Η μάνα μου… Ο πρώτος, ο πιο παλιός κι ο πιο αγαπημένος συμμαθητής μου… Δεν έμαθα ποτέ το πραγματικό της όνομα. Άλλοτε την έλεγαν Λίζα, άλλοτε Ολυμπία, άλλοτε Λουίζα, άλλοτε Ολυμπιάδα, ανάλογα με τη διάθεσή της. Ούτε και την πραγματική της ηλικία έμαθα ποτέ: όταν ήμουν μικρό παιδί, μου διηγόταν πως ήρθε απ’ τη Ρωσία, το Νοβοροσίσκι, όπου είχε γεννηθεί, το 1922, σε ηλικία 6 χρόνων. Άρα ήταν γεννημένη το 1916. Όσο περνούσαν όμως τα χρόνια, μίκραινε. Μου έλεγε πια πως είχε έρθει απ’ τη Ρωσία το ’25. Αργότερα, την άκουσα να ορκίζεται πως, όταν μπήκαν οι Γερμανοί στην Ελλάδα, ήταν 16 χρόνων! Δηλαδή είχε γεννηθεί το 1925! Που θα πει ότι εμένα με είχε κάνει όταν ήταν… δέκα χρόνων κοριτσάκι!


Ήταν όμορφη. Είχε πελώρια μάτια, γαλάζια προς το πράσινο, πράσινα προς το γαλάζιο, κι άλλες φορές γκρίζα, μ’ ένα ασημογάλανο ασπράδι. Και τραγουδούσε: «Α για μπλούτσκα / τα μάλα σόλναγια». Κι αμέσως ύστερα: «Σουρωμένος θα ’ρθω πάλι / στα παραθυράκια σου…» Κι αυτά τα τραγούδια τα ’λεγε πάνω απ’ το κρεβάτι μου, όχι μόνο όταν ήμουνα μικρός, αλλά και ίσαμε που τέλειωσα το Γυμνάσιο!


«ΤΑ ΝΕΑ», 4.11.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήταν έξυπνη — σπίρτο το ’41, μέσα σε δύο τρεις μήνες κατάφερε να μάθει εκατό, διακόσιες λέξεις και να συνεννοείται στα γερμανικά μια χαρά. Ακόμα βουίζει στα αφτιά μου το: «Άλες κάουφεν καμαράντ», που επαναλάμβανε θριαμβευτικά, κάθε τόσο, καθώς άφηνε πάνω στο μοναδικό τραπέζι του σπιτιού, εκεί στη μέση του δωματίου, πότε μια κονσέρβα με λουκάνικα και φασόλια, πότε μια κουραμάνα, πότε ένα κομμάτι μαλακό τυρί, τυλιγμένο με ασημόχαρτο.


«ΤΑ ΝΕΑ», 4.11.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Δεν σήκωνε μύγα στο σπαθί της. Δίπλα μας, σ’ ένα άλλο δωμάτιο, έμενε η κυρα-Καλλιόπη, που ’χε δύο κόρες και καμωνόταν την πλούσια. Η κυρα-Καλλιόπη, λοιπόν, καίτοι φτωχιά κι αυτή, για να μπει στο μάτι της μάνας μου, τον καιρό της μεγάλης πείνας, φώναζε στις κόρες της κάθε τόσο: «Καίτη, Λόλα, σας έχω πει χίλιες φορές να μην πετάτε κομμάτια από σοκολάτες κάτω απ’ τα κρεβάτια σας! Υπάρχουν παιδάκια που δεν έχουν να φάνε ούτε ξερό ψωμί…» Η μάνα μου, που ήξερε πως όλ’ αυτά για τις σοκολάτες ήταν ψευτιές και φιγούρες, με χάιδευε, μου ’δινε ένα φιλί, κι ύστερα μου ψιθύριζε συνωμοτικά και άγρια: «Τώρα θα δεις τι θα της κάμω!» Κι αμέσως έβγαινε στο μπαλκονάκι, δήθεν για ν’ απλώσει στο σκοινί ένα ρούχο, και τραγουδούσε: «Έχω γιο κι έχω χαρά / που θα γίνω πεθερά / έχεις κόρες κι έχεις πίκρα / που θα υφαίνεις μέρα-νύχτα…» Μια, δυο, τρεις φορές. Ώσπου η «πλούσια», με τις δύο κόρες, να κλειδωθεί στο σπίτι της και να μη βγάζει άχνα! Όλη μέρα. Και την άλλη. Και την παράλλη…


