Το πλούσιο σε περιεχόμενα τεύχος της 1ης Απριλίου που αφιέρωσε η «Νέα Εστία» στη μνήμη του Ιωάννη Συκουτρή με τη συμπλήρωση 20 χρόνων από τον εκούσιο και τόσο πρόωρο θάνατό του (ήταν τότε μόλις 36 ετών), δεν είναι μόνο φόρος τιμής, αλλά και ουσιαστική συμβολή στη γνωριμία και αξιολόγηση του προσώπου και του έργου του. Από τα μελετήματα του τεύχους, και ιδίως από τις δημοσιευόμενες σελίδες του ίδιου του Συκουτρή (από την εργασία του απάνω στον «Επιτάφιο» του Δημοσθένη, που τώρα πρωτομεταφράζεται ελληνικά από το γερμανικό πρωτότυπο, από μια σειρά ανέκδοτων μαθημάτων του, καθώς και από 12 γράμματά του), βγαίνει, πολύ περισσότερο από ό,τι έγινε έως τώρα, φωτισμένος και δικαιωμένος αυτός ο αθλητής του πνεύματος, που υπήρξε ένας βαθυστόχαστος φιλόλογος, ένας αγαπημένος δάσκαλος, άνθρωπος τραγικός. Τούτο δεν γίνεται συχνά στα λεγόμενα τιμητικά τεύχη ή αφιερώματα, και γι’ αυτό δίκαιος έπαινος αξίζει στη διεύθυνση της «Νέας Εστίας», στη σύζυγο και στους μαθητές του Συκουτρή, που έκαναν το μνημόσυνό του με τόσο σεμνό και ουσιαστικό τρόπο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Όταν διαβάση κανείς τη μελέτη που νεώτατος εδημοσίευσε ο Συκουτρής στο γερμανικό φιλολογικό περιοδικό «Ερμής» για ν’ αποδείξη τη γνησιότητα του «Επιταφίου» του Δημοσθένη (σ’ αυτήν εστηρίχθηκε ο οίκος Τόυμπνερ και του ανέθεσε να συνεχίση την έκδοση των έργων του Δημοσθένη), θα καταλάβη, κι’ ας μην είναι ειδικός στα θέματα αυτά, με πόση κριτικήν οξυδέρκεια ήταν προικισμένος ο Συκουτρής και τι ισχυρός ήταν ήδη ο φιλολογικός οπλισμός του σε μιαν ηλικία που οι πλείστοι συνήθως ψελλίζουν τη δύσκολη γλώσσα της επιστήμης. Τον «Επιτάφιο», από τους χρόνους κιόλας του Διονυσίου του Αλικαρνασσέα, τον θεωρούσαν οι φιλόλογοι νόθο, με το επιχείρημα ότι και ως σύνθεση και ως ύφος ελάχιστα «δημοσθενίζει». Ο Συκουτρής τον αναλύει πρώτα μεθοδικά στα συστατικά του μέρη, για να δείξη ότι η δομή του είναι σύμφωνη με τον καθερωμένο στο είδος τούτο του επιδεικτικού λόγου κανόνα. Ύστερα, αναλύοντας τη γλώσσα του κειμένου και επισημαίνοντας ωρισμένα χαρακτηριστικά για το δημοσθένειο ύφος φραστικά στοιχεία, αποδείχνει με αριθμούς (κατά τη μοντέρνα φιλολογική μέθοδο της στατιστικής) ότι άριστα μπορεί ο λόγος αυτός να έχη γραφή από τον δεινό Αθηναίο ρήτορα των πολιτικών δημηγοριών. Ευφυέστατος είναι ο τρόπος με τον οποίο αντιστρέφει το κύριο επιχείρημα των αντιπάλων της γνησιότητας, ότι μορφολογικά πολύ λίγο μοιάζει ο «Επιτάφιος» με τους άλλους, τους αναμφισβήτητα έγκυρους του Δημοσθένη: μα αν ήταν πλαστός, λέγει, ο πλαστογράφος θα φρόντιζε με κάθε μέσον να παραγεμίση το κείμενό του με δημοσθένεια σχήματα, για ν’ αφοπλίση τους καχύποπτους αναγνώστες. Μόνο ο αυθεντικός συγγραφέας, όταν δοκιμάζη τις δυνάμεις του σε άλλο είδος λόγου, διαφορετικό από τα συνηθισμένα του, όχι μόνο δεν δυσκολεύεται, αλλά και προσπαθεί να απομακρυνθή από την έως τώρα τροχιά του, και για να προσαρμοσθή σε τύπους καθιερωμένους από την παράδοση του είδους, και για να δείξη τι είναι ικανός να κάμη ακόμη και σε άλλες περιοχές του έντεχνου λόγου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 17.4.1958, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Εξαιρετικό ενδιαφέρον έχει το τελευταίο χειρόγραφο του Συκουτρή, ένα είδος φιλολογικής διαθήκης, που το έγραψε στον Ακροκόρινθο την ημέρα του θανάτου του (21 Σεπτεμβρίου 1937) και που τώρα για πρώτη φορά δίνεται στη δημοσιότητα από τη σύζυγό του. Αφήνει παραγγελίες για την έκδοση της «Ποιητικής» του Αριστοτέλη (τη μετάφραση είχε κάνει ο Σίμος Μενάρδος, αλλ’ αυτός την επεξεργάστηκε και πρόσθεσε μια μακρά και διαφωτιστική Εισαγωγή που έμεινε ημιτελής): «Η Ποιητική θα εκδοθή όσο μέρος ετυπώθηκε… Το υπόλοιπον μέρος της Εισαγωγής δεν εστάθη δυνατόν να γραφή· ό,τι υπάρχει δεν είναι δημοσιεύσιμον». Όταν τυπώθηκε το βιβλίο από την Ακαδημία, αυτή η ημιτελής Εισαγωγή, καθώς άφηνε στα αποσιωπητικά της τελευταίας σελίδας να προβάλλη ο αδόκητος θάνατος του συγγραφέα, γεννούσε θλίψη. Το κενό έκανε ακόμη μεγαλύτερην αίσθηση, γιατί ένα από τα σοβαρώτερα και τα πιο επίμαχα ζητήματα της αριστοτελικής Αισθητικής, την «κάθαρσιν των παθημάτων», δεν είχε προλάβει να το εξετάση και να το διαλευκάνη ο σχολιαστής. Στο σχετικό χωρίο του κειμένου μια υποσημείωση έλεγε ότι για την «κάθαρση» μιλεί στην Εισαγωγή, εκεί όμως τίποτα δεν υπάρχει. Τώρα γνωρίζομε το γιατί. Και γνωρίζομε μάλιστα, χάρη στο τελευταίο τούτο χειρόγραφο, κάτι πολύ περισσότερο: τι εξήγηση θα προσπαθούσε να δώση στην «κάθαρση των παθημάτων» ο Συκουτρής. «Εκεί θα ανέπτυσσε», γράφει, «και την ιδικήν του θεωρίαν περί καθάρσεως, την οποίαν αυτοτελή και ασύνδετον ως τώρα με το υπόλοιπον της Ποιητικής συνέδεεν ο συγγραφεύς με τα περί του καθόλου: ήτο η καθολικοποίησις των ελεεινών και φοβερών παθημάτων μέσα εις την ψυχήν του θεατού, ο οποίος με τον έλεον και τον φόβον, που του προκαλεί ο ποιητής, αισθάνεται τα γινόμενα επί σκηνής ως ιδικήν του υπόθεσιν, ως υπόθεσιν πανανθρώπινον μάλλον. Έτσι καθήρετο το απλούν συμπτωματικόν μυθικόν γεγονός» («Νέα Εστία» 1ης Απρ. 1958, σελ. 543).


