Η αντιπαράθεση γύρω από το νομοσχέδιο για τις διαδηλώσεις φέρνει στο προσκήνιο μια αντίφαση που βρίσκεται στον πυρήνα των πολιτικών καθεστώτων που συνηθίσαμε να ονομάζουμε «κοινοβουλευτικές δημοκρατίες»: το γεγονός ότι την ίδια στιγμή που υποτίθεται ότι κορυφαία έκφραση της λαϊκής κυριαρχίας είναι οι εκλογές, αναγνωρίζουμε σαφώς ότι υπάρχει και ένας άλλος τρόπος έκφρασης της λαϊκής απαίτησης που είναι η δημόσια συνάθροιση, η διαδήλωση, νοούμενη στην πραγματικότητα όχι απλώς ως δημόσια έκφραση γνώμης αλλά πολύ περισσότερο ως πραγματική πίεση προς την πολιτική εξουσία.

Με έναν τρόπο, υπάρχει μια όχι και τόσο σιωπηρή παραδοχή ότι οι πολίτες μπορούν να διεκδικήσουν και να επιβάλουν αιτήματά τους όχι μόνο στις εκλογές αλλά και με το να κατέβουν μαζικά στους δρόμους, να καταλάβουν τον δημόσιο χώρο, να διακόψουν την ομαλή λειτουργία της πόλης, να περικυκλώσουν τα κτίρια που στεγάζουν τους κρατικούς θεσμούς, συχνά να δοκιμάσουν να εισβάλουν σε αυτά και να τα καταλάβουν και ενίοτε στη διαδρομή να συγκρουστούν με όργανα της τάξης. Η αναγκαστική παραδοχή αυτή προκύπτει από το γεγονός ότι τα περισσότερα αποφασιστικά βήματα προς τη δημοκρατία από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά έχουν ως ορόσημα και εκτεταμένες «ταραχές», «επεισόδια» και «συγκρούσεις».

Επομένως, οποιαδήποτε προσπάθεια να φαλκιδευτεί ή να ακυρωθεί αυτή η δυναμική αλλά και συνάμα καθοριστική πλευρά της δημοκρατικής πολιτικής που είναι η διαδήλωση στο κέντρο της πόλης, πρέπει να αντιμετωπιστεί ως βήμα που αναιρεί πλευρές της λειτουργίας της δημοκρατίας.

Πλευρές που δεν μπορούν να υποκατασταθούν ούτε από τις εκλογικές διαδικασίες ανά τετραετία ούτε από την απλή έκφραση γνώμης ή διαβούλευσης που προσφέρεται στην ψηφιακή σφαίρα. Ακριβώς για αυτόν τον λόγο, για ένα τέτοιο θεμελιώδες δικαίωμα δεν μπορεί να είναι στη διακριτική ευχέρεια των αρχών το εάν και πώς θα ασκηθεί. Με μία έννοια, η ανυπακοή σε τέτοιους περιορισμούς καθίσταται αναγκαία συνθήκη για την υπεράσπιση μιας κρίσιμης δημοκρατικής πρακτικής.