Στο κυβερνητικό πολιτικό αφήγημα κυριαρχεί μια αρχή, εμμονή θα μπορούσε να χαρακτηριστεί. Σύμφωνα με αυτή η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη είναι η καλύτερη δυνατή που μπορούμε να έχουμε. Οτιδήποτε άλλο θα ήταν μια πολιτική καταστροφή. Ο κόσμος που ζούμε έχει προβλήματα, αλλά είναι ο καλύτερος δυνατός. Κατά συνέπεια οι ψηφοφόροι δεν έχουν άλλη επιλογή από το να στηρίξουν τη Νέα Δημοκρατία ακόμη και εάν διαφωνούν μαζί της.

Φαινομενικά η μετάπτωση από το «είμαστε το καλύτερο κόμμα» στο «είμαστε η καλύτερη δυνατή επιλογή που μπορείς να έχεις», φαίνεται μικρή. Όμως, είναι πολύ σημαντική. Η Νέα Δημοκρατία ξέρει καλά ότι οι πολιτικές της φαντάζουν προβληματικές σε μεγάλο μέρος του εκλογικού σώματος, ενώ αρκετοί πιστεύουν ότι ως προς τους θεσμούς «δεν παίζει με τους κανόνες του δημοκρατικού παιχνιδιού». Άρα, γνωρίζει ότι δεν μπορεί να πείσει ότι αποτελεί μια πραγματικά καλή επιλογή.

Τι της απομένει; Να ισχυριστεί ότι μόνο αυτή μπορεί να προσφέρει τον «καλύτερο δυνατό κόσμο». Δηλαδή, οποιαδήποτε άλλη πολιτική επιλογή θα είναι πολύ χειρότερη: θα κινδυνεύσει η σταθερότητα και η οικονομία, θα οδηγήσει σε απώλεια των όποιων στοιχείων ευημερίας κατακτήθηκαν ως τώρα, θα υπονομεύσει το μέλλον της χώρας. Άρα ακόμη και με μισή καρδιά οι ψηφοφόροι θα πρέπει να στηρίξουν ξανά τη Νέα Δημοκρατία.

Η επιλογή της δεν είναι τυχαία. Η Νέα Δημοκρατία ξέρει πολύ καλά ότι πάμε για εκλογική αναμέτρηση τουλάχιστον δύο γύρων. Τα δημοσκοπικά δεδομένα δείχνουν ότι η Νέα Δημοκρατία δεν πρόκειται να πάρει στις επόμενες εκλογές πάνω από 30%. Ποσοστό, που πέφτει κατακόρυφα στις ειδικές ποιοτικές μετρήσεις που έχει στα χέρια της η κυβέρνηση και οι αντίπαλοί της, πολιτικοί και όχι μόνο. Βάσει αυτών των μετρήσεων με κόμμα Τσίπρα, Καρυστιανού και ενδεχομένως Σαμαρά, η Νέα Δημοκρατία μετά βίας αγγίζει ποσοστό αντίστοιχο του Μαΐου 2012, δηλαδή συγκεντρώνει περίπου 18%, με ειδικούς να εκτιμούν ότι βαδίζουμε προς ένα πρωτόγνωρο πολιτικό σκηνικό που θυμίζει κινούμενη άμμο. Επομένως, δεν υπάρχει κανένα ενδεχόμενο αυτοδυναμίας. Αυτό εκ των πραγμάτων θα οδηγήσει σε επόμενες εκλογές. Είναι σαφές ότι θα υπάρξει μια πίεση προς άλλα κόμματα, πρωτίστως το ΠΑΣΟΚ, να στηρίξουν μια κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας, όμως προφανώς και δεν θα ευοδωθεί. Άρα θα πάμε σε δεύτερες εκλογές. Σε αυτές το κλίμα θα γίνει εκβιαστικό και η Νέα Δημοκρατία θα προσπαθήσει να πιέσει τους ψηφοφόρους της να συσπειρωθούν απέναντι στον όποιον κίνδυνο υπάρχει απέναντί τους, επενδύοντας στον κοινωνικό αυτοματισμό και τον διχασμό.

Για να περάσει αυτός ο εκλογικός εκβιασμός θα πρέπει η Νέα Δημοκρατία να έχει πείσει σημαντικό τμήμα του εκλογικού σώματος ότι τα αντίπαλα κόμματα δεν έχουν βιώσιμο και εφαρμόσιμο πρόγραμμα και οι πολιτικές επιλογές τους απειλούν να «ρίξουν ξανά τη χώρα στα βράχια». Δηλαδή, θα πρέπει να έχει πείσει ότι κανένα άλλο κόμμα δεν έχει ένα εφικτό εναλλακτικό πρόγραμμα που να μπορεί να φαντάζει ικανό και εφαρμόσιμο στα μάτια της κοινωνίας.

Προφανώς, θα μπορούσε να πει κανείς ότι μια τέτοια προσπάθεια να πειστεί η κοινωνία ότι ζει στον «καλύτερο δυνατό κόσμο», την ώρα που αντιμετωπίζει την έκρηξη του κόστους ζωής, τη διάλυση των υπηρεσιών του δημοσίου, τη διασπάθιση δημόσιων και κοινοτικών πόρων, την περιφρόνηση των θεσμών, πολύ δύσκολα μπορεί να πετύχει.

Ωστόσο, σε μια κοινωνία μειωμένων προσδοκιών, που δεν έχει απαλλαγεί από το τραύμα των μνημονίων, και που βλέπει μια κατακερματισμένη και χωρίς στρατηγική αντιπολίτευση μια τέτοια ρητορική μπορεί και να έχει κάποια απήχηση.

Και αυτή είναι η πραγματική πρόκληση σήμερα στη χώρα μας. Το ζήτημα δεν είναι να έχουμε κόμματα που, χωρίς να δίνουν πολιτική διέξοδο, απλώς να εκπροσωπούν την οργή και τον θυμό, όσο σημαντικά και δικαιολογημένα και εάν είναι τέτοια αισθήματα. Ούτε κόμματα που, χωρίς σχέδιο και εναλλακτική προοπτική, βασικά να υπεραμύνονται της ανατροπής της σημερινής κυβέρνησης, όσο αναγκαία και επιτακτική και εάν είναι η πολιτική αλλαγή. Γιατί αυτό που φαινομενικά τους δίνει απήχηση αυτή τη στιγμή και ακροατήριο, την κρίσιμη ώρα του εκβιασμού από τη Νέα Δημοκρατία θα είναι το μεγαλύτερο πρόβλημά τους.

Το ζήτημα είναι να υπάρξουν αξιόπιστες πολιτικές προτάσεις για πραγματικές αλλαγές και τομές, αλλά ταυτόχρονα να αποπνέουν κυβερνησιμότητα. Δηλαδή, να πείθουν ότι υπάρχει όντως εναλλακτική και άρα να εξηγούν γιατί τελικά δεν ζούμε στον «καλύτερο δυνατό κόσμο» και ότι «ένας άλλος κόσμος είναι εφικτός». Ένας κόσμος που εκβιαστικές τακτικές σαν αυτή της Νέας Δημοκρατίας περί αδιεξόδων και έλλειψης εναλλακτικών επιλογών αποτυγχάνουν πλήρως και απορρίπτονται ως αντιδημοκρατικές.