Στις 31 Μαρτίου 1896, ημέρα Κυριακή, οι εφημερίδες ανήγγειλαν το θάνατο του Χαριλάου Τρικούπη, του μεγάλου πολιτικού ανδρός που είχε κατορθώσει να κυριαρχήσει στο πολιτικό σκηνικό της Ελλάδας στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (1875-1895), σχηματίζοντας στο διάστημα αυτό συνολικά επτά κυβερνήσεις.

Ο Τρικούπης είχε αποβιώσει την προτεραία, 30 Μαρτίου 1896, στις 6:30 μ.μ., στις Κάννες της Γαλλίας, όπου βρισκόταν εξόριστος και παραγνωρισμένος μετά τη συντριπτική ήττα που είχε υποστεί στις εκλογές του Απριλίου του 1895.

Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις 25 Μαρτίου, ημέρα ενάρξεως των πρώτων σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων στην ελληνική πρωτεύουσα, είχε γνωστοποιηθεί τηλεγραφικώς ότι ο Τρικούπης ασθενούσε βαρέως. Μέσα στη μεγάλη χαρά που κυριαρχούσε λόγω της αναβίωσης των Ολυμπιακών Αγώνων στη γενέτειρά τους, μέσα στον αίθριο ουρανό των όλων εορταστικών εκδηλώσεων, το τηλεγράφημα αυτό ήταν ένα μαύρο σύννεφο, ένα προμήνυμα θανάτου, που άγγιξε την ψυχή όλων, πιστών φίλων και άσπονδων εχθρών.


Ένα χρόνο νωρίτερα ο Τρικούπης, αντιμέτωπος με τη δεληγιαννική παράταξη και —κυρίως— με το Παλάτι, δεν είχε καταφέρει ούτε καν να εκλεγεί βουλευτής στην ιδιαίτερη πατρίδα του. Έτσι, γεμάτος πίκρα, είχε εγκαταλείψει το Μεσολόγγι και την Ελλάδα και είχε ακολουθήσει το δρόμο της ξενιτιάς. Η υγεία του, λόγω της χρόνιας αρθρίτιδας που τον ταλαιπωρούσε, ήταν ήδη πολύ κλονισμένη. Στο διάστημα που ακολούθησε η κατάσταση του ασθενούς έβαινε συνεχώς επί τα χείρω και οι ελπίδες των γιατρών γίνονταν ασθενέστερες από μέρα σε μέρα. Η Σοφία Τρικούπη, υπόδειγμα αδελφικής αφοσίωσης, παρακολουθούσε με πόνο και αξιοπρέπεια την κατάρρευση του αδελφού της, ανήμπορη να τον βοηθήσει.

Το τηλεγράφημα για το θάνατο του Τρικούπη είχε φθάσει στην Αθήνα γύρω στις 10:00 μ.μ. της 30ής Μαρτίου 1896. Τα άσχημα νέα κυκλοφόρησαν αμέσως στην πρωτεύουσα. Στις ένδεκα η είδηση είχε τοιχοκολληθεί στο καφενείο του Ζαχαράτου. Τα μεσάνυχτα οι πάντες είχαν πλέον ενημερωθεί για το θάνατο του Τρικούπη. Πολλοί εξ αυτών —οι περισσότεροι μάλλον— δάκρυσαν ή και έκλαψαν, έχοντας πιθανώς τύψεις για το κακό τέλος του ανθρώπου που κατά γενική ομολογία είχε εκσυγχρονίσει τη χώρα και την είχε εντάξει στην οικογένεια των άλλων ευρωπαϊκών κρατών.


Η εθνική απώλεια ανακοινώθηκε επισήμως από τον τότε πρωθυπουργό, Θεόδωρο Δεληγιάννη. Εξετάστηκε, μάλιστα, το ενδεχόμενο να αποσταλεί από την κυβέρνηση ένα πολεμικό πλοίο στη Μασσαλία, για να παραλάβει τον νεκρό, αλλά η αντίδραση των Ανακτόρων δεν επέτρεψε να πραγματοποιηθεί κάτι τέτοιο.

