Γιώργος Σεφέρης: Ο μυθικός χώρος του
Ο Σεφέρης μιλά με συγκεκριμένες λέξεις για συγκεκριμένα πράγματα μέσα από τη λειτουργία της συγκεκριμένης του εμπειρίας
[…]
Ο Σεφέρης ανήκει σε μια μεγάλη εποχή που ίσως δεν θα την ξαναζήσουμε. Έδωσε μια μεγάλη ποίηση που ακούστηκε, ακούγεται, θα ακούγεται. Είταν ακόμα ένας καλός τεχνίτης. Ο καλύτερος τεχνίτης. Το καταλαβαίνει κανείς από το πρώτο του βιβλίο, τη «Στροφή». Υπενθυμίζω πως ήρθε μετά τον Καρυωτάκη και τον καρυωτακισμό, μετά τους Έλληνες νεο-συμβολιστές. Τον Ουράνη, τον Άγρα, τον Λαπαθιώτη κ.λπ. Οργάνωσε μια καινούργια ποιητική γλώσσα. Σωστή, πειθαρχημένη, ακριβόλογη, θρεμμένη από το απέραντο ταμείο της ελληνικής παράδοσης. Τα δημοτικά τραγούδια, το Σολωμό, το Μακρυγιάννη, τον Ερωτόκριτο. Θρεμμένη ακόμα από τα μοντέρνα ρεύματα στην Ευρώπη. Και το πιο αποφασιστικό: μια γλώσσα όχι «φιλολογική», όχι μαθημένη από τα βιβλία, ας το σημαδέψω αυτό, μια γλώσσα ΒΙΩΜΕΝΗ. Δεν χρειάζονται νομίζω επεξηγήσεις. Και κάτι άλλο ακόμη, που είναι ίσως μια «ποιητική». Παραθέτω ένα απόσπασμα από τις «Δοκιμές»:
«Αν είχα να γράψω ένα ποίημα που να εκφράζει τον Μακρυγιάννη… θα κοίταζα να γράψω τρεις γραμμές ή τρεις σελίδες, συγκεντρώνοντας από την εμπειρία που έχω των εικόνων και των καημών του τόπου μου, τις λέξεις εκείνες που κατά το αίσθημά μου θα σας έδιναν τη συγκίνηση που μου έδωσε, χωρίς ίσως να τον ονομάσω διόλου, αυτόν ή τα πράγματα που ονομάζει».
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.9.1971, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Στο βιβλίο μου: «Η ποίηση της ποίησης» σελ. 46. Μια σκέψη αφιερωμένη στον Γιώργο Σεφέρη. «Πάντα τον φανταζόμουν να γράφει τα ποιήματα ισοζυγιάζοντας τη γλώσσα της συνείδησης με τη συνείδηση της γλώσσας του». Διορθώνω σήμερα: όχι μονάχα τα ποιήματα. Όλα. Ως την παραμικρή γραμμή.
[…]
Από τη γενικότερη γλώσσα, που ανήκει στον καθένα, πάμε στην προσωπική γλώσσα που ταυτίζεται με την ατομική εμπειρία και δίνει στον κάθε ποιητή το πρόσωπό του. Μ’ αυτή τη γλώσσα ο Σεφέρης οργανώνει τη δική του ποιητική υπόσταση, πολύ περισσότερο το ΜΥΘΙΚΟ ΧΩΡΟ που υπάρχει πίσω από κάθε του ποίημα. Δε μιλώ για την εγκόσμια περιπέτεια, πολύ περισσότερο δε μιλώ για ιστορικά γεγονότα, για ιστορία. Μπορούμε να πούμε ιστορία δεν υπάρχει. Θα διατύπωνα ακριβέστερα: μια «μυθική» αίσθηση της συμπεριφοράς και της πορείας του Έλληνα ανθρώπου μέσα στο χώρο και στο χρόνο. Και μια συνείδηση ταυτόχρονα αυτής της πορείας. Ας κοιτάξουμε το δρόμο από τη «Στροφή» ως τα «Κρυφά ποιήματα». Κι’ ας σκεφτούμε ακόμη μια φορά πάνω στο πρόβλημα της «διάρκειας» και της «ποιητικής αρετής».
Ο Σεφέρης περπατάει μέσα σε τούτη την «πραγματική» πολιτεία της γλώσσας του, μιλώντας με συγκεκριμένες λέξεις για συγκεκριμένα πράγματα μέσα από τη λειτουργία της συγκεκριμένης του εμπειρίας. Δεν είναι ωστόσο μήτε ρεαλιστής, μήτε συμβολιστής, μήτε μυστικός. Είναι παραδειγματικά ένας ποιητής του συγκεκριμένου πράγματος που γίνεται, χάρη στη γλώσσα, πράγμα ποιητικό, πράγμα μυθικό. Η γλώσσα, φυσικά, υπάρχει «πριν» απ’ αυτόν, όμως ο ποιητής την παίρνει και της χαρίζει μια σύγχρονη «δομή» και αυτό τελικά είναι η κατάθεσή του. Έτσι, όλα, οι διαδικασίες της «ιστορίας», οι πτυχές της ιδιωτικής ζωής, ο ελληνικός χώρος, τα παλιά και τα σύγχρονα πρόσωπα, τα παλιά και τα σύγχρονα γεγονότα, οι περιπέτειες του μυαλού και της ψυχής, όλα γεννιούνται μέσα σ’ αυτό το πολύπλοκο υφάδι της γλώσσας, που είναι η δική του.
τώρα που έγινε
ο κόσμος ένα απέραντο ξενοδοχείο
«Κίχλη»
Θυμάμαι πόσο με τάραξε αυτός ο στίχος, την εποχή της απερίγραπτης παγκόσμιας προσφυγιάς, του παγκόσμιου ξεριζωμού. Και σκεφτόμουν αν μπροστά σε τούτο ή έναν άλλο στίχο είναι η σκέψη του ποιητή που ακούγεται ή αυτός ο αγιάτρευτος πόνος μπροστά στις αγιάτρευτες πληγές της Ελλάδας.
[…]
Αγαπημένε δάσκαλε. Είμαι ένας ανάμεσα σε κείνους που ονομάστηκαν μεταπολεμική γενιά. Μια γενιά ματωμένη, χτυπημένη από παντού, μια γενιά χαμένη, αλλά ακόμα ζωντανή, προπαντός σήμερα. Που σου γύρεψε πολλά και της χάρισες πολλά. Που της στάθηκες όταν χρειάστηκε παραστάτης κι’ οδηγός. Κάθε φορά που χάναμε τη φωνή μας τη βρίσκαμε στη δική σου φωνή, κάθε φορά που η σκέψη μας ξεστράτιζε γυρίζαμε στη δική σου σκέψη, κάθε φορά που κουραζόμαστε βρίσκαμε ξανά την αντοχή μας στην δική σου απελπισμένη δύναμη. Είσουν η περηφάνειά μας κι’ η αρχοντιά μας, κι’ άλλα πολλά ακόμα. Και το χρέος μας παραμένει ανεξόφλητο. Ίσως μπορέσουμε σε καλύτερες ώρες. Τώρα δέξου αυτόν τον ταπεινό αποχαιρετισμό.
*Αποσπάσματα από κείμενο (πρόχειρες σημειώσεις κατ’ ουσίαν) του σπουδαίου Τάκη Σινόπουλου, που έφερε τον τίτλο «Ο Σεφέρης κι’ η γλώσσα» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 26 Σεπτεμβρίου 1971, λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Γιώργου Σεφέρη.
Ο Τάκης Σινόπουλος
Στις 24 Οκτωβρίου 1963 ανακοινώθηκε η βράβευση του Γιώργου Σεφέρη με το Νομπέλ Λογοτεχνίας (η απονομή του βραβείου πραγματοποιήθηκε ενάμιση μήνα αργότερα, στις 10 Δεκεμβρίου 1963), γεγονός κεφαλαιώδους σημασίας για τη «ζωντανή πνευματική Ελλάδα», κατά την ακριβή διατύπωση του ιδίου του βραβευθέντος.
Η εν λόγω βράβευση ανέδειξε σε οικουμενικό επίπεδο τον πνευματικό βίο και τη λογοτεχνική παραγωγή της νεότερης Ελλάδας, που παρέμενε έως τότε στο ημίφως, στη σκιά της λαμπρής και απανταχού προβεβλημένης αρχαιοελληνικής κληρονομιάς.
Δυστυχώς, η τότε ελληνική πολιτική και πνευματική ηγεσία, η μητέρα πατρίδα, ομφαλοσκοπούσα και ιδεολογικοπολιτικώς διχογνωμούσα ως συνήθως, προτίμησε να αδιαφορήσει και να σιωπήσει για τη μεγίστη τιμή που έγινε στη χώρα μας με τη βράβευση του Σεφέρη.
Ο σμυρνιός Γιώργος Σεφέρης (φιλολογικό ψευδώνυμο του Γεωργίου Σεφεριάδη), ένας από τους κορυφαίους εκπροσώπους και εκφραστές της περίφημης Γενιάς του ’30, απεβίωσε στην Αθήνα στις 20 Σεπτεμβρίου 1971, σε ηλικία 71 ετών.
Ο Γιώργος Σεφέρης διά χειρός Τάσσου (Αναστασίου Αλεβίζου), ξυλογραφία σε χαρτί (1979), δωρεά Α. Τάσσου και Λουκίας Μαγγιώρου, Εθνική Πινακοθήκη (πηγή: nationalgallery.gr)
- Αυτές οι δύο τροφές είναι οι πιο απολαυστικές «ασπίδες» για την καρδιά
- Ρεύμα: Τα νέα πορτοκαλί τιμολόγια και πότε μας συμφέρουν
- Σκάνδαλο ΟΠΕΚΕΠΕ: Επιχείρηση-ξέπλυμα των επιδοτήσεων
- Κρήτη: Στεγνώνει ο κάμπος της Μεσαράς
- Stranger Things:: Η 5η σεζόν σπάει όλα τα ρεκόρ
- Σχέσεις: Πόσο καλό είναι ο σύντροφός σου να είναι και ο κολλητός σου;




