Το μυστικό της επιτυχίας της Τσινετσιτά, πριν από μισόν αιώνα και βάλε, ήταν ευφυές στην απλότητά του. Οι εμπνευστές της «Πόλης του Σινεμά» – τεράστια κινηματογραφικά πλατό στα περίχωρα της Ρώμης – σκέφτηκαν να αντιγράψουν όλη την γκάμα των ειδών που παρήγαγε έως τότε το Χόλιγουντ, αλλά πολύ γρηγορότερα και ασυγκρίτως φθηνότερα. Η συνταγή των Ιταλών γνώρισε τόσο μεγάλο σουξέ, ώστε φθάσαμε στο σημείο, εάν ήσουν Αμερικανός, να σε συμφέρει οικονομικά να μεταφερθείς από τις Ηνωμένες Πολιτείες στην Ευρώπη – εσύ και όλο σου το συνεργείο – και να γυρίσεις την ταινία σου στον μισό χρόνο και με τα μισά λεφτά που θα σου κόστιζε στην πατρίδα σου. Ετσι, δίπλα σε κάθε είδος άνθησε η «σπαγγέτι» εκδοχή του, με πιο πετυχημένο το γουέστερν. Το γουέστερν-σπαγγέτι άνοιξε την όρεξη και σε άλλες χώρες να το μιμηθούν αναπροσαρμόζοντάς το στις εθνικές τους ιδιομορφίες. Η μίμηση της μίμησης· χαμός έγινε.

Εν Ελλάδι ανέλαβε μια διαβόλου κάλτσα σχεδόν αποκλειστικά – εργολαβικά, θα λέγαμε – το γουέστερν α λα γκρέκα, ένας προικισμένος ευκολογράφος, ικανός να σου ξεπετάξει μια πλοκή μέχρις ότου εσύ ετοιμάσεις μια μακαρονάδα: ο Νίκος Φώσκολος (1927-2013). Ως σεναριογράφος πρώτα και ως σκηνοθέτης κατόπιν, παρέδωσε μια σειρά από ελληνικά καουμπόικα που πέρασαν κάθε άλλο παρά απαρατήρητα, ένα μάλιστα – «Το χώμα βάφτηκε κόκκινο» (1965) – έφθασε ως τις φιναλίστ υποψηφιότητες του Οσκαρ Ξενόγλωσσης Ταινίας. Αλλο ήταν, όμως, το φωσκολικό masterpiece που χαράχτηκε για πάντα στη μνήμη μου. Κόντευα να κλείσω τα οκτώ μου χρόνια όταν προβλήθηκε στις αίθουσες, προφανώς και δεν επιτρεπόταν να μπω και να το δω (μονάχα την αγριόφατσα του Κώστα Καζάκου να αντίκριζες στην αφίσα, καταλάβαινες ότι θα είναι «κατάλληλον από δεκατριών», εάν όχι «αυστηρώς ακατάλληλον»), αλλά αισθανόμουν ήδη παράφορα ερωτευμένος με τον τίτλο: «Οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω» (1967). Ουάου. Μεγάλη αλήθεια. Βγαλμένη από τη ζωή, που λένε.

Πρόσφατα, πριν από έναν μήνα περίπου, ξανάφερα τον τίτλο συνειρμικά στη σκέψη μου, με ολότελα διαφορετική έως κι εντελώς άσχετη αφορμή. Παρακολουθούσα στην τηλεόραση μια έγκριτη μασκοφόρο επιστήμονα (είμαι σίγουρος ότι, ως σύλληψη και μόνο, θα ξετρέλαινε τον μακαρίτη τον Φώσκολο), την καθηγήτρια Παιδιατρικής Λοιμωξιολογίας Βάνα Παπαευαγγέλου· εξηγούσε όσο πιο παραστατικά μπορούσε την ύπουλη φύση της πανδημίας: «Εχουμε έναν πραγματικό πόλεμο. Εάν έπεφταν σφαίρες, δεν θα χαλαρώναμε και θα μέναμε όλοι στο σπίτι. Δεν θα κοιτάγαμε πώς θα αποφύγουμε τους περιορισμούς, ούτε θα μας δυσαρεστούσε να μείνουμε σπίτι μας».

Αυτομάτως έπιασα τον εαυτό μου να συμφωνεί και να διαφωνεί ταυτοχρόνως με την καθηγήτρια. Επί της βασικής ιδέας, ασφαλώς και συμφωνούσα: δεν στέκεσαι όρθιος κι αγέρωχος αναμένοντας να μη σε πετύχουν οι σφαίρες, τουλάχιστον όχι από τότε που ο Φώσκολος ρητά ξεκαθάρισε ότι οι σφαίρες δεν γυρίζουν πίσω ή για όσο καιρό διατηρείς σώας τας φρένας. Πιθανότατα θα σκύψεις να καλυφθείς, να προφυλαχτείς, να ταμπουρωθείς· το ένστικτο της επιβίωσης θα ενεργήσει για πάρτη σου, ακόμη και αν το νιονιό σου παγώσει από τον τρόμο. Από εκεί κι έπειτα, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι θα τρέξεις στο σπίτι σου να κρυφτείς κάτω από την ποδιά της μαμάς σου. Μπορεί να θελήσεις να ανταποδώσεις τους πυροβολισμούς, να στείλεις ένα βροντερό μήνυμα σε όσους σε έβαλαν στόχο ότι θα τους ξαπλώσεις προτού σε ξαπλώσουν. Το μόνο που αποκλείεται να κάνεις είναι να επιδοθείς σε ένα όργιο παραπληροφόρησης, κακοπιστίας, συνωμοσιολαγνείας και μικροπολιτικής. Αυτή είναι η ειδοποιός διαφορά όταν αντιμετωπίζεις έναν ορατό εχθρό από έναν αόρατο.