Alpha Bank : Οι δηλώσεις κ. κ. Γιάννη Κωστόπουλου στην Γενική Συνέλευση των μετόχων
Μιλώντας στην Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας ο Πρόεδρος της Alpha Bank κ. Γιάννης Κωστόπουλος τόνισε πως οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων θα υποστηριχθούν μόνο εάν οι ιδιώτες μέτοχοι εκτιμήσουν πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζών. Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Γιάννης […]
Μιλώντας στην Τακτική Γενική Συνέλευση των μετόχων της τράπεζας ο Πρόεδρος της Alpha Bank κ. Γιάννης Κωστόπουλος τόνισε πως οι αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου στα πλαίσια της ανακεφαλαιοποίησης των πιστωτικών ιδρυμάτων θα υποστηριχθούν μόνο εάν οι ιδιώτες μέτοχοι εκτιμήσουν πως υπάρχουν οι προϋποθέσεις για ανάκαμψη της χρηματιστηριακής αξίας των τραπεζών.
Ο Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου Γιάννης Σ. Κωστόπουλος ανέφερε τα εξής:
“Η Ελλάδα διέρχεται μία εξαιρετικά δύσκολη οικονομική συγκυρία. Η ύφεση συνεχίζεται για πέμπτη συνεχή χρονιά, με αποτέλεσμα το εθνικό εισόδημα να έχει συρρικνωθεί σωρευτικά κατά 18% περίπου. Η εξέλιξη αυτή συνιστά μία πρωτοφανή επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών της χώρας. Λόγω της κρίσεως δημοσίου χρέους και έχοντας απολέσει την πρόσβαση στις αγορές, η ελληνική οικονομία χρηματοδοτείται σήμερα από τους Ευρωπαίους εταίρους και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Έναντι της χρηματοδοτικής αυτής βοήθειας, η χώρα εφαρμόζει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, με σκοπό την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας και της χρηματοοικονομικής σταθερότητας.
Τα τελευταία δύο έτη, έγιναν σημαντικά βήματα στην εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος. Ωστόσο, σημειώθηκαν καθυστερήσεις και ολιγωρίες, με υψηλό οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Επίσης, η αναδιάρθρωση του δημοσίου χρέους, που επετεύχθη με μεγάλο κόστος για το τραπεζικό σύστημα, δημιουργεί ευνοϊκότερες συνθήκες δημοσιονομικής προσαρμογής. Σε κάθε περίπτωση, η εξυγίανση της ελληνικής οικονομίας δεν νοείται χωρίς τη συνέχιση του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής και διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Πάντως, είναι πλέον προφανές ότι θα πρέπει άμεσα να αναληφθούν και πρωτοβουλίες αναπτυξιακού σκοπού, προκειμένου να βελτιωθεί το επιχειρηματικό κλίμα και να αποκατασταθεί η καταναλωτική εμπιστοσύνη, κατά το δυνατόν ενωρίτερα. Στο πλαίσιο αυτό, για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι απαραίτητη η επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων που θα φέρουν άμεσες ξένες επενδύσεις στην Ελλάδα, καθώς και η επανεκκίνηση των μεγάλων έργων υποδομής, η ταχεία απορρόφηση των πόρων των ευρωπαϊκών διαρθρωτικών ταμείων, καθώς και η πληρωμή των ληξιπρόθεσμων υποχρεώσεων του ελληνικού δημοσίου προς τις επιχειρήσεις. Μόνο έτσι, μπορεί να αρχίσει να αποκαθίσταται η εμπιστοσύνη, που είναι προϋπόθεση αντιστροφής του κύματος φυγής των καταθέσεων και, εν τέλει, της επανεκκινήσεως της οικονομίας. Μόνο έτσι, θα μπορέσει και το τραπεζικό σύστημα, σε συνθήκες μεγαλύτερης πολιτικής σταθερότητας και θετικών προσδοκιών, να διοχετεύσει ρευστότητα στην οικονομία.
