To βιβλίο «Everybody Behaves Badly: The True Story Behind Hemingway’s Masterpiece The Sun Also Rises» της συγγραφέως και δημοσιογράφου Λέσλι Μ. Μ. Μπλούμ, το οποίο κυκλοφόρησε το 2016, παρακολουθεί την παρέα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ στις ταυρομαχίες της Παμπλόνα το καλοκαίρι του 1925 μέσα από επιστολές, συνεντεύξεις και αρχεία.

«Το καλοκαίρι του 1925, ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και μια παρέα από θορυβώδεις φίλους ταξίδεψαν στην Παμπλόνα της Ισπανίας για τις διαβόητες ταυρομαχίες. Στη συνέχεια, κατά τη διάρκεια των επόμενων έξι εβδομάδων, διοχέτευσε τη δίνη αυτού του ταξιδιού με μεθυσμένους καβγάδες, ερωτική αντιζηλία, μεταμεσονύκτιες απιστίες και πονοκεφάλους από μεθύσι[…]Αυτό το επαναστατικό έργο επαναπροσδιόρισε τη σύγχρονη λογοτεχνία τόσο όσο και τους συνομηλίκους του, οι οποίοι θα αποκαλούνταν για πάντα η Χαμένη Γενιά. Όμως η πλήρης ιστορία της θρυλικής ανόδου του Χέμινγουεϊ παρέμεινε άγνωστη μέχρι σήμερα[…]Έκανε τον εαυτό του έναν λάτρη των ταυρομαχιών που κυνηγούσε τον θάνατο, μια σκληροπυρηνική, βραχύβια λογοτεχνική ιδιοφυΐα και έναν ομογενή bon vivant», αναφέρει η εισαγωγή του βιβλίου.

Η γλαφυρή αφήγηση της Μπλουμ κάνει μια βουτιά στα έγκατα της ψυχής της Χαμένης Γενιάς, τα κειμήλια της οποίας εξακολουθούν να επηρεάζουν μέχρι και σήμερα το πώς αντιλαμβανόμαστε τη νεότητα, το σεξ, τον έρωτα και τις παρασπονδίες.

Φωτογραφία: Ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ, ο Τζουζέπε Τσιπριάνι και ο Ρουτζέρο Καούμο στο θρυλικό Harry’s Bar στη Βενετία της Ιταλίας

Το ντεμπούτο

Σε πρώτη ανάγνωση, το μυθιστόρημα ξετυλίγει το κουβάρι ενός έρωτα μεταξύ του πρωταγωνιστή Τζέικ Μπαρνς -ενός άνδρα που λόγω του τραύματός που του προκάλεσε ο πόλεμος δεν μπορεί να κάνει σεξ- και της Λαίδης Μπρετ Άσλεϊ. Ο Τζέικ είναι ένας ομογενής Αμερικανός δημοσιογράφος που ζει στο Παρίσι, ενώ η Μπρετ είναι μια δύο φορές διαζευγμένη Αγγλίδα με πολυάριθμες ερωτικές σχέσεις, η οποία ενσαρκώνει τη σεξουαλική ελευθερία της δεκαετίας του 1920.

«Το διάσημο, εναρκτήριο για την καριέρα του Έρνεστ Χέμινγουεϊ ντεμπούτο μυθιστόρημα ήταν ουσιαστικά κουτσομπολίστικο ρεπορτάζ» αναφέρει η δημοσιογράφος Amy Shearn σε άρθρο της στο JSTOR.

Ωστόσο, η λεπτότητα με την οποία διαχειρίστηκε την πένα του o συγγραφέας, δημιούργησαν μια άλλη ατμοσφαιρική εσάνς γύρω από το έργο του: σε άρθρο του του το 1975, ο W. J. Stuckey αναφέρει: «Λοιπόν, σε μεγάλο βαθμό είναι ένα βιβλίο για την ηδονή, την ανδρική ηδονή, ένα είδος εγχειριδίου για τον πουριτανό ηδονιστή. Απόλαυση αλλά έλεγχος. Αυτό είναι το επιφανειακό μήνυμα του βιβλίου (αν μπορούμε να πούμε ότι έχει) και το γεγονός ότι συνεχίζει να ενδιαφέρει και μάλιστα να ενθουσιάζει τους αναγνώστες είναι μια απόδειξη όχι ίσως της ορθότητας της φιλοσοφίας του Χέμινγουεϊ αλλά της ορθότητας της τέχνης του. Βρήκε ακριβώς το κατάλληλο σύνολο περιστάσεων και το κατάλληλο σύνολο χαρακτήρων για να υποδείξει το θέμα του, ή ίσως -γιατί πρόκειται για αυτοβιογραφικό βιβλίο- βρήκε στις δικές του εμπειρίες και παρατηρήσεις τι ακριβώς ήταν αυτό που τον έκανε να νιώσει ότι αυτό ήταν αληθινό, και το εξέφρασε με αυτοσυγκράτηση και οικονομία καθώς και με ευχαρίστηση».

«Τον κόσμο όπως τον ήξερε»

Αλλά αισθάνονταν πράγματι ο Έρνεστ Χέμινγουεϊ και οι πραγματικοί του φίλοι τόσο απελπισμένοι όσο οι χαρακτήρες που φιλοτέχνησε;

Σύμφωνα με την Μπλουμ, οι συμπατριώτες του Χέμινγουεϊ στη φιέστα απογοητεύτηκαν από το πόσο ρεαλιστικά και αντιαισθητικά απεικονίστηκαν στο βιβλίο του: «Τα πορτρέτα θα στοιχειώνουν [τους] για το υπόλοιπο της ζωής τους, αλλά για τον Χέμινγουεϊ, οι κάποτε φίλοι του ήταν απλώς παράπλευρες απώλειες. Εξάλλου, έφερνε επανάσταση στη λογοτεχνία, και σε κάθε επανάσταση πρέπει να πέφτουν κάποια κεφάλια».

Στην αντίπερα όχθη του ποταμού, όπως το θέτει ο Stuckey, «Είναι ένας κόσμος κόλαση[…]και το μόνο που μένει είναι να τρώει, να πίνει και να διασκεδάζει κανείς».

Ας μην ξεχνάμε ότι το alter ego του Χέμινγουεϊ, ο Τζέικ, είναι φαινομενικά αποστασιοποιημένος και αδιάφορος, Αλλά πρέπει να θυμόμαστε ότι μόλις έχει γίνει μάρτυρας ενός «φρικτού πολέμου», οπότε η αδυναμία του να αγαπήσει δεν είναι αποκλειστικά δικό του λάθος.

Ο Χέμινγουεϊ δεν δημιουργούσε μια άγονη, συναισθηματική ερημιά για να αποδείξει κάτι για τη σύγχρονη ζωή- απλώς έγραφε για «τον κόσμο όπως τον ήξερε» – ακόμα και αν, όσοι ενέπνευσαν τους χαρακτήρες του, γυρνούν το βλέμμα τους -γιατί τους πονά.

*Με πληροφορίες από: JSTOR | The Sun Also Rises On Its Own Ground by W. J. Stuckey, of Purdue University, Indiana, in the Journal of Narrative Technique, Autumn 1975