Αυτή την Κυριακή με το Βήμα:

ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ ΚΩΜΙΚΟΙ
Με την υπογραφή του Μάκη Δελαπόρτα.

Αυτή την εβδομάδα:

ΓΕΩΡΓΙΑ ΒΑΣΙΛΕΙΑΔΟΥ
Γνωρίστε την ιστορία ζωής και καριέρας της κορυφαίας ηθοποιού.

Μέχρι και τη σύνταξη είχε περάσει δύσκολα χρόνια στο θέατρο. Τότε ήταν που ο Αλέκος Σακελλάριος την ανακάλυψε σ’ ένα καφενεδάκι συνταξιούχων ηθοποιών στην Ομόνοια και της έδωσε την ευκαιρία στον κινηματογράφο να γίνει η μεγάλη κωμικός. Οπως έλεγε κι η ίδια… έζησε δυστυχισμένα νιάτα, αλλά ευτυχισμένα γεράματα.

Η Γεωργία Βασιλειάδου αγαπήθηκε από το ελληνικό κοινό με τον οξύμωρο τίτλο της «ωραίας-άσχημης» του ελληνικού κινηματογράφου. Ωστόσο, η αλήθεια είναι πως στα νιάτα της υπήρξε μια ιδιαίτερα γοητευτική και άκρως ελκυστική γυναίκα, με πολλές κατακτήσεις. Oμως, το σενάριο της ζωής της περιλάμβανε καταστάσεις που θα τις ζήλευαν οι πιο ευφάνταστοι συγγραφείς, ακόμα και οι πιο ιντριγκαδόροι μυθιστοριογράφοι: ορφάνια, φτώχεια, πείνα, δυστυχία, μάνα που μεγάλωσε μόνη την κόρη της, καρμικές συναντήσεις, έντονες αντιθέσεις, ιδιαίτερα δύσκολες συνθήκες αλλά και μια λαμπρή καριέρα, φήμη, δόξα, έρωτες, χρήματα και στο τέλος η πλατιά καθιέρωση.

Η ιστορία της ζωής της μεγάλης μας ηθοποιού ήταν ένας αδιάκοπος αγώνας για την επιβίωση και μια διαχρονική μάχη με τις αντίξοες συνθήκες της ζωής.

Η νεαρή και γοητευτική κοπέλα, που ξεκίνησε την καριέρα της ως μετζοσοπράνο στη Λυρική σκηνή και που πήγαινε στο θέατρο με τρύπια παπούτσια και άδειο στομάχι, ανακαλύφθηκε συμπτωματικά το 1925 από τη μεγάλη μας Μαρίκα Κοτοπούλη. Τότε ήταν που η υποκριτική την έκλεψε για πάντα από το τραγούδι. Και περνώντας τα χρόνια περιπλανώμενη με διάφορους θιάσους και μπουλούκια της εποχής, πάνω που το είχε πάρει απόφαση ότι δεν θα γινόταν ποτέ πρωταγωνίστρια του θεάτρου και αστέρας του κινηματογράφου, ενώ είχε συνταξιοδοτηθεί και είχε αποτραβηχτεί κατά κάποιον τρόπο από την καλλιτεχνική δραστηριότητα, εντελώς αναπάντεχα ο Σακελλάριος της προσέφερε τον πρωταγωνιστικό ρόλο της «κυρα-Καλλιόπης» σε μια από τις μουσικές θεατρικές του παραστάσεις. Και ξαφνικά γίνεται το θαύμα! Η Ελλάδα ανακαλύπτει μια σπουδαία κωμικό, που βρίσκει απήχηση στη λαϊκή συνείδηση και το εθνικό αίσθημα.

Η ταινία που την καθιέρωσε στο πλατύ κοινό ήταν η «Ωραία των Αθηνών», χαρίζοντάς της έναν τύπο χάρη στον οποίο, σε συνδυασμό με την ιδιόμορφη εξωτερική της εμφάνιση και τους ιδιότυπους γλωσσικούς σολοικισμούς της, καταξιώνεται ως η πρώτη κωμική ηθοποιός του ελληνικού κινηματογράφου. Ξεδιπλώνοντας με απροσχημάτιστη απλότητα το έμφυτο κωμικό της ταλέντο, δημιούργησε την προσωπική της σφραγίδα, που δεν βρίσκει μιμητές στα χρόνια που θα ακολουθήσουν.

Στο ταλέντο της υποκλίνονταν κοινό, κριτικοί, συνάδελφοι. Ο ορισμός βέβαια της κωμικής ηθοποιού άρχισε να την ακολουθεί από την εποχή που άρχισε να μεγαλώνει και να σχηματίζεται η τόσο ιδιαίτερη «μάσκα» του προσώπου της, σε συνδυασμό με το αυτοσαρκαστικό χιούμορ της και, γενικότερα, την γκροτέσκα εικόνα της· ένα εκρηκτικό μείγμα για την αδιαφιλονίκητη επιτυχία της.

Τελικά, το ιδιόμορφα σκαμμένο από τις κακουχίες και τις ταλαιπωρίες της μέχρι τότε ζωής της πρόσωπο αποδείχτηκε πως ήταν το «θείο δώρο», ένα μεγάλο εφόδιο στο κωμικό της οπλοστάσιο. Η ίδια είχε πλέον ανακαλύψει την προσωπική της γκάμα και τα τεχνικά μέσα των εκφράσεών της, για να προκαλεί το αυθόρμητο γέλιο. Χωρίς υπερβολικές κινήσεις και περιττές χειρονομίες, όπως έκαναν άλλοι κωμικοί, ιδιαίτερα της επιθεώρησης, το παίξιμό της ήταν λιτό και μετρημένο.

Πότε σούφρωνε τα χείλη, με ένα χαριτωμένα υποτιμητικό ύφος, πότε έσκυβε ντροπαλά το κεφάλι στο άκουσμα κάποιου κομπλιμέντου ενός άνδρα και πότε ανοιγόκλεινε ναζιάρικα τα βλέφαρα φλερτάροντας κωμικά έναν περιζήτητο γαμπρό.

Στις ταινίες της υποδύθηκε συχνά γυναίκες λαϊκές, κουτσομπόλες, προξενήτρες, καφετζούδες, με την παράξενη όψη, τις φτωχές γνώσεις και τους δικούς της γλωσσικούς ιδιωματισμούς. Ολα αυτά τα στοιχεία εγκαθίδρυσαν στην ευρύτερη συνείδηση του κοινού τον τύπο της χαρισματικής καρατερίστας που κέρδιζε το γέλιο και το χειροκρότημα, άμα τη εμφανίσει της.

Η δεκαετία του ’50 υπήρξε η χρυσή της δεκαετία, εξασφαλίζοντάς της κινηματογραφικές και θεατρικές δάφνες που την κατέταξαν ανάμεσα στα ιερά τέρατα του ελληνικού θεάματος, γενικότερα.

Από την άλλη, οι τελευταίες ταινίες της στα χρόνια του ’60 ήταν σαφώς «υποδεέστερες» καλλιτεχνικά σε σχέση με τα υποκριτικά της χαρίσματα, χωρίς αυτό να σημαίνει πως έχασε την εκτίμηση και τον θαυμασμό του κοινού, που σαγηνευόταν με κάθε της εμφάνιση.

Η Βασιλειάδου στη ζωή της ήταν μια απίστευτα συντηρητική γυναίκα, με ήρεμη προσωπική ζωή που δεν έδινε τροφή για σχόλια, ενώ ήταν τόσο προβεβλημένη. Φύσει έντονα επαναστατική, τολμηρή, ασυμβίβαστη, αλλά ταυτόχρονα υπομονετική, προσγειωμένη, σεμνή, εργατική και συνεπής στη δουλειά της, ήταν ένας απλός άνθρωπος που δεν την ενδιέφερε ποτέ η μαρκίζα και η προβολή της, παρά μόνο η σκηνή, η δημιουργία και το αγαπημένο της κοινό.

Δεν πτοήθηκε ποτέ από την εξωτερική της εμφάνιση. Μάλιστα, σε ερώτηση κάποτε του δημοσιογράφου Σταμάτη Φιλιππούλη τι θα ήθελε να είναι αν δεν ήταν αυτή που ήταν, δεν δίστασε να απαντήσει αυθόρμητα: «Πάλι ηθοποιός και πάλι άσχημη!».

ΜΑΚΗΣ ΔΕΛΑΠΟΡΤΑΣ