Εφέτος συμπληρώνονται τριάντα χρόνια από τη στιγμή όπου ολοκληρώθηκε στην πράξη, δηλαδή με τα όπλα, στο μέτωπο, η έξαρση ψυχής του ελληνικού λαού που έχει καθιερωθή να λέγεται «το έπος της Αλβανίας». Ανάμεσα 7 και 9 Μαρτίου του 1941, πραγματικά, η προώθησή μας στο έδαφος του αντιπάλου έφτανε στο ακραίο της όριο. Με σκοπό να σώσει ό,τι απόμενε από το κουρελιασμένο γόητρο του φασισμού, ο στρατηγός Ούγκο Καβαλλέρο είχε πάρει διαταγή να επιχειρήση στις 9 Μαρτίου την περιώνυμη κι’ απελπισμένη «εαρινή» του επίθεση, που προοριζόταν, κατά την υπόσχεση του Μουσσολίνι στον Χίτλερ, «να κατακλύσει την Ελλάδα». Κατέκλυσε με πρόσθετη καταισχύνη τον αφέντη της. Αυτά είναι πια Ιστορία, τα έχει στερεώσει το πνεύμα του Μύθου […]. Αν ο μύθος του ’40-’41 είναι στις κύριες γραμμές του θετικός μέσα μας κι’ αγνός, στα επιμέρους αλλά σε πολύ ουσιαστικά επιμέρους επικρατεί ή καλλιεργείται μια όχι πάντοτε αγνή ασάφεια. Θα κάνουμε ό,τι πρέπει για να ξεκαθαρίσουμε εδώ κάποια της σημεία. Είναι ίσως μια συμβολή που τη χρωστάμε στην αλησμόνητη επέτειο.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.3.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Γράφοντας, στα 1963, την «Ελληνική εποποιία» (και ζητώ συγγνώμη που ανατρέχω σε προσωπικό μου κείμενο, αλλά είναι για ν’ αναφερθώ σε παρουσιασμένα κιόλας στοιχεία), σημείωνα για την ιστορική νύχτα της 27 προς 28 Οκτωβρίου, κατά την περιγραφή της σκηνής μεταξύ Γκράτσι και Μεταξά: «Μέσα στη νύχτα, στο σαλονάκι αυτό όπου βρισκόταν μόνος του υπόλογος απέναντι στην Ελλάδα, εντολοδόχος της, ο Μεταξάς άκουσε μέσα στο αίμα του τη βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής». Είναι η στιγμή που θα μνημειωθεί στο θρύλο με το συμβολικό «όχι». Η λέξη αυτούσια δεν ειπώθηκε και δεν την αναφέρω στη σχετική περιγραφή αλλά η ουσία δεν αλλάζει. Η δισύλλαβη άρνηση συνοψίζει την πραγματική άρνηση. Στον Μεταξά ανήκει η τιμή και η τύχη να την αντιτάξει. Άλλο είναι το θέμα που θέλω να φωτίσω εδώ.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.3.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αν ύστερα από το «όχι» του Μεταξά η χώρα γονάτιζε ας πούμε σε τρεις-τέσσερις βδομάδες, όπως η Γαλλία, ποια θα ήταν σήμερα η σημασία αυτού του «όχι»; Οι λέξεις αποκτούν περιεχόμενο από τις πράξεις που θα τις ενσαρκώσουν, και το «όχι», αν ειπώθηκε κατά κάποιον τρόπο από τον Μεταξά, απέκτησε το περιεχόμενό του από τον επιστρατευμένο ελληνικό λαό, εκεί στο μέτωπο. Ας πούμε καλύτερα: στους δρόμους της Αθήνας πρώτα, το αμέσως επόμενο πρωί, σ’ όλες τις ελληνικές πόλεις, σε χωριά, βουνά, νησιά και κάμπους, κι’ εκεί απάνω ύστερα, στη γραμμή της φωτιάς, που όποιοι τη γνώρισαν από κοντά τη θυμόνται καλύτερα ως γραμμή του μαρτυρίου.


Έγραψα λοιπόν στην Ιστορία μου τις λέξεις «υπόλογος», «εντολοδόχος» και «βαθειά φωνή της εθνικής ψυχής», γιατί η τελευταία τούτη είναι που δημιούργησε τη δεύτερη και τίμησε την πρώτη. Ο Μεταξάς δεν είταν οργανικά εντολοδόχος κανενός· έγινε, συμβολικά, τη νύχτα εκείνη. Χρίστηκε από την υπέρτατη ανάγκη, κι’ αυτό φάνηκε ύστερα, όχι από πριν. Το έθνος τον έβγαλε ασπροπρόσωπο, γιατί θέλησε να βγει ασπροπρόσωπο το ίδιο. Και το θέλησε με πάθος: Σε μια ρωμαντική αν θέλετε, ομαδική έξαρση, από εκείνες που σπάνια σημειώνονται στα χρονικά του κόσμου, αποφάσισε να τιμήσει τη μακραίωνη ιστορία του, κι’ αν είναι να την τερματίσει, να την τερματίσει με τρόπο αντάξιό της.

[…]


Την εντύπωση τη δυναμώνει η αξιομνημόνευτη συνάντηση με τους ιδιοκτήτες κι’ αρχισυντάκτες του αθηναϊκού Τύπου την τρίτη ημέρα μετά την έκρηξη του πολέμου. Ο Μεταξάς δείχνεται εκεί αισιόδοξος για την «τελική» νίκη, όχι όμως και για την άμεση: «Ο ιταλικός όγκος», λέει, «ευρήκε απέναντί του δυνάμεις πολύ ασθενείς, τουλάχιστον διά την κρούσιν των πρώτων ημερών […]. Η Ελλάς δεν πολεμά διά την νίκην. Πολεμά διά την Δόξαν. Και διά την τιμήν της». Σ’ ένα βιβλίο πολύτιμο, στις «Αναμνήσεις και σκέψεις ενός παλαιού ναυτικού» του κ. Ν. Δ. Πετροπούλου, που είταν τότε Διευθυντής στο Γενικό Επιτελείο Ναυτικού, βρίσκω μια θαυμάσια σύγκριση: Όταν στα 1912 οι αξιωματικοί του στόλου μας έφευγαν για τον πόλεμο, ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στην προσφώνησή του, τους είχε πει: «Δεν αρκεί η απόφασίς σας να πεθάνετε. Η Πατρίς έχει την αξίωσιν από σας να νικήσετε». Αυτά είναι λόγια πραγματικού ηγέτη.

Ο Μεταξάς πίστευε, όπως φαίνεται, στην τελική νίκη των Δημοκρατιών όπως τις έλεγε δηλαδή στην ήττα του φασισμού, αλλά και συλλογιζόταν πως τότε θα είναι πια πολύ αργά για το καθεστώς του. Για το «έργον» του.


Από το ίδιο βιβλίο του κ. Πετροπούλου […] παραθέτω το ακόλουθο γραφικό περιστατικό: «Ένας υπουργός, από τους στύλους της δικτατορίας, φημιζόμενος για τη θυμόσοφη αθυροστομία του, ένα βράδυ, μια-δυο εβδομάδες μετά την 28η Οκτωβρίου, έλεγε στην παρέα του, κτυπώντας και την εσωτερική τσέπη του σακακιού του: Έχω ακόμα και αυτά τα άχρηστα που με βαραίνουν. Τα είχα πάρει όταν σκοπεύαμε να φύγωμε με τον μπαρμπα-Γιάννη. Αλλά βλέπεις δυο τρελλο-συνταγματαρχαίοι αποφασίσανε να τα βάλουν με μιαν αυτοκρατορία. Και βγήκαν πως είχαν και δίκηο. Τι να πης και τι να κάνης;» Δεν είταν μόνον οι δυο τρελλο-συνταγματαρχαίοι· είταν και οι τρελλοέφεδροι, και οι τρελλοστρατηγοί: Ο Τσολάκογλου (δικαιοσύνη στους νεκρούς!) που αποτόλμησε παραπομπή του σε στρατοδικείο με την, παρά τις οδηγίες, επιθετικότητά του στο βόρειο μέτωπο, ο Κατσιμήτρος, που στύλωσε τα πόδια στο Καλπάκι και δεν δέχτηκε να «συμπτυχθή» με την VIII μεραρχία στον Άραχθο.

Γνώρισα στο μέτωπο κάποιους τέτοιους αξιωματικούς του φοβερού αγώνα, αναθυμάμαι δυο-τρεις τους που είχαν γίνει εκεί απάνω θρύλος. Τον Κωστάκη, τον Μαυρογιάννη, τον Κατσώτα. Είταν «λαός»: Αυτός ο ίδιος ελληνικός λαός που είχε κάνει το ’21. Τότε μόνο, θυμάμαι, κατάλαβα σε βάθος την Ελληνική Επανάσταση. Όταν γύρισα εδώ με τη διάλυση του στρατού μας, περίμενα να βρω τα ονόματά τους σ’ ολονών τα χείλη. Δεν τους ήξερε κανένας. Το μεγαλόψυχο καθεστώς είχε φροντίσει να σβυστούν αυτά τα ονόματα στη διαδρομή των ειδήσεων από το μέτωπο ως εδώ. Ν’ ακούγεται μόνο το όνομα του «Αρχηγού». Αυτουνού που είχε γράψει στο Ημερολόγιό του: «Θέλω λατρείες! Διψάει η ψυχή μου». Πώς να μη διψάει; Στις 30 Νοεμβρίου 1940 σημείωνε: «Απόψε τσάι Άγγλων. Είμεθα όλοι.  Με προσέχουν πολύ ολίγον. Δεν ξέρω Αγγλικά. Είμαι και κοντός».


Αλλά δεν πρόκειται να μπούμε εδώ στα ιδιαίτερα της ψυχοπαθολογίας· υπάρχουν σημεία πολύ πιο ενδιαφέροντα για την Ιστορία, τη μεγάλη, όχι τη μικρή. Ο Μεταξάς είχε προετοιμάσει πολύ άσχημα τη χώρα για πόλεμο. Είναι άξιο να συζητηθή κάποτε αν η τόσο διατυμπανισμένη φρόνησή του να μην κάνει τίποτα που να το πάρουν για πρόκληση οι Ιταλοί, είταν γνώρισμα αληθινού κυβερνήτη ή όχι. Βρεθήκαμε κατά την ομολογία του με «δυνάμεις πολύ ασθενείς» την κρίσιμη στιγμή, σάμπως ο Μουσσολίνι να είτανε ν’ αλλάξει σχέδια επειδή δεν τον προκαλέσαμε και να ματαίωνε την επίθεσή του! Το Γενικό Επιτελείο ζητούσε επίμονα μερική επιστράτευση από τα τέλη Αυγούστου 1940. […] Φόβος του πρωθυπουργού, δείλιασμα, αμφιταλάντευση, σε στιγμές όπου είχε πια προηγηθή ο τορπιλλισμός της «Έλλης» και οι προθέσεις του Μουσσολίνι είχαν γίνει σαφέστατες. Ο Μεταξάς περιορίστηκε να κρύψει από τον ελληνικό λαό την αλήθεια, το τι έγραφε πάνω το επισκεπτήριο της τορπίλλας, στα θραύσματά της που βρέθηκαν, σάμπως να είταν να επιτεθούμε εμείς στους Ιταλούς!

[…]


Ω Θε μου, από ποιους, και πώς, δημιουργείται κάποτε η Ιστορία!

Αλλά όχι, ας μη γινόμαστε βλάσφημοι: Η Ιστορία δημιουργείται κάποτε ερήμην των ιστορικών προσώπων. Η Ιστορία του ελληνικού 1940-41 δημιουργήθηκε από εκείνους για τους οποίους ο Μεταξάς σημείωνε στο Ημερολόγιό του κατάπληκτος, με ημερομηνία 28 Οκτωβρίου: «Φανατισμός του λαού αφάνταστος…» Και με ημερομηνία 29 Οκτωβρίου: «Με ανησυχεί η υπεραισιόδοξος Κοινή Γνώμη».


Τον ανησυχούσε. Αλλά χωρίς τέτοια Κοινή Γνώμη, ικανή να παραλογίζεται, δεν βρίσκεσαι, απροετοίμαστος ωστόσο, από την Πρέσπα στο Πόγραδετς κι’ από την Κακαβιά στο Τεπελένι…

Σήμερα, τριακοστή επέτειο του καιρού όπου γι’ αυτό τον παραλογισμό έπεσαν τόσα ανώνυμα παιδιά του ελληνικού λαού, ας κλείσουμε για μια στιγμή τα μάτια μας κι’ ας πούμε μέσα μας, σαν προσευχή: — Αγιασμένο το χώμα που σας σκεπάζει.

*Κείμενο του Άγγελου Τερζάκη, που έφερε τον τίτλο «Εις μνήμην» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 7 Μαρτίου 1971.


Ο Άγγελος Τερζάκης

Ο διακεκριμένος συγγραφέας και ακαδημαϊκός Άγγελος Τερζάκης (1907-1979), εθνική φυσιογνωμία στο χώρο των γραμμάτων επί σαράντα και πλέον χρόνια, έγραψε το χρονικό του πολέμου της Ελλάδας κατά του Άξονα, την «Ελληνική Εποποιία 1940-1941», κατόπιν παρακλήσεως και παραγγελίας του Γενικού Επιτελείου Στρατού.