Το Παλάτι είχε κρατήσει εχθρική στάση απέναντι στον Τρικούπη από την πρώτη στιγμή που αντελήφθη ότι αυτός ήταν ένας πολιτικός με προοδευτικό πρόγραμμα και κύριο στόχο ένα πραγματικά αναμορφωτικό έργο. Το 1874, συνειδητοποιώντας ποια ήταν η εστία της πολιτικής κακοδαιμονίας, ο Τρικούπης είχε δημοσιεύσει στην εφημερίδα «Καιροί» το περίφημο άρθρο του «Τις πταίει;», το οποίο η κυβέρνηση του Δημητρίου Βούλγαρη είχε θεωρήσει προσβλητικό για το θρόνο. Εξαιτίας αυτού ακριβώς του άρθρου ο Τρικούπης είχε συλληφθεί και είχε οδηγηθεί στη φυλακή (είχε αποφυλακιστεί εντός ενός εικοσιτετραώρου κατόπιν καταβολής εγγυήσεως).


Από τότε τα Ανάκτορα επιχειρούσαν με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία να υπονομεύσουν τον περήφανο πολιτικό, στο πρόσωπο του οποίου έβλεπαν το μεγαλύτερο εχθρό τους. Και πίσω από τον πόλεμο που του είχε κηρύξει το Παλάτι ήταν κρυμμένη όλη η εγχώρια αντίδραση. Για όλα έφταιγε ο Τρικούπης: για τις πλημμύρες, για τους σεισμούς, για την ανομβρία, για την αφορία, για τη σταφιδική κρίση, για τον περονόσπορο στα αμπέλια, για τις ακρίδες και τους αρουραίους.

Τώρα, λοιπόν, είχε έλθει για το Παλάτι η ώρα της εκδίκησης. Η συζήτηση για την αποστολή πολεμικού πλοίου στη Μασσαλία προς παραλαβή της σορού του Τρικούπη είχε διακοπεί απότομα. Ύστερα από αυτήν την πολύ δυσάρεστη εξέλιξη κατέστη γνωστό ότι εύποροι Έλληνες που κατοικούσαν στη Μασσαλία είχαν θέσει στη διάθεση της οικογένειας Τρικούπη ένα ατμόπλοιο για τη μεταφορά του νεκρού. Η σορός του Τρικούπη αφίχθη τελικά στον Πειραιά στις 10 Απριλίου. Ένας αξιωματικός του Βασιλικού Ναυτικού εμφανίστηκε ενώπιον της Σοφίας Τρικούπη και της δήλωσε ότι είχε λάβει υπουργική εντολή να θέσει στη διάθεσή της μιαν ατμάκατο.

Η Σοφία, πικραμένη αλλά και περήφανη όπως ο αδελφός της, ευχαρίστησε τον αξιωματικό, αλλά απέρριψε την προσφορά του. «Τώρα είναι όλα έτοιμα» του απάντησε.

Την άρνησή της επιχείρησε να κάμψει στη συνέχεια ο λιμενάρχης, αλλά η Σοφία δε θέλησε να τον δει. «Είναι περιττό» είπε. «Έπρεπε να μου στείλουν ένα ατμόπλοιο τότε. Τώρα είναι αργά».


Οι απλοί άνθρωποι, σε πείσμα του Παλατιού, υποδέχτηκαν τη σορό του Τρικούπη με εκδηλώσεις λατρείας. Το σπίτι του έγινε τόπος προσκυνήματος έως την ημέρα της κηδείας. Μάλιστα, η συμπεριφορά της Αυλής είχε εξαγριώσει τους προοδευτικούς πολίτες της πρωτεύουσας, και το κυρίαρχο σύνθημα σε όλες τις γειτονιές ήταν το εξής: «Τον έφεραν στον Πειραιά μ’ εμπορικό καράβι».

Το πνεύμα της λαϊκής δυσφορίας για τη μικρότητα και τη μνησικακία που είχε επιδείξει το Παλάτι έναντι του μεγάλου έλληνα πολιτικού εξέφρασε θαρραλέα ο Γεώργιος Σουρής με ένα ποίημα αφιερωμένο στη μνήμη του:