού ανθρώπων, τόσο από τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής όσο και από τις τοπικές αρχές, μια ένοχη μνήμη που συχνά απωθήθηκε τις επόμενες δεκαετίες και που σταδιακά την ανασύρει η ιστορική έρευνα.

Η σκοτεινή πλευρά της νεωτερικής Ευρώπης

Το Ολοκαύτωμα από πολλές πλευρές θα αντιμετωπιστεί ως μια απόλυτη πολιτική παθολογία. Και από πολλές πλευρές ήταν. Όμως, θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι ήταν απλώς ένα σύμπτωμα της αρρωστημένης πολιτικής παραφροσύνης του ναζισμού.

Και αυτό γιατί συνδέεται με τις σκοτεινές πλευρές της νεωτερικότητας. Ο αντισημιτισμός υπήρξε μια αρχετυπική μορφή ρατσισμού και ταυτόχρονα η διάσταση της γενοκτονίας ή της εξόντωσης πληθυσμών είναι κάτι που έρχεται με τη νεωτερικότητα και την αποικιοκρατία. Ο τρόπος που παρά τις διακηρύξεις για ισότητα και ισονομία τα ευρωπαϊκά συνταγματικά κράτη αναπαρήγαγαν στο εσωτερικό τους τον αντισημιτισμό και τον ρατσισμό αλλά και νομιμοποίησαν την αποικιοκρατία έδειξε ότι η ανάδυση των εθνικών ιδεολογιών μπορούσε εύκολα να συνυπάρχει με τη βαναυσότητα. Η αντιμετώπιση των εβραίων με μια ρητορική που παρέπεμπε πολύ περισσότερο στην εξάλειψη ενός παθογόνου παρά σε ανθρώπινα όντα υπενθύμισε το πώς η «βιοπολιτική» μπορεί να γίνει στο τέλος «θανατοπολιτική». Και βέβαια η ίδια η «βιομηχανική» οργάνωση της εξόντωσης δεν θα είχε υπάρξει χωρίς την ανάδειξη της καπιταλιστικής βιομηχανίας.

Ο αντισημιτισμός στην Ελλάδα

Πολλές φορές το προσπερνάμε, όμως και στην Ελλάδα υπήρχε αντισημιτισμός. Ακόμη και στο πλαίσιο της επανάστασης του 1821 αναφέρονται εξοντώσεις Εβραίων στην Τριπολιτσά και το Αγρίνιο. Η «Συκοφαντία του Αίματος», ένας μύθος, με απαρχές στον μεσαίωνα για τη δήθεν χρήση του αίματος παιδιών για την παρασκευή αζύμου άρτου για το εβραϊκό Πάσχα, θα οδηγήσει σε βίαια επεισόδια σε βάρος των Εβραϊκών κοινοτήτων στη Ρόδο το 1840 και στην Κέρκυρα και στη Ζάκυνθο το 1891.

Στη Θεσσαλονίκη το 1931 η φασιστική και αντικομμουνιστική οργάνωση «ΕΕΕ» (Εθνική Ένωσης Ελλάδος) θα οργανώσει πραγματικό πογκρόμ κατά της Εβραϊκής συνοικίας Κάμπελ.

Όμως, ακόμη και στη διάρκεια της Κατοχής, όταν θα εξοντωθεί το μεγαλύτερο μέρος των εβραϊκών κοινοτήτων στην Ελλάδα (58.886 Εβραίοι της Ελλάδας από έναν προπολεμικό πληθυσμό 71.611), θα υπάρξουν σημάδια ανοχής ή ακόμη και συνενοχής τοπικών κοινοτήτων.

Ένα χαρακτηριστικό και τραγικό παράδειγμα θα είναι η υπόθεση του Εβραϊκού Νεκροταφείου της Θεσσαλονίκης. Ένα τεράστιο νεκροταφείο, με δεδομένη και την μεγάλη παρουσία της εβραϊκής κοινότητας της Θεσσαλονίκης, ήδη πριν την Κατοχή θα διεκδικείται από την «τοπική κοινωνία», με πιο βασικό αίτημα να παραχωρηθεί για να χτιστεί επάνω του η επέκταση του πανεπιστημίου. Στην Κατοχή οι γερμανικές αρχές κατοχής θα κάνουν τελικά δεκτό αυτό το αίτημα και το νεκροταφείο θα καταστραφεί με τις επιτύμβιες στήλες να χρησιμοποιούνται ως οικοδομικό υλικό.

