Πραγματικό γεγονός για την ελληνική μουσική ζωή αποτελεί η μεθαυριανή παρουσίασις στο Ωδείον Ηρώδου του Αττικού του έργου του Μανώλη Καλομοίρη «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος».

Ο Καλομοίρης είναι ο ιδρυτής της ελληνικής μουσικής, είπε ο μαέστρος Ανδρέας Παρίδης, που θα διευθύνη την μεθαυριανή παράστασι. Πριν από τον Καλομοίρη δεν υπήρχε ελληνική μουσική υπήρχε ιταλική μουσική στην Ελλάδα. Και ο «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» είναι το καταστάλαγμα της μακροχρόνιας εμπειρίας του είναι ένας ωλοκληρωμένος μουσικά Καλομοίρης.


«ΤΑ ΝΕΑ», 10.8.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο ίδιος ο μεγάλος μουσικός αφιέρωσε τον «Κωνσταντίνο Παλαιολόγο» στον ελληνικό λαό «από τον απλό Λαό των Ανίδεων και των Καλών Ανθρώπων ως σ’ όλους που νοιώθουνε τον παλμό, τον πόνο και τη δόξα του Έθνους και της Φυλής». Και στο αφιέρωμά του προσθέτει:

«Μέσα στον Παλαιολόγο έκλεισα όλους τους παλμούς και τους χυμούς της γέρικης καρδιάς μου, σαν το παλιό δέντρο που, πριν φύγη για πάντα και γείρη τους κλώνους του να πέση στη μαύρη γης, θέλει να ανθίση μια τελευταία φορά και να χαρίση στον κάμπο τη στερνή του ευωδιά και τα τελευταία του φύλλα».


Τριάμιση χρόνια επεξεργαζόταν τον «Παλαιολόγο» ο Καλομοίρης. Άρρωστος, κατάκοιτος, δεν έπαψε να δουλεύη. Πέθανε λίγο καιρό μετά την ολοκλήρωσι του έργου του τον Απρίλιο και δεν πρόφθασε να τον δη ζωντανεμένο στη σκηνή. Όταν ο Καλομοίρης ζούσε ακόμη, είχε καλέσει τον γενικό διευθυντή της Λυρικής Σκηνής Κωστή Μπαστιά, σε μια ακρόασι του έργου. Ο Μπαστιάς το άκουσε, συγκινήθηκε και υποσχέθηκε πως το Κρατικό Μελόδραμα θα παρουσίαζε τον «Παλαιολόγο» στη σκηνή. Και να που εκπληρώνει την υπόσχεσί του.

Το λιμπρέττο του έργου είναι ατόφια η ομώνυμη τραγωδία του Νίκου Καζαντζάκη. Ελάχιστες είναι οι αλλαγές που έχουν γίνει στο κείμενο από τον Καλομοίρη. Φυσικά, προκειμένου να παιχθή το έργο, έγιναν μερικές αναγκαίες περικοπές σκηνών. Αλλά τα σημεία που έχουν περικοπή δεν επηρεάζουν την ανέλιξι της υποθέσεως. Κεντρικοί ήρωες του μουσικοδράματος είναι ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος και η Άννα Νοταρά, κόρη του Μεγάλου Δούκα που αγαπά τον τελευταίο Αυτοκράτορα του Βυζαντίου και θέλει να τον πάρη να φύγουν, να σωθούν από τον χείμαρρο των Τούρκων που απειλεί να κατακλύση την Πόλη. Μα Εκείνος μένει. Και μένει μαζί του και η νέα που τον αγαπά. Το έργο τελειώνει με τη λειτουργία που κόβεται σύμφωνα με την παράδοσι στη μέση, και με τη φράσι «πάλι με χρόνια με καιρούς, πάλι δικιά μας, πάλι δικιά σου, Παναγία, θα είναι η Πόλη».


Στη μουσική του ο Μανώλης Καλομοίρης χρησιμοποίησε πολλές εκκλησιαστικές μελωδίες, προσαρμόζοντάς τις στη Δυτική Μουσική. Χρησιμοποίησε ακόμη και πολλές μελωδίες από τραγούδια δημοτικά, ιδίως των νησιών. Γενικά, το έργο είναι ποτισμένο με βαθειά θρησκευτικότητα και με ακλόνητη πίστι στην Αιώνια Ελλάδα.

Οι δυσκολίες που παρουσίασε η προετοιμασία του έργου ήσαν φοβερές, είπε ο μαέστρος Ανδρέας Παρίδης. Ωστόσο, με την βοήθεια του μαέστρου Μιχάλη Βούρτση, που διευθύνει την χορωδία, και των άλλων συνεργατών μου, τολμώ να πω ότι τις υπερνικήσαμε.


Μια ακόμη λεπτομέρεια της παρουσιάσεως του έργου: Τον ρόλο του Κωνσταντίνου στη μεθαυριανή πρεμιέρα θα τον υποδυθή ο νέος τενόρος Δ. Τσακιρίδης, μαθητής του Καλομοίρη. Τον διάλεξε ο ίδιος ο συνθέτης του «Παλαιολόγου». Στις επόμενες παραστάσεις το μέρος του Κωνσταντίνου θα τραγουδούν εναλλάξ οι Γ. Κοκκολιός και Δ. Τσακιρίδης.

Και κάτι χαρακτηριστικό: Ένας από τους καλλιτέχνας που μετέχουν αυτός που εμφανίζεται ως Πυροβάτης λέγεται Παλαιολόγος.

*Κείμενο του δημοσιογράφου και συγγραφέα Φάνη (Θεοφάνη) Κλεάνθη (1913-2007), που είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Παρασκευή 10 Αυγούστου 1962 και ήταν αφιερωμένο στην παρουσίαση του μουσικοδράματος του Μανώλη Καλομοίρη «Κωνσταντίνος Παλαιολόγος» στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού.

Η πρώτη παράσταση του «Κωνσταντίνου Παλαιολόγου», φόρος τιμής στον Καλομοίρη, δόθηκε από τη Λυρική Σκηνή την Κυριακή 12 Αυγούστου 1962.

Σε αυτήν, όπως πληροφορούμαστε από «Τα Νέα» της 13ης Αυγούστου 1962, παρευρέθη η Αθήνα του πνεύματος και της τέχνης. Πριν αρχίσει η παράσταση, βγήκε στο προσκήνιο ο γενικός διευθυντής του Κρατικού Μελοδράματος, Κωστής Μπαστιάς, ο οποίος θυμήθηκε ότι, τρεις ημέρες πριν από το θάνατο του αξέχαστου μουσουργού, τον είχε επισκεφθεί στο νοσοκομείο, όπου ο Καλομοίρης τού είχε πει: «Ας είμαι στην πρεμιέρα του Παλαιολόγου κι ας πεθάνω μετά».


Ο συνθέτης και αρχιμουσικός Μανώλης Καλομοίρης, σαμιακής καταγωγής, γεννήθηκε στη Σμύρνη στις 14 Δεκεμβρίου 1883.

Ο Καλομοίρης, ο οποίος αρθρογραφούσε στο περιοδικό «Ο Νουμάς», δημοσίευσε το 1908 το διάσημο μανιφέστο του για τη δημιουργία «Εθνικής Σχολής» στην ελληνική μουσική, ερχόμενος σε ρήξη με την προϋπάρχουσα «Επτανησιακή».

Με πρότυπα τη γερμανική (βαγκνερική) και τη ρωσική σχολή, ο Καλομοίρης δημιούργησε τα πρώτα μεγάλα συμφωνικά έργα στην Ελλάδα. Το έργο του δημιούργησε σχολή, η οποία ωστόσο παρήκμασε μετά το θάνατό του.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.1.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο Καλομοίρης συντέλεσε αποφασιστικά στην οργάνωση της μουσικής παιδείας ιδρύοντας το Ελληνικό Ωδείο (1919) και το Εθνικό Ωδείο (1926), το οποίο διηύθυνε μέχρι το 1948.

Επίσης, διαδραμάτισε καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση του μουσικού τοπίου στην Ελλάδα, συμβάλλοντας μεταξύ άλλων στην ίδρυση και εξέλιξη της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, της οποίας διετέλεσε γενικός διευθυντής και πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου (1950-1952).

Βάσει των ανωτέρω, δικαίως θεωρείται ο θεμελιωτής της εθνικής μουσικής σχολής στην Ελλάδα και ο μουσικός γλωσσοπλάστης της νεότερης Ελλάδας.


«ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ», 5.1.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Πηγές έμπνευσης ήταν για τον Καλομοίρη η ελληνική παράδοση και το ελληνικό τραγούδι (προπάντων το δημοτικό τραγούδι), καθώς και η ποιητική και λογοτεχνική δημιουργία της εποχής του.

Ο Καλομοίρης άφησε πίσω του ένα ιδιαίτερα αξιόλογο έργο (πέντε όπερες, συμφωνικά έργα, συνθέσεις μουσικής δωματίου, μπαλάντες, κύκλους τραγουδιών, έργα για παιδιά κ.λπ.), ενώ μελοποίησε ποιήματα των Παλαμά, Σικελιανού, Γρυπάρη και Σολωμού. Υπήρξε ακόμη συγγραφέας παιδαγωγικών βιβλίων για τη θεωρία της μουσικής.

Ο Μανώλης Καλομοίρης απεβίωσε στην Αθήνα στις 3 Απριλίου 1962.