«ΤΑ ΝΕΑ», 4.11.1995, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ήταν μάγισσα! Ένα μεσημέρι πεινούσα πολύ. Αποβραδίς είχε μείνει στο ντουλάπι μια κονσέρβα, για ώρα ανάγκης, με δύο κουταλιές φασόλια. Πήρε την κονσέρβα στα χέρια της κι άρχισε να τραγουδάει και να χορεύει. Ύστερα έχωσε το μεγάλο δάχτυλο του χεριού της μέσα στην κονσέρβα, έβαλε πάνω στο νύχι της, σαν να ’ταν φτυαράκι, ένα φασόλι με λίγο ψωμί και μου ’δωσε να φάω. Κι ύστερα πάλι και πάλι. Πάντα με το τραγούδι και το χορό. Ένα, δύο, πέντε, δέκα φασόλια. Πάνω στο νύχι. Και με το ζουμί. Κόμπο-κόμπο. Ώσπου ήρθα και χόρτασα.


Μπορούσε να κάνει θαύματα: ο πατέρας μου ήταν άρρωστος, φυματικός. Εκείνη μόλις είχε γεννήσει τον μικρό μου αδελφό. Πόλεμος, πείνα, δυστυχία. Ένας γιατρός τής είπε πως ο πατέρας μου θα πέθαινε, αν δεν έπινε κάθε μέρα ένα ποτήρι γάλα. Ένα απόγευμα, που έλειπε ο πατέρας μου απ’ το σπίτι, μου λέει προστακτικά: «Πάρε έναν κεσέ κι έλα κοντά μου!» Πήρα τον κεσέ και πήγα κοντά της. Και, κατάπληκτος, την είδα να ξεκουμπώνεται, να βγάζει έξω το στήθος της, να το πιέζει και να γεμίζει με γάλα τον κεσέ που κρατούσα — γάλα που, απ’ το ίδιο βράδυ, άρχισε να πίνει ο πατέρας μου και να κρατιέται στη ζωή… (Ύστερα από χρόνια διάβασα «Τα Σταφύλια της Οργής». Και τρόμαξα! Ο Στάινμπεκ, σε κάποιο σημείο του βιβλίου, έχει μια σκηνή ίδια μ’ αυτήν που έζησα εγώ με τη μάνα μου!)

*Απόσπασμα από δισέλιδο άρθρο των «Νέων» αφιερωμένο στον Λευτέρη Παπαδόπουλο. Είχε δημοσιευτεί στο φύλλο της 4ης Νοεμβρίου 1995, με αφορμή την κυκλοφορία του αφηγήματος του Παπαδόπουλου υπό τον τίτλο «Οι παλιοί συμμαθητές» (εκδόσεις Καστανιώτη).


Για το περιεχόμενο του βιβλίου του ο συγγραφέας σημείωνε στον Πρόλογο και τα εξής:

«Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο τα παιδιά που πηγαίναμε μαζί τους στην ίδια τάξη ή στο ίδιο σχολείο. Οι παλιοί συμμαθητές μας, για μένα τουλάχιστον, είναι όλα τα πρόσωπα που αγαπήσαμε. Τότε που ήμαστε παιδιά, έφηβοι, νέοι. Οι παλιοί συμμαθητές μας δεν είναι μόνο πρόσωπα. Είναι και δρόμοι και πάρκα και αλάνες και πετροπόλεμοι. Είναι και τα πάνινα τόπια που φτιάχναμε από τις κουρελιασμένες κάλτσες μας. Είναι και η καμπάνα της εκκλησίας κι η μυρωδιά του λιωμένου κεριού στα μανουάλια. […] Οι παλιοί συμμαθητές μας είναι και τα παλιά μας παιχνίδια. Κυρίως. Παιχνίδια που τα ’παιζαν οι παππούδες και οι προπαππούδες μας. Τότε που η ζωή δεν άλλαζε κάθε δυο, κάθε τρία χρόνια, αλλά βάδιζε με την ησυχία της, μέσα στα ίδια, πάντοτε, σοφά μονοπάτια του καιρού».


Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος, ποιητής, στιχουργός και δημοσιογράφος, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 14 Νοεμβρίου 1935.


«ΤΑ ΝΕΑ», 31.1.2004, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»