Χρόνια μετά ο Γιάννης Μπουτάρης, ως δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, θα πάρει αφορμή την περίπτωση της επιζήσασας Μπουένας Σαρφατή για να μιλήσει για όλα αυτά:

«Πόσο αβάσταχτος πρέπει να ήταν ο πόνος της όταν ανακάλυπτε ότι το χάρτινο χωνάκι στο οποίο ο Αρμένης πωλητής ξηρών καρπών τής πρόσφερε μια Κυριακή απόγευμα τα αγαπημένα της στραγάλια, αυτό το χάρτινο χωνάκι ήταν στην πραγματικότητα ένα φύλλο χαρτί σκισμένο από την Παλαιά Διαθήκη της οικογένειάς της;

Το σκισμένο αυτό χαρτί είναι το παρελθόν της Μπουένα, αλλά και το παρελθόν της πόλης μας: ένα παρελθόν που μας καταδιώκει και μας στοιχειώνει. Είναι ένα παρελθόν σιωπηλό, αόρατο, αλλά παρόν. Είναι το μαρμαρόστρωτο προαύλιο του Αγίου Δημητρίου, φτιαγμένο από εκατοντάδες ταφόπλακες από το κατεστραμμένο από Γερμανούς και Έλληνες χριστιανούς υπαλλήλους του Δήμου εβραϊκό νεκροταφείο της πόλης, υλικό «άνευ αξίας» κατά τον επιβλέποντα της αναστύλωσης αρχαιολόγο Στυλιανό Πελεκανίδη. Είναι το Νοσοκομείο Αχέπα και το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο που οικοδομήθηκαν πάνω σε μια από τις σημαντικότερες νεκροπόλεις της Ευρώπης. Είναι οι εβραϊκές ταφόπλακες που στρώθηκαν μπροστά στο Στρατηγείο και πέριξ του Βασιλικού Θεάτρου, εκείνες που χρησιμοποίησε ο Δήμος Θεσσαλονίκης τον Νοέμβριο του 1948 για την κατασκευή οδών και πεζοδρομίων παρά τις έντονες διαμαρτυρίες της ισραηλιτικής κοινότητας. Είναι εκείνες οι ταφόπλακες που στοιβάζονταν σε δημόσια θέα μπροστά στο Λευκό Πύργο και στον περίβολο της Διεθνούς Έκθεσης ακόμη και μέχρι τον Δεκέμβρη του 1948.» (Από την ομιλία του Γιάννη Μπουτάρη, στην Ημέρα Μνήμης του Ολοκαυτώματος το 2018).

Όμως, θα ήταν λάθος να πιστέψουμε ότι υπήρξε μόνο αυτή η διάσταση. Υπήρξε και η σημαντική διάσταση της συμμετοχής Ελλήνων Εβραίων στην Αντίσταση, κυρίως στις οργανώσεις του ΕΑΜ, όπως και ένα μεγάλο φάσμα από πρακτικές αλληλεγγύης και διάσωσης εβραϊκών οικογενειών στη διάρκεια της Κατοχής.

 

Το καθήκον της μνήμης

«Συνέβη, επομένως μπορεί και να ξανασυμβεί: είναι η ουσία των όσων έχουμε να πούμε», θα γράψει ο μεγάλος Πρίμο Λέβι.

Η απόφανση αυτή ενός ανθρώπου που επιβίωσε των στρατοπέδων έρχεται να υπογραμμίσει τη σημασία του καθήκοντος της μνήμης. Όσο ανείπωτη και εάν η φρίκη, η βαναυσότητα δεν είναι ανεπανάληπτη.

Πρίμο Λέβι

Από την επιβίωση του ρατσισμού και του αντισημιτισμού, μέχρι την επανεμφάνιση της ακροδεξιάς, μέχρι όλες τις μορφές και πολιτικές που αντιμετωπίζουν ανθρώπους ως «πλεονάζοντες πληθυσμούς», μπορεί κανείς να δει τα σκοτεινά χνάρια και στο σημερινό τοπίο.

«Ψάχνω να βρω στη συνείδησή μου τι κακό έχω κάνει για να υποφέρω έτσι, σου ορκίζομαι αγαπημένο μου παιδί πως δεν βρίσκω κάτι. Ήμουν πάντοτε καλή και γενναιόδωρη προς όλους». Έτσι έγραφε στις 17 Μαρτίου 1943 στο γιο της η Σαρίνα Σαλτιέλ από τη Θεσσαλονίκη. Έξι μέρες αργότερα θα είναι και αυτή στην τέταρτη αποστολή  για το Άουσβιτς. Δεν θα γυρίσει ποτέ.

Το καθήκον της μνήμης προς τη Σαρίνα Σαλτιέλ και εκατομμύρια άλλους Εβραίους είναι ταυτόχρονα και δέσμευση στην ανάγκη να ξεριζωθούν οι μηχανισμοί που αναπαράγουν τη βαναυσότητα και τη φρίκη.