Οι χρηματοδοτικές δυνατότητες των τραπεζών περιορίσθηκαν σημαντικά μετά τον αποκλεισμό τους από τις διεθνείς αγορές και την υποχώρηση των καταθέσεων. Από τα τέλη του 2009, άρχισε η εκροή καταθέσεων από το τραπεζικό σύστημα, λόγω της πολιτικής αστάθειας και της οικονομικής αβεβαιότητας, που προκάλεσε η δημοσιονομική κρίση. Μέχρι σήμερα, οι απώλειες καταθέσεων έχουν προσεγγίσει τα Ευρώ 80 δισ. Τις τελευταίες, όμως, ημέρες, καταγράφεται επιστροφή καταθέσεων στο σύστημα, καθώς ένα μέρος της πολιτικής αβεβαιότητας έχει εκλείψει μετά τις εκλογές. Σε όλη αυτήν την περίοδο, τα υπόλοιπα χορηγήσεων παρέμειναν σε σχετικά υψηλό επίπεδο, διασφαλίζοντας τη συνέχιση της οικονομικής δραστηριότητας για πολλές επιχειρήσεις. Σημειώνεται, ότι εν μέσω μίας άνευ προηγουμένου οικονομικής δυσπραγίας, οι τράπεζες στάθηκαν στο πλευρό της πελατείας, με κάθε είδους διευκολύνσεις και ρυθμίσεις.
Η διατήρηση των χορηγήσεων, παρά τη συρρίκνωση των καταθέσεων, κατέστη δυνατή, από τη ρευστότητα που παρέχει στις τράπεζες η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα και η Τράπεζα της Ελλάδος, στη βάση ενεχύρου επί των περιουσιακών στοιχείων των τραπεζών. Στη διαδικασία αυτή, σημαντικό ρόλο είχαν και τα κυβερνητικά μέτρα ενισχύσεως της ρευστότητας της ελληνικής οικονομίας. Τα μέτρα αυτά αφορούσαν κυρίως σε κρατικές εγγυήσεις για την άντληση ρευστότητας από το Ευρωσύστημα και όχι, όπως εικάζουν μερικοί, με την καταβολή μετρητών από τον Προϋπολογισμό προς τις τράπεζες. Σε κάθε περίπτωση, το Ευρωσύστημα δεν είναι δυνατόν να αποτελέσει μόνιμη πηγή χρηματοδοτήσεως των τραπεζών υποκαθιστώντας τις καταθέσεις και τη λειτουργία των αγορών. Η επικείμενη ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών ενισχύει τη φερεγγυότητα των τραπεζών. Δεν πρόκειται, όμως, αφ΄ εαυτής να δημιουργήσει ρευστότητα, χωρίς την επιστροφή των καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα. Με την ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, μέσω των πόρων του Ευρωπαϊκού Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητoς, αποκαθίστανται οι δείκτες κεφαλαιακής επάρκειας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Μετά την αναδιάρθρωση του χρέους του Ελληνικού Δημοσίου, οι δείκτες αυτοί μειώθηκαν δραματικά λόγω της απομειώσεως των ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, αλλά και άλλων δανείων εγγυημένων από το κράτος, που είχαν οι τράπεζες στο χαρτοφυλάκιό τους. Από τη συμμετοχή του ιδιωτικού τομέα στην ανταλλαγή ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου, οι τέσσερεις μεγαλύτερες ελληνικές τράπεζες κατέγραψαν ζημίες Ευρώ 25 δισ. περίπου.
Ωστόσο, η ανακεφαλαιοποίηση πρέπει να γίνει με τρόπο, ώστε να διασφαλίζεται η σταθερότητα και η ακεραιότητα του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Έτσι, η μέγιστη δυνατή συμμετοχή ιδιωτικών κεφαλαίων στην ανακεφαλαιοποίηση είναι στοιχείο απαραίτητο για την αποκατάσταση του ιδιωτικού χαρακτήρος της μετοχικής συνθέσεως των τραπεζών, στο μέλλον. Ένας υγιής και δραστήριος τραπεζικός τομέας, με την ευελιξία και τη δυναμική που μόνο η ιδιωτική πρωτοβουλία μπορεί να προσδώσει, θα συμβάλει τα μέγιστα στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων και στην χωρίς καθυστέρηση ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας. Χωρίς τραπεζικές διοικήσεις που θα απολαμβάνουν της εμπιστοσύνης των αγορών και της κοινωνίας, όχι μόνο δεν θα υπάρξει ανάκαμψη, αλλά η ελληνική οικονομία θα εισέλθει σε μία νέα περίοδο αναξιοπιστίας με δυσμενείς για τις προοπτικές της χώρας επιπτώσεις.
Οι επικείμενες αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου των τραπεζών θα στηριχθούν από ιδιωτικά κεφάλαια, μόνον εφόσον οι ιδιώτες μέτοχοι προσβλέπουν με εμπιστοσύνη στην ανάκαμψη των χρηματιστηριακών αξιών μεσοπρόθεσμα, μέσω της εξυγιάνσεως της ελληνικής οικονομίας και της αποκαταστάσεως της φερεγγυότητας του κράτους. Οι άνθρωποι αυτοί συνέβαλαν στο παρελθόν καθοριστικά στην ανάπτυξη της χώρας μας επενδύοντας τις οικονομίες τους στο Χρηματιστήριο και ειδικότερα στις μετοχές των ελληνικών τραπεζών. Σήμερα, καλούνται να συμμετάσχουν ξανά σε αυξήσεις κεφαλαίων, αν και έχουν χάσει τις αποταμιεύσεις μίας ζωής. Θα το κάνουν, μόνον εάν τους δοθεί η ευκαιρία να επανακτήσουν κάποιο μέρος από τη χαμένη περιουσία τους. Χωρίς δική τους υπαιτιότητα, τους αφαιρέθηκε η περιουσία με κρατικές διατάξεις και πρακτικές, όπως η απαγόρευση διανομής μερίσματος και η αδυναμία του κράτους να εξυπηρετήσει τις δανειακές του υποχρεώσεις. Η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών θα ολοκληρωθεί με τον έναν ή με τον άλλον τρόπο. Αυτό που είναι, όμως, εξίσου σημαντικό, είναι να μην εξαφανισθεί στην πορεία ο ιδιώτης που επενδύει και περιμένει κάποια απόδοση. Διότι κάτι τέτοιο θα έχει δραματικές συνέπειες για την οικονομία και την ευημερία της χώρας.
Η Alpha Bank συνεχίζει την προσπάθεια ανακτήσεως της αναπτυξιακής της πορείας, έχοντας εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της και πίστη στις προοπτικές της. Από τις σημαντικότερες προκλήσεις που έχει να αντιμετωπίσει η Τράπεζα όσον αφορά στην ομαλή συνέχιση της επιχειρηματικής της δραστηριότητας είναι η εξασφάλιση της απαιτούμενης ρευστότητας για τη χρηματοδότηση των εργασιών της και η επάρκεια των εποπτικών της κεφαλαίων. Επίσης, στις προτεραιότητές μας, εξακολουθούν να εντάσσονται η αποτελεσματική διαχείριση του πιστωτικού κινδύνου και ο περαιτέρω περιορισμός του κόστους λειτουργίας.
Η Alpha Bank, με υπευθυνότητα και σύνεση, θα συνεχίσει να στηρίζει τους Πελάτες και να διασφαλίζει τα συμφέροντα των Μετόχων, ενισχύοντας τις μεταξύ τους σχέσεις εμπιστοσύνης, όπως άλλωστε έκανε από ιδρύσεώς της. Στην προσπάθεια αυτή, το ισχυρό μας συγκριτικό πλεονέκτημα είναι οι Εργαζόμενοί μας, προς τους οποίους εκφράζω για άλλη μία φορά τις ειλικρινείς μου ευχαριστίες”.