Συμβαίνει να έχω, από χρόνια πολλά, ασχοληθή με το πρόβλημα τούτο. Και η έρευνα η δική μου, φιλολογική και αισθητική, έχει καταλήξει σε συμπέρασμα που τώρα με ευχάριστη έκπληξη βλέπω ότι βρίσκεται στην ίδια γραμμή με την εξήγηση του Συκουτρή. «Όχι με εικόνες φρίκης και απόγνωσης», γράφω απάνω στο θέμα τούτο, «αλλά με το βαθύτερο, το δραματικό νόημα που έχουν τα φοβερά και ελεεινά γεγονότα για το θεατή-άνθρωπο που βλέπει απάνω στη σκηνή να πονούν και να βασανίζωνται ήρωες-άνθρωποι όμοιοί του, δίνει η δραματική ποίηση όχι πια τον κοινό, αλλά τον τραγικό έλεο και φόβο, δηλ. ανώτερες, έλλογες συγκινήσεις. Την κάθαρση λοιπόν των συναισθημάτων θα την επιτελέση ο μύθος με το ηθικό (στην πλατύτερη σημασία του όρου), με το ανθρώπινο, καθώς θα λέγαμε σήμερα, περιεχόμενό του. Ο Αριστοτέλης το στοιχείο αυτό το ονομάζει φιλάνθρωπον. Μέσα στο φιλάνθρωπον που είναι μια πολυσύνθετη έννοια, πρέπει να εννοήσωμε και το αίσθημα της δικαιοσύνης στη λεπτότερη και ανώτερη εκδήλωσή του, και τη βαθύτερη συμπάθεια που αισθάνονται οι εκλεκτοί άνθρωποι για τους ομοίους τους, και που θεμελιώνονται στο συνυπεύθυνο και στην αλληλεγγύη, στην κοινή ευθύνη και τύχη απέναντι στους νόμους της ζωής και στις βουλές της μοίρας» (μέσα στο τελευταίο βιβλίο μου «Φιλοσοφία και Παιδεία», σελ. 304-305). Συναντήσεις σαν αυτήν, μέσα στην περιοχή της επιστημονικής έρευνας, εδραιώνουν την πεποίθηση ότι δεν βρισκόμαστε μακριά από το δρόμο της αλήθειας.


Στο μελέτημα που του αφιερώνει ο Βασ. Τατάκης, φίλος του Συκουτρή από τα εφηβικά χρόνια («Η πνευματική του πορεία», «Νέα Εστία», σελ. 471-478), αναλύει με βλέμμα οξύ τη φιλοσοφία της ζωής του και δείχνει πόσο ο ιδεοπαρμένος από τον Πλάτωνα και την αριστοκρατικότητα του Ελληνικού Λόγου στοχαστής σιγά-σιγά προσανατολίζεται προς ένα «μυστικόν», εκστατικόν ηρωισμό και γίνεται ερασιθάνατος (σ.σ. εραστής του θανάτου). Οι ανέκδοτες σελίδες του Συκουτρή που δημοσιεύονται τώρα, ιδίως η εισαγωγή του στον πλατωνικό «Φαίδωνα», όπου το υποστασιακό βάθος του βιώματος του θανάτου αναλύεται με τρόπο που θυμίζει πολύ τον Heidegger (έχει τάχα επηρεασθή από τον υπαρξισμό ο Συκουτρής; Αυτό θα άξιζε να ερευνηθή), και το τελευταίο χειρόγραφο του Ακροκορίνθου, επιβεβαιώνουν την υπόθεση ότι κάτι σκοτεινότερο και βαθύτερο από τον εκνευρισμό και τις απογοητεύσεις έσπρωξε αυτόν τον τραγικό άνθρωπο έως τον εκούσιο θάνατο. Όταν στο τελευταίο του χειρόγραφο εξηγή πώς λογάριαζε να συμπληρώση την εισαγωγή του στην Ποιητική του Αριστοτέλη, σημειώνει ο ίδιος: «Ήλπιζε πως θα επρόφθαινεν… Μα ο έρως θανάτου είναι ισχυρότερος από κάθε έρωτα: έρωτα ανθρώπων, έρωτα παιδείας, έρωτα γης και φωτός…» Τώρα που ξέρομε τι συνέχειαν είχαν αυτές οι σκέψεις, τις διαβάζομε με ρίγος. Στάθηκε λοιπόν δυνατόν μια διαλεκτική ιδεών, σαν την πλατωνική, που δένει σφιχτά τον πόθο της τελειότητας του «Συμποσίου» με τη μελέτη θανάτου του «Φαίδωνος», να γίνη (τόσο αναπότρεπτα, τόσο αποφασιστικά, τόσο τέλεια) κορύφωση και μαζί κατάλυση ζωής μέσα στην ύπαρξη ενός εκλεκτού ανθρώπου;

*Κείμενο του αειμνήστου Ευάγγελου Παπανούτσου, που έφερε τον τίτλο «Έρως θανάτου» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Πέμπτη 17 Απριλίου 1958.


Ο Ευάγγελος Παπανούτσος

Ο εξέχων παιδαγωγός, φιλόσοφος και δοκιμιογράφος του 20ού αιώνα (1900-1982) είχε αφιερώσει στον Συκουτρή και ένα ακόμα κείμενό του δημοσιευμένο στο «Βήμα», το οποίο είχαμε παρουσιάσει σε παλαιότερο άρθρο μας.

Ο διαπρεπής φιλόλογος Ιωάννης Συκουτρής, στον οποίον έχουμε ήδη αφιερώσει αρκετά άρθρα μας, αποτέλεσε μια από τις πλέον σημαντικές προσωπικότητες του πνευματικού βίου της χώρας μας κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου.


Ο Συκουτρής υπήρξε μια επιστημονική προσωπικότητα διεθνούς εμβέλειας, ένας στοχαστής εμπνευσμένος, ένας άνθρωπος ευαίσθητος και υψηλόφρων.


Ο Ιωάννης Συκουτρής γεννήθηκε στη Σμύρνη την 1η Δεκεμβρίου 1901 και αυτοκτόνησε σε ένα δωμάτιο ξενοδοχείου της Κορίνθου στις 21 Σεπτεμβρίου 1937.