«Οι  κοινότητες σκέφτονταν σαν επιδημιολόγοι». Με αυτόν τον τρόπο ο ανθρωπολόγος Paul Richards περιέγραψε τον τρόπο που η τελευταία μεγάλη επιδημία του Εμπολα αντιμετωπίστηκε μέσα από την προσπάθεια να αποκτήσουν οι τοπικές κοινότητες γνώση του τρόπου μετάδοσης του ιού και να συμμετάσχουν ενεργά στην προσπάθεια αντιμετώπισής του. Και πιο πρόσφατα ο επίσης ανθρωπολόγος Alex de Waal υπογράμμισε ότι οι επιδημιολόγοι πρέπει να σκέφτονται σαν κοινότητες, δηλαδή να κατανοούν πώς αυτές λειτουργούν. Και οι δύο μαζί σε ένα άρθρο τους στην ιστοσελίδα του BBC, μιλώντας για την πανδημία του κορωνοϊού στην Αφρική, υπογράμμισαν ότι τα μέτρα που θα ληφθούν εκεί θα πρέπει να προσαρμοστούν στην πραγματικότητα των κοινωνιών στις οποίες εφαρμόζονται.

Με τις περισσότερες χώρες να ετοιμάζονται για μια μάχη ενάντια στην πανδημία που θα είναι πιο παρατεταμένη από όσο είχε εκτιμηθεί όταν λήφθηκαν τα πρώτα μέτρα και ταυτόχρονα να αντιμετωπίζουν το μεγάλο κοινωνικό κόστος της μεγαλύτερης οικονομικής ύφεσης από την εποχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το ερώτημα του πώς οι κοινωνίες προσαρμόζονται σε αυτή τη μάχη αποκτά ξεχωριστή σημασία αλλά και δυσκολία. Γιατί όσο δεν μπορεί να είναι λύση ένα γενικό lockdown μέχρι ένα τέλος της πανδημίας που δεν θα έρθει τόσο σύντομα, άλλο τόσο επικίνδυνη θα ήταν μια χαλάρωση μέτρων που θα οδηγούσε σε νέα ανεξέλεγκτα ξεσπάσματα.

Η τάση μετάβασης προς μέτρα περισσότερο στοχευμένα, προς προσαρμογή δραστηριοτήτων στην απαίτηση φυσικής αποστασιοποίησης αντί για την απλή αναστολή τους, προς εναλλαγές περιορισμών και άρσης αυτών με το μικρότερο κόστος και κίνδυνο, απαιτεί μεγαλύτερη και πιο ενεργή συμμετοχή της κοινωνίας στον σχεδιασμό και την εφαρμογή και όχι απλώς σθένος και υπομονή. Χρειάζεται τη γνώση της κοινωνίας από τη μεριά όσων σχεδιάζουν τις πολιτικές αλλά και τη γνώση που διαθέτει η κοινωνία και τη συλλογική επινοητικότητά της. Και φυσικά όλες τις εγγυήσεις ότι ο ορίζοντας είναι η αποφυγή και της κοινωνικής καταστροφής.