Πώς το λέει ο Διονύσης Σαββόπουλος στο «Λαύριο» (απ’ όπου και ο τίτλος); «Πώς να κρυφτείς απ’ τα παιδιά / Ετσι κι αλλιώς τα ξέρουν όλα / Και μας κοιτάζουν με μάτια σαν κι αυτά / Οταν ξυπνούν στις δύο η ώρα». Εδώ και κάποιες μέρες νιώθω πως με στοιχειώνουν μάτια παιδιών που ξύπνησαν στις δύο. Και όταν τα παιδιά ξυπνάνε μετά τα μεσάνυχτα, τα ματάκια τους είναι πάντα τρομαγμένα. Ισως από κάτι που είδαν στον ύπνο τους. Ισως πάλι από κάτι που βλέπουν αλλά δεν θέλουν να βλέπουν στον ξύπνιο τους.

Στις δύο η ώρα, περίπου, ξύπνησε κοντά στο ξημέρωμα της περασμένης Δευτέρας ένα οκτάχρονο αγόρι στη Χαλκιδική. Από τις φωνές των γονιών του που τσακώνονταν. Δεν ήταν η πρώτη φορά, μπορεί με τα χέρια του να έκλεισε τα αφτάκια του για να μην ακούσει άλλον έναν τσακωμό. Να έβαλε το κεφαλάκι του κάτω από το μαξιλάρι στην προσπάθειά του να κρατήσει μακριά το κακό. Το κακό όμως θέριευε και πλησίαζε. Μέχρι που τα παρέσυρε, τα έλιωσε όλα. Ο πατέρας αρπάζει την καραμπίνα, πυροβολεί τη μάνα, εκείνη τρέχει να βρει καταφύγιο στο παιδικό δωμάτιο. Την ακολουθεί ο πατέρας. Ξαναπυροβολεί μία, δύο, τρεις. Το παιδί βλέπει τα πάντα. Ο τρόμος, η αγωνία, το μίσος, η απόγνωση, η φρίκη έχουν πια πρόσωπο. Το πρόσωπο των γονιών του. Τα σκάγια έχουν πληγώσει και το δικό του κορμάκι. Μπορεί και να μην κατάλαβε τον πόνο. Τι να καταλάβεις όταν βλέπεις τον μπαμπά σου να σκοτώνει τη μαμά σου και μετά να αυτοκτονεί;

Μετά το μακελειό, ησυχία, η ησυχία των νεκρών. Αναρωτιέμαι για πόση ώρα έμεινε το παιδί βουβό. Πότε άρχισε να κλαίει, αν άρχισε να κλαίει. Μπορείς να κλάψεις όταν έχεις δει αυτόν τον εφιάλτη; Οι αστυνομικοί λένε ότι έμεινε πέντε ώρες ανάμεσα στα πτώματα των γονιών του. Παντού στο σπίτι υπήρχαν ματωμένα χνάρια από τα ποδαράκια του. Ενα τραυματισμένο, ματωμένο παιδί τριγυρνάει επί πέντε ώρες μόνο του μέσα σε ένα ματωμένο σκηνικό. Πώς αντέχει; Τι κάνει; Παραμιλάει; Ουρλιάζει; Τι; Είναι οκτώ ετών, έχει πλήρη συνείδηση αυτού που είδε, αυτού που ζει.

Το άγριο φονικό στη Χαλκιδική, με τον άνδρα που σκότωσε τη γυναίκα του μπροστά στα μάτια του γιου τους, τραυμάτισε το παιδί και μετά αυτοκτόνησε, δεν απασχόλησε όσο θα περίμενα την ειδησεογραφία, ίσως λόγω των μετεκλογικών συζητήσεων. Ισως και λόγω του σοκ που προκάλεσε όχι μόνο το έγκλημα αλλά, κυρίως, η τραγική παρουσία του οκτάχρονου μέσα στο σκηνικό του. Αναρωτιέμαι αν, πραγματικά, «σώθηκε» αυτό το αγόρι, μιας και τα σκάγια θα μπορούσαν να το είχαν «στείλει» κι αυτό. Αν υπάρχει θεραπεία και ψυχική υποστήριξη που θα καταφέρει να σβήσει από τη μνήμη του εκείνο το ματωμένο πεντάωρο και τα όσα προηγήθηκαν, αν θα υπάρξει τρόπος να το διαχειριστεί. Δεν ξέρω, μακάρι να τα καταφέρει. Αυτό που ξέρω είναι πως όταν ακούω τέτοιες ιστορίες παιδικής φρίκης, νιώθω όπως και ο Σαββόπουλος στο «Λαύριο»: «Είμαι μεγάλος με τιράντες και γυαλιά κι όλο φοβάμαι το αύριο».