Ιδίως η έννοια Κέντρο, αλλά σε έναν βαθμό και οι υπόλοιπες έννοιες της πολιτικής χωροταξίας, η Αριστερά, η Δεξιά, έχουν απολέσει το παραδοσιακό τους περιεχόμενο, το κυριότερο όμως είναι ότι έχουν αποκτήσει μια μεγάλη πολιτική χωρητικότητα ή μάλλον αοριστία. Οι ερμηνείες όμως των ιδεολογικοπολιτικών επικρατειών (άρα και η πολεμική που εγείρουν) επιμένουν, κολλημένες στην ακίνητη κληρονομιά, κολλημένες σε μια αξιολόγηση που δεν έχει τόση σχέση με τα σύγχρονα θεμελιώδη θεωρησιακά – ιδεολογικά χαρακτηριστικά τής κάθε επικράτειας. Η σύγκρουση γίνεται πάνω σε αναμνήσεις, σε αντηχήσεις.

Θυμάμαι βουλευτή που αυτοπροσδιοριζόταν ως κεντροαριστερός, προσπαθώντας να ορίσει τη διαφορά του από την Αριστερά, ουσιαστικά κατέληγε στο, συνηθισμένο τέχνασμα κατά τις αντιδικίες, να διασκευάσει την Αριστερά για να «του βγει» η ερμηνεία τού δικού του χώρου: «εμείς δεχόμαστε λίγο αγορά, αλλά εσείς καθόλου». Ετσι απλοϊκά το είχε διατυπώσει. Δηλαδή στο θολωμένο του μυαλό η ταυτότητα είναι ζήτημα ποσοστώσεων, «μειγμάτων πολιτικής» προεπιλεγμένων υλικών, που δεν έχεις παρά να τα βάλεις στο μίξερ και να βγάλεις πολιτική ταυτότητα. Μαγειρική. Βέβαια η ίδια η «αγορά» εμπορεύεται τέλεια τόσο την ίδια της την εννοιοδότηση όσο και την καταγγελία της. Περιέχει τους υπερασπιστές, παραγγέλνει και το είδος αποκαθηλωτών. Αυτό το «μαλακό», εύπλαστο και μεταβλητό ιδεολογικό υπέδαφος, η ύλη που συγκροτεί τους πολιτικούς ισχυρισμούς, έχει φράξει τους πόλους της πολιτικής σύγκρουσης, τους έχει αντικαταστήσει, με ηθικολογικά επιχειρήματα και προσωπικές επιθέσεις. Η «κριτική» είναι επί προσωπικού, αποπολιτικοποιώντας εν τέλει.

Το φαινόμενο εδώ και αρκετά χρόνια έχει δημιουργήσει όχι διαμήκεις, ούτε όμως και εγκάρσιες στοιχίσεις διά των οποίων διεξάγεται ο αγώνας εξουσίας. Εχει «απεγκαταστήσει», αποδομήσει το πολιτικό. Το πεδίο διεξαγωγής του πολιτικού ανταγωνισμού (το νέφος που προσπαθώ να περιγράψω) δημιουργεί όχι ακριβώς μια ακαταστασία, όπου χάνονται όρια και ταυτότητες, αλλά μια ινφορμέλ πολιτική χωρικότητα. Ενα τοπίο πολιτικού ντρίπινγκ. Mορφή πολιτικής τάξης σαν ζωγραφική του Τζάκσον Πόλοκ.

Πιθανόν, δεν είναι η παπαγαλία των κληροδοτημάτων που εξαλείφει τις δυνατότητες ουσιώδους σύγκρουσης ή ουσιώδους συμπόρευσης, αλλά η πολιτιστική σαθρότητα της ελληνικής οικονομίας που διοργανώνει μια πολιτική σκηνή – σκιά, μια πολιτική απομνημονευμένων στερεοτύπων.

Ουσιαστικά δεν υπάρχει πραγματική οικονομία. Κυρίως δεν υφίσταται υποκείμενη οικονομική κουλτούρα. Δεν υπάρχουν (ή υπάρχουν ελάχιστα) οικονομικά συμφέροντα «δομής», αλλά ομάδες περιστασιακών ιδιοτελειών, καρφωμένες στον περίγυρο της πολιτικής εξουσίας.

Το δικό μας σύστημα δεν χρειάζεται «καπιταλιστές» (ούτε διαφωνούντες), χρειάζεται κολλητούς. Λομπίστες μικρών ασύντακτων απαιτήσεων. Take away. Αυτό αποσταθεροποιεί τα χαρακτηριστικά των πολιτικών κομμάτων και τη συγκρότησή τους, επομένως και τον τύπο διαλόγου, επιχειρήματος και μάχης. Η πολιτική σύγκρουσή τους μοιραία διαρρέει στο πρόσωπο, αφού δεν μπορεί να ορίσει το λογικό πεδίο, το πολιτικό πλαίσιο. Εκεί παγιδεύεται, από αδυναμία ή πρόθεση, μεγάλο μέρος της κριτικής, της ανάλυσης. Η προσωπική επίθεση είναι το εμπορικό υποκατάστατο της αποδυναμωμένης πολιτικής κριτικής.