Αγαθός λέγαν ότι ήταν ο βασιλιάς Παύλος, αλλά αυτό δεν τον εμπόδισε ποσώς να παίξη το πολιτικό παιχνίδι του κατά τα οικογενειακά πατροπαράδοτα και να διατηρή φανατικά την επίζηλη θέση του αρχηγού της Δεξιάς. Πέραν τούτου ήταν και ωρισμένα πρόσωπα της πολιτικής ζωής του τόπου μας που τύχαινε να τ’ αντιπαθή ζωηρά, άλλα μεν από απλό συναισθηματισμό, άλλα δε γιατί ερχόντουσαν σε αντίθεση με τα συμφέροντα του θρόνου και δη τα οικονομικά των οποίων πιστοί θεματοφύλακες, χάριτι θεία, στάθηκαν πάντα όλοι οι βασιλιάδες της Ελλάδος. Ουδείς από δαύτους εμίσησε τη δόξαν, αλλά ούτε, όμως, και το χρήμα.


Ένα από τα πρόσωπα που αντιπαθούσε ο «αγαθός», λεγόμενος, εκείνος βασιλιάς ήταν και ο στρατηγός Πλαστήρας, για τον οποίον συνήθιζε να λέη με απέχθεια ότι ποτέ δεν θα του έδινε το χέρι, πολύ περισσότερο την εντολή. Και σαν, δηλαδή, η άσκηση του υψηλού Συνταγματικού του ρόλου να ήταν ζήτημα προσωπικών του συναισθημάτων, τόπε και τόκανε, σε πρώτη ευκαιρία. Ήταν στις εκλογές του Μάρτη του 1950 όταν η Δεξιά έπαθε αρκετό στραπάτσο και πλειοψήφησε ο Συνασπισμός του Κέντρου, με τον Πλαστήρα επί κεφαλής, τον Σοφοκλή Βενιζέλο και τον Παπανδρέου. Τα συναισθήματα του βασιλιά τα περιγράφει ο γνωστός Αμερικανός δημοσιογράφος Σουλτσμπέργκερ, που σημείωνε στις εντυπώσεις του: «Σήμερα το πρωί είδα τον βασιλέα Παύλο στα ανάκτορα. Ήταν ενωχλημένος επειδή ο Πλαστήρας κέρδισε τόσο πολλές ψήφους. Είπε ότι ο Πλαστήρας εξώρισε τον πατέρα μου και τον αδελφό μου… και τώρα πρέπει να σφίξω το χέρι αυτού του ανθρώπου


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.12.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Και για την ώρα, τουλάχιστο, το απέφυγε άσχετα αν αργότερα υποχρεώθηκε να το κάνη και προς γενική κατάπληξη, αντί να καλέση τον Πλαστήρα, σύμφωνα με τη Συνταγματική τάξη, κάλεσε τον Σοφ. Βενιζέλο και του ανέθεσε την εντολή. Το αποτέλεσμα ήταν να σχηματισθή κυβέρνηση της Δεξιάς με συμμετοχή του Παν. Κανελλόπουλου και ανοχή των Λαϊκών. Νοθεία, βέβαια, του πολιτεύματος, αλλά αυτά για το ελληνικό παλάτι ήταν ανέκαθεν ψύλλοι τινές στα άχυρα.

Με τον Παπάγο οι σχέσεις άρχισαν καλά, αλλά η αίγλη που αποκόμισε ο τελευταίος σαν αρχιστράτηγος της νίκης κατά τον εμφύλιο, τον ίδιο μεν γέμισε με έπαρση συνηθισμένη, άλλωστε, σε στρατιωτικούς στο δε παλάτι προκάλεσε ανησυχία για την τέτοια δύναμη που είχε αποκτήσει και που υπήρχε φόβος να τη χρησιμοποιήση στην πολιτική. Ξαφνικά, λοιπόν, που ο Παπάγος παραιτήθηκε απ’ τ’ απίθανα στρατιωτικά του κεκτημένα, έπιασε αγωνία το βασιλιά Παύλο και τον κάλεσε στ’ ανάκτορα.

Στρατάρχα, θα πολιτευθήτε;

Όχι, Μεγαλειότατε.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.12.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ησυχάζει ο Παύλος, προχωρά στη διάλυση της Βουλής και τότε ο Παπάγος αποκαλύπτει το κόλπο του και αναγγέλλει πανηγυρικά ότι κατεβαίνει στις εκλογές «για το καλόν της πατρίδος». Είναι μια κωμικοτραγική στιγμή του «αγαθού» εκείνου βασιλιά, που έγινε τόσο έξαλλος ώστε φώναξε τον Τσακαλώτο και διέταξε:

Να… συλληφθή ο Παπάγος!

