Λένε πως η όσφρηση είναι η αίσθηση που συνδέεται περισσότερο με τη μνήμη. Το επιβεβαιώνω. Προσωπικά, το άρωμα του κεριού που σβήνει θα μου θυμίζει για πάντα γενέθλια, η μυρωδιά από τα κουλουράκια το Πάσχα και το άρωμα του ελληνικού καφέ… Η αλήθεια είναι ότι ο ελληνικός καφές φέρνει μαζί του έναν ολόκληρο κόσμο από αναμνήσεις.

Τα πρωινά των καθημερινών, μου θυμίζει τη μαμά μου. Εκείνα τα πολύτιμα λεπτά που ξέκλεβε, κάπου μεταξύ των ετοιμασιών της για το γραφείο – και των δικών μας για το σχολείο –για να πάρουμε μαζί πρωινό, να μας πειράξει, να μας θυμίσει γλυκά, αλλά και με αυστηρότητα, πώς πρέπει να συμπεριφερόμαστε. «Όμορφα, ε!», ήταν πάντα η φράση που έκλεινε το πρωινό μας, την ώρα που φεύγαμε από ένα σπίτι πλημμυρισμένο από το άρωμα του ελληνικού καφέ.

Τα απογεύματα, τη διαδέχεται η γιαγιά από την οποία έμαθα τα μυστικά για τον τέλειο ελληνικό καφέ., Στο τέλος της εφηβείας μου, μεγάλη πια, κάθε απόγευμα, μόλις την άκουγα να σηκώνεται από το κρεβάτι της, έβαζα το μπρίκι στη φωτιά. Τα πράγματα ήταν πάντα πολύ συγκεκριμένα: Ο ελληνικός – πάντα το ίδιο χαρμάνι – ψηνόταν στο γκαζάκι (στο «καμινέτο», θα με διόρθωνε εκείνη), μέχρι να αρχίσει να φουσκώνει Μαζί με το πλούσιο καϊμάκι του, σερβιριζόταν πάντα στο ίδιο φλιτζάνι και αργά – αργά.

Εκείνη μου έλεγε ιστορίες από τα νιάτα της – κι εγώ από τα δικά μου.

Πλέον οι πιο ωραίοι καφέδες, είναι εκείνοι του σαββατοκύριακου. Με κάθε γουλιά, δημιουργούνται και καινούργιες αναμνήσεις. Είναι οι καφέδες που πίνω με τις φίλες μου, για να πούμε τα νέα της εβδομάδας, να παραπονεθούμε, να χαρούμε, να ονειρευτούμε.

Μοιάζουν πολύ με τους καφέδες που έπινε η μαμά μου αλλά και η γιαγιά μου με τις δικές της φίλες. Ωστόσο ο αγαπημένος μας Λουμίδης Παπαγάλος εξακολουθεί να είναι ο ίδιος, όπως και το φλιτζάνι.