Συμπληρωμένα τα ενενήντα της χρόνια, η Μαρία Ιορδανίδου, η αγαπημένη συγγραφέας της «Λωξάντρας», ξανάρχεται στο πρώτο πλάνο της δημοσιότητας με το έργο της «Σαν τα τρελά πουλιά», που έγινε σίριαλ από τον Φώτη Μεσθεναίο και προβάλλεται από χθες στην ΕΤ1. Λίγες ημέρες πριν την προβολή του πρώτου επεισοδίου η Μαρία Ιορδανίδου έδωσε μια συνέντευξη στα «ΝΕΑ». Μίλησε για το έργο της, τον εαυτό της, τις γιορτές, και με όλη τη σοφία της ηλικίας της, το οξύ χιούμορ και την αγάπη της για τη ζωή απέδειξε πως μπορεί ο άνθρωπος διανύοντας την ένατη δεκαετία της ζωής του να παραμένει… παιδί.

«ΤΑ ΝΕΑ», 30.12.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο μικρό διαμέρισμα της Νέας Σμύρνης, με αχώριστη σύντροφο την κόρη της Έλλη, περνά τις μέρες της ήρεμα. Ακούει τα νέα από το μικρό τρανζίστορ που έχει δίπλα της στο κομοδίνο και η Έλλη τής διαβάζει κάθε πρωί μόλις ξυπνήσει τις πρώτες ειδήσεις από τα πρωινά φύλλα. Η περιορισμένη της όραση την εμποδίζει να γράφει, όμως το ενδιαφέρον της για τη ζωή παραμένει αμείωτο.

— Αχώριστος φίλος σας το κομπολογάκι…

Πάντα το βαστώ! Κάθομαι εδώ στην πολυθρόνα και σκέφτομαι. Η μέρα μου περνάει έτσι. Υπάρχουν φορές που νιώθω σαν δύτης στο βυθό της θάλασσας. Γύρω μου κολυμπούν ψαράκια. Όποιο «αρπάξω» αντιπροσωπεύει μια εποχή της ζωής μου. Κι εγώ τη θυμάμαι. Δυστυχώς δεν μπορώ πια να γράψω γιατί δεν βλέπω καλά και τρέμει το χέρι μου.

— Σας ενοχλεί αυτό;

Εδώ που τα λέμε όχι! Φαίνεται ότι η μητέρα φύση φρόντισε και μας οπλίζει με μια αναισθησία. Σ’ αυτή την ηλικία που έφτασα, αυτό κατάλαβα. Ζω στα παλιά. Εγώ που στη ζωή μου δεν είχα ποτέ καιρό ν’ ασχοληθώ με το παρελθόν, τώρα ζω περισσότερο μ’ αυτό. Ζω στο σπίτι μας στην Πόλη… Γι’ αυτό κι ό,τι θα σας πω έχει σχέση με τα παλιά. Κάθομαι λοιπόν και κάνω day dreaming, σκέφτομαι τα πράγματα που ήθελα να ζήσω και να δω. Ανθρώπους, πόλεις. Όμως το πιο πολύ σκέφτομαι φαγιά: ρούσικα, τούρκικα, ρωμέικα, ξενικά. Όλο φαγιά σκέφτομαι, βλέπεις τα έχω στερηθεί μ’ αυτά τα ανάλατα που τρώω. Πώς περνούν τα χρόνια…

Πηγή: Αρχείο Ε.Λ.Ι.Α.

— Εσείς, που ζήσατε τόσα χρόνια, με τόσες πολλές εμπειρίες, ποια εποχή της ζωής νομίζετε πως κυλά γρηγορότερα;

Τα γηρατειά. Τώρα το ρολόι γυρίζει σαν τρελό. Περνούν τα χρόνια δίχως να το καταλάβεις.

— Ποια εποχή πέρασε περισσότερο αργά;

Τα παιδικά χρόνια, τότε ο χρόνος σού μοιάζει αιώνας.

— Τι παράπονο έχετε από τη ζωή σας;

Έχω πολλά παράπονα από τον εαυτό μου. Άφησα και με εκμεταλλεύτηκαν χωρίς να βάλω τα πράγματα στη θέση τους όταν έπρεπε. Με ταπείνωσαν, με εκμεταλλεύτηκαν, κι εγώ δεν σκοτιζόμουνα. Και ξέρεις γιατί; Φαίνεται ότι ήμουν μεγάλη καρδιά. Είναι θαύμα Κυρίου το ότι δεν πήγα χαμένη. Εγώ δεν έκανα τίποτα για να το εμποδίσω. Ξαφνικά στα γηρατειά μου κάθισα για λίγο κι έγραψα τα βιβλία μου. Αυτά τα βιβλία είναι που με σήκωσαν, γιατί εγώ έγραψα μόνο και μόνο για να θυμηθώ τα παλιά, όχι για να γίνω συγγραφέας.

— Αν σήμερα ήσασταν τριάντα χρονών, τι θα κάνατε;

Αν είχα την εμπειρία των ενενήντα χρόνων στα τριάντα μου, θα έκανα μια γενική εκκαθάριση στους γύρω μου. Θα έδιωχνα τον άντρα μου και τη μάνα μου, θα έπαιρνα τη ζωή μου στα χέρια μου. Η μάνα ήταν μεγάλο εμπόδιο στη ζωή μου… Πάντως, στα τριάντα μου ήμουν ήδη δεμένη στις αλυσίδες των οικογενειακών μου υποχρεώσεων. Εγώ ήθελα βλέπεις και να σπουδάσω, όμως δεν τα κατάφερα.

— Ποιο είναι το μεγάλο «συν» της ζωής σας; Ποιοι είναι οι λόγοι που σας κάνουν να είστε ευχαριστημένη από τον εαυτό σας;

Έχω λόγους να είμαι περήφανη για τον εαυτό μου. Πέρασα από πολλές δυσκολίες, πολλά βάσανα, αλλά δεν διεφθάρην. Δεν έκανα κανένα συμβιβασμό στη ζωή μου. Ποτέ! Ποτέ δεν είχα βοήθεια από πουθενά. Έπεσα, σηκώθηκα, τα κατάφερα. Είμαι περήφανη για τον εαυτό μου. Αγάπησα πολύ, καρδιά μεγάλη είχα, αυτά είναι τα καλά μου.

— Τώρα που πρόκειται να προβληθεί το έργο σας «Σαν τα τρελά πουλιά» νιώθετε κάποια ανυπομονησία ή αγωνία για το αποτέλεσμα;

Μου έδειξε ο Φώτης Μεσθεναίος δύο επεισόδια. Του έχω εμπιστοσύνη. Όμως νιώθω μεγάλη αδιαφορία. Δεν σκοτίζομαι καθόλου. Σαν να είναι έργο αλλουνού. Αισθάνομαι πως σιγά σιγά ξεκολλώ από τη γήινη υπόστασή μου. Η μάνα φύση τα κάνει αυτά. Να, ας πούμε για το τι με περιμένει, ούτε που με νοιάζει, καρφί δεν μου καίγεται. Δεν πιστεύω στην αθανασία της ψυχής, ούτε στο Θεό, ούτε στο Χριστό. Όλα αυτά τα βρίσκω απάνθρωπα και ηλίθια…

— Ας γυρίσουμε λοιπόν στο παρελθόν σας. Θα θέλατε να μας πείτε ποια ήταν η πιο ευτυχισμένη Πρωτοχρονιά της ζωής σας;

Στη ζωή μου πέρασα λογιώ λογιώ γιορτές. Η πιο γλυκιά Πρωτοχρονιά της ζωής μου ήταν το 1906 στον Πειραιά. Ήμουν 9 χρονώ και θυμούμαι πως ήρθε ο μπαμπάς μου από μακρινό ταξίδι την παραμονή. Ήταν ναυτικός ο πατέρας μου, Υδραίος. Η επιστροφή του ήταν μεγάλη γιορτή για μένα. Το σπίτι γέμισε με δώρα. Στα σπίτια των θαλασσινών, μετά από κάθε ταξίδι, τα σπίτια γέμιζαν δώρα. Συχνά από τα ταξίδια του ο πατέρας έφερνε και ζώα. Πουλιά, παπαγάλους, μαϊμού, ένα σκύλο… Εκείνη τη φορά μου είχε φέρει έναν όμορφο εκπαιδευμένο σκύλο, που τον είχε κλέψει, όπως μου είχε πει, από ένα τσίρκο. Εκείνη λοιπόν την παραμονή ο μπαμπάς πήγε στην αγορά και γύρισε πίσω μ’ ένα λούστρο που ήταν φορτωμένος με μια κόφα (σ.σ. μεγάλο και φαρδύ κοφίνι) γεμάτη πράγματα. Και τι δεν είχε φέρει. Ως κι ένα λαγό. Χαρά η γιαγιά μου η Λωξάντρα που θα μαγείρευε. Είχε φέρει και κρασί από τη Μαδέρα, ένα κόκκινο βαρελάκι που έγραφε «Τζαμάικα» με μαύρα γράμματα. Εγώ είχα μεγάλες χαρές. Μπαινόβγαινα στο σπίτι χαρούμενη. Ύστερα από εκείνη τη χρονιά η μάνα μου χώρισε με τον πατέρα μου και για μένα άρχισαν οι μαύρες μέρες της ζωής μου. Η μάνα μου δύσκολος άνθρωπος, δεν πέρασα καλή ζωή. Ωραία ήταν κι η Πρωτοχρονιά που κάναμε με τα παιδιά μου στο Ελληνικό, στα χρόνια του ιταλικού πολέμου. Έσφαξα θυμάμαι την τελευταία κότα, την έκανα κοκκινιστή και τους είπα «φάτε την όλη, παιδιά μου, γιατί νομίζω πως θ’ αργήσουμε πολύ να έχουμε στο τραπέζι μας πάλι κότα».

— Θα θέλατε να κάνετε κάποια ευχή για τις γιορτές;

Δεν πιστεύω πως θα βγει η ευχή μου, δεν κάνω ευχές. Τυπικά όπως όλος ο κόσμος λέγω κι εγώ «χρόνια πολλά». Όμως τα πολλά χρόνια καμιά φορά βλάφτουν. Ζούμε πολλές φορές περισσότερο απ’ ό,τι πρέπει. Καμιά φορά ζούμε και λιγότερο. Το περισσότερο είναι το δράμα, όταν περιμένεις το σιδηρόδρομο να σε πάρει. Αισθάνομαι ικανοποίηση από τη ζωή μου. Ό,τι έκανα καλώς καμωμένο, δεν έχω πια τίποτε να δώσω. Ό,τι ήταν να δώσω, το έδωσα στα παιδιά μου και στο έργο μου. Δεν κράτησα τίποτα για μένα. Ήρθε η ώρα μου να φύγω ήσυχα. Δεν επιθυμώ να φύγω, δεν σκοτίζομαι κιόλας. Πήρα τα μπαγκάζια μου και κατέβηκα στο σταθμό του τρένου στο Μοναστηράκι. Από μικρό παιδί νιώθω πως αυτός ο σταθμός θα με πάει κάποτε πολύ μακριά. Περιμένω λοιπόν να περάσει το τρένο που θα με πάρει, να μπω μέσα και να φύγω. Στο γύρω είναι όρθιοι όλοι οι αγαπημένοι μου. Ο λόγος μου δύο δεν γίνεται. Ό,τι θελήσω, αμέσως. Εγώ καταλαβαίνω όμως, ξέρουν πως σε λίγο δεν θα υπάρχω. Είμαι όμως ευχαριστημένη. Ζω καλά υστερνά, έκανα δύο παιδιά που με θαυμάζουν και μ’ αγαπούν, κι αυτό είναι σπάνιο για τη μητέρα. Από κει και πέρα ό,τι ώρα έρθει το τρένο μου θα μπω. Τίποτα άλλο!

*Άρθρο που έφερε τον τίτλο «Περιμένω το τρένο να με πάρει…» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τετάρτη 30 Δεκεμβρίου 1987. Η Μαρία Ιορδανίδου είχε παραχωρήσει την ανωτέρω συνέντευξη  στη Χ. Σταματέλου.

Η συγγραφέας Μαρία Ιορδανίδου, κόρη του υδραίου μηχανικού του αγγλικού εμπορικού ναυτικού Νικολάου Κριεζή και της κωνσταντινουπολίτισσας Ευφροσύνης Μάγκου, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1897.

Η Ιορδανίδου πρωτοεμφανίστηκε στα λογοτεχνικά πράγματα σε ηλικία εξήντα πέντε χρόνων με την έκδοση του φημισμένου μυθιστορήματος «Λωξάντρα».

Τιμήθηκε για το έργο της με το Χρυσό Σταυρό και το οφφίκιο της Αρχόντισσας του Οικουμενικού Θρόνου από το Πατριαρχείο Κωνσταντινούπολης, το 1978.

Βασικά χαρακτηριστικά του έργου της Ιορδανίδου, που μεταφράστηκε σε πολλές ξένες γλώσσες, είναι το αυτοβιογραφικό στοιχείο που κυριαρχεί ολοένα και εντονότερα κατά τη διάρκεια της λογοτεχνικής διαδρομής της, η αμέλειά της για μια συστηματική κατανομή του αφηγηματικού υλικού της, καθώς και η αμεσότητα, η ακρίβεια και η φυσικότητα του λόγου της.

«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 29.10.1987, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τα βιβλία της, ζωντανεύοντας έναν ολόκληρο κόσμο που ξεκινά από την πολίτικη ρωμιοσύνη, αποπνέουν τη γενναιοδωρία και τη χαρά της ζωής που χαρακτήριζαν και την ίδια.

Η Μαρία Ιορδανίδου απεβίωσε στις 6 Νοεμβρίου 1989.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθου, η Μαρία Ιορδανίδου μαζί με τη γιαγιά της, την περίφημη Λωξάντρα, την ηρωίδα του ομώνυμου έργου (πηγή: «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 28.9.1978, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»).