Φρύαξε μαζί και η Φρειδερίκη  έλειπε ποτέ ο Μάρτης απ’ τη σαρακοστή; κι’ έμεινε παροιμιώδης η εκστρατεία που ανέλαβαν, μεγαλειότατος και μεγαλειοτάτη, ομού μετά του θιάσου των παλατιανών, εναντίον του Παπάγου. Ακράτητη η Φρειδερίκη προσπαθούσε να πείση τους κυριώτερους υποψηφίους του στρατάρχη ν’ αποσυρθούν. Φωνάζει και τον Μανιαδάκη.

Τι έμαθα; Θα εκτεθήτε με τον Παπάγο; Πώς είναι δυνατόν να συνεργασθήτε, όντας φίλος μας, με τον άνθρωπο που μας εξαπάτησε και μας εξηυτέλισε;


Ατελείωτα είναι τα βασιλικά καμώματα και τούτης της εποχής, όπου κυριαρχεί η ολέθρια νοοτροπία και δραστηριότητα της Φρειδερίκης, η αρχομανία της οποίας επιβαλλόταν και στον βασιλέα Παύλο με αποτέλεσμα τόσες αναστατώσεις στην πολιτική ζωή του τόπου.

Με τον θάνατο του Παπάγου εμφανίζεται στην πολιτική σκηνή σε πρώτο πλάνο η προσωπικότητα του Κωνστ. Καραμανλή, οι σχέσεις του οποίου με το παλάτι αρχίζουν σαν ένας μήνας μέλιτος για να καταλήξουν, χρόνο με το χρόνο, σε ζωηρές αντιδικίες και στο τέλος σε φουρτούνα.


Ένας απ’ τους λόγους των συγκρούσεων με τον Καραμανλή ήταν και οι αλόγιστες σπατάλες για το μεγαλείον του θρόνου είχαν παραγγείλει κάποτε θαλαμηγό αξίας 200.000 δολλαρίων στην Αμερική και οι απαιτήσεις των συνεχών αυξήσεων της βασιλικής χορηγίας. Στα 1953 η βασιλική χορηγία είχε αυξηθή από 4.920.000 δραχμές το χρόνο για τον βασιλιά και 600.000 για τον διάδοχο, σε 7.500.000 για τον πρώτο και 900.000 για τον δεύτερο. Αλλά το 1956 τα Ανάκτορα ζήτησαν και πέτυχαν για τον βασιλιά 11.500.000 δραχμές. Έγινε η σχετική φασαρία στη Βουλή απ’ την Αντιπολίτευση, αλλά οι μεγαλειότατοι την είχανε, πάντως, βολέψει πάλι. Ουδέποτε γαρ είπαμε εμίσησαν το παραδάκι.

*Άρθρο του Δημήτρη Ψαθά, που έφερε τον τίτλο «Και ο Παύλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Τα Νέα» την Τρίτη 3 Δεκεμβρίου 1974, λίγες ημέρες πριν από τη διεξαγωγή του κρίσιμου δημοψηφίσματος της 8ης Δεκεμβρίου για το πολιτειακό ζήτημα, που ταλάνιζε την Ελλάδα επί ολόκληρες δεκαετίες και είχε διχάσει κατ’ επανάληψιν τους Έλληνες.


Ο Δημήτρης Ψαθάς

Ο βασιλιάς Παύλος απεβίωσε στις 6 Μαρτίου 1964, ημέρα Παρασκευή και ώρα 4:12 μ.μ., ύστερα από μακρά και σκληρή πάλη με το θάνατο.

Ο βασιλιάς εξέπνευσε ήρεμα, με τα μέλη της οικογένειάς του να βρίσκονται στο πλευρό του μέχρι την τελευταία στιγμή.

Ο θάνατος του Παύλου προκάλεσε βαθύτατη θλίψη και συγκίνηση ανά τον κόσμο. Βασιλιάδες και βασίλισσες, αρχηγοί κρατών και διεθνείς προσωπικότητες απέστειλαν συλλυπητήρια τηλεγραφήματα, ενώ κηρύχθηκε πένθος στις αυλές ευρωπαϊκών βασιλικών οίκων. Η βασίλισσα Ελισάβετ κήρυξε πένθος εβδομαδιαίας διάρκειας για την αγγλική αυλή, ενώ απηύθυνε συλλυπητήριο τηλεγράφημα προς το νέο βασιλιά των Ελλήνων, Κωνσταντίνο Β’.

Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, ο βασιλιάς Παύλος και η βασίλισσα Φρειδερίκη κατά τη διάρκεια περιοδείας τους στην Ήπειρο το 1960 (Ιστορικά Αρχεία Μουσείου Μπενάκη, δωρεά Λένας Κορυζή).