Γεννήθηκα το 1887 στον Πειραιά· οι γονείς μου κατάγονταν από τη Χίο. Η μητέρα του αείμνηστου Πορφύρα (σ.σ. του ποιητή Λάμπρου Πορφύρα, 1879-1932) κι’ η δικιά μου ήταν αδελφάδες, το γένος Συριώτη. Τις εγκύκλιες σπουδές τις πέρασα στον Πειραιά. Κι’ όποιος ξέρει τι σημασία έχει για τον νέο η παρουσία στην κριτική (σ.σ. κρίσιμη) τούτη ηλικία ενός προσώπου σαν τον λαμπρόν εκείνο παιδαγωγό, που θύμιζε αρχαίον Έλληνα, τον αείμνηστο Ιάκωβο Δραγάτση, νοιώθει γιατί οι μαθητές του φυλάγουν σ’ όλη τους τη ζωή, μέσα στην καρδιά τους, την μνήμη της μορφής του.

Στο σημείο αυτό, ας μου επιτραπεί ν’ αφιερώσω δυο λόγια στην ιερή μνήμη των γονιών μου. Από κείνους κρατάνε οι ρίζες τού «είναι» μας…

Στον πατέρα μου, γυιο καραβοκύρη, από νωρίς είχε φανερωθεί η κλίση του στη ζωγραφική. Από τον ίδιο ξέρω πως ήταν 16 χρόνων όταν ζωγράφισε την ναυμαχία που έγινε έξω από το λιμάνι της Σύρας, ανάμεσα στη ναυαρχίδα του Χόβαρτ Πασσά και της δικιάς μας της «Ένωσης», το 1868, και πως την εικόνα τούτη την έστειλε ο Άγγλος πρόξενος στην εφημερίδα New York Daily Mail. Στους κυριακάτικους περιπάτους μας στο λιμάνι με το θείο μου το Συριώτη και τα ξαδέλφια μου, ο πατέρας μου δεν μπορούσε να μη σταματήσει μπροστά σ’ ένα όμορφο σκαρί για να μας δείξει την ομορφιά του και να μας κάνει να το προσέξουμε. Συχνά με σταματούσε μπροστά σ’ ένα σπίτι και μου εξηγούσε πως οι αναλογίες του θα κέρδιζαν πολύ αν ήταν τόσους πόντους λ.χ. ψηλότερο… Από κείνον έμαθα τους λαϊκούς όρους «γάρμπος» (σ.σ. κομψότητα, χάρη), «χούι» (σ.σ. κουσούρι, ελάττωμα στην κατασκευή) κ.ά.

Όσο για τη μητέρα μου ήταν ένας σπάνιος ηθικός τύπος. Εις το άκρον ευαίσθητη, συμπάσχοντας βαθύτατα εις τις ατυχίες των άλλων, μα ταυτόχρονα αυστηρή και δίκαιη κι’ ανιδιοτελής, ποθώντας πάντα το καλό της Ελλάδας.

Είναι των ηθικών και καλλιτεχνικών τούτων ροπών που αισθάνουμαι την κληρονομιά μέσα μου, κάποτε αρμονικά ενωμένων συναμεταξύ τους, κάποτ’ εναγώνια διχασμένων κι’ αντιτιθέμενων.

Είχα το σπάνιο προνόμιο νάχω ξάδελφο έναν ποιητή (σ.σ. τον Πορφύρα). Από το στόμα του, του αείμνηστου, πρωτάκουσα τα τραγούδια του λαού μας, του Σολωμού και των άλλων. Μαγικός κόσμος ανοίχτηκε στα μάτια του παιδιού… Του χρωστώ αιώνια αγάπη κι’ ευγνωμοσύνη. Κι’ αναμφίβολα χρέος μου είναι εδώ να μνημονεύσω τον Νιρβάνα, τον Λαμπελέτ, τον Μελά, τον ζωγράφο Μηλιάδη, που πάντοτε μου παραστάθηκαν· θάθελα επίσης ν’ αναθυμηθώ τους συμμαθητές μου κι’ ιδιαίτερα τον Δημ. Μπότσαρη που μαζί του δέθηκα μ’ αγνότατη και παντοτινή φιλία.

Είχε ενωρίτατα εκδηλωθεί η κλίση μου για τη ζωγραφική. Κι’ αναθυμούμενος τα παιδικά τα χρόνια, βρίσκω πως μέσα στο βρέφος, μέσα στο παιδί, στα ορμήματα (σ.σ. παρορμήσεις) της ψυχής του και στους αδιατύπωτους στοχασμούς του, στις αδυναμίες του και τις δυνάμεις του, κρύβεται αυτούσιος ο χαρακτήρας του μεγάλου, η μοίρα της ζωής του ολάκερης. Κι’ αγκαλά (σ.σ. ενώ, μολονότι) και ξέρω πως ο χώρος δε μου το επιτρέπει, αισθάνουμαι μια βαθειάν ανάγκη να μακραίνω εδώ για τα παιδικά τα χρόνια το λόγο, προτιμώντας των άλλων παρά τούτων να συντομέψω την εξιστόρηση, και τούτο όχι από φιλαυτία, μα για να δείξω, απάνω στο προσωπικό μου αναγκαστικά παράδειγμα, τη σημασία που έχουν τα πνευματικά τα σπέρματα που η παιδική ηλικία κρύβει μέσα της.

[…]

Το παιδί μαθαίνει ακούοντας μυστικές φωνές μέσα του. Μαθαίνει κάθε στιγμή, κάθε ώρα, την ώρα που πρέπει, όπως αυτό από μόνο του μπορεί να μάθει. Εμάθαινα από όλα, από τη φύση, από τη διαγωγή των ανθρώπων. Αισθανόμουν πως ο καθένας θέλει ιδιαίτερη ανατροφή, ιδιαίτερη παίδευση ανάλογη με τις κλίσεις του, για να καρποφορήσει. Κι’ όμως μας αναγκάζουν να διατρέξουμε τη μακριά έρημο μιας συμβατικής παιδείας που απονεκρώνει απειράριθμες ψυχές. Από νωρίς αισθανόμουν την ανάγκη ενός παιδαγωγού που θα διάβαζε μέσα στην ψυχή μου και θα μπορούσε να με ποδηγετήσει. Η φύση και η αγνή φιλία ανάμεσα στους όμοιους μού ήταν ένας άλλος πολύτιμος δάσκαλος.


Απόσπασμα από αυτοβιογραφικό σημείωμα του Δημήτρη Πικιώνη, που είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Kαλών Tεχνών «Ζυγός» το 1958.

Ο εμπνευσμένος αρχιτέκτονας, ο πληθωρικός και ανήσυχος στοχαστής, στον οποίον αφιερώσαμε ένα ακόμη από τα σημερινά άρθρα μας, φωτίζει τις ρίζες τού «είναι» μας, τα θεμέλια της παιδείας μας.

Η μοίρα της ζωής μας ολάκερης, κρυμμένη στα παιδικά τα χρόνια.

Οι κληροδοτημένες ηθικές ροπές και τα πνευματικά ερεθίσματα στα πρώτα χρόνια της ζωής μας, οι κατά Πικιώνη «μυστικές φωνές» που ως παιδιά ακούμε μέσα μας, διαμορφώνουν στην πραγματικότητα το χαρακτήρα μας, επομένως την πορεία του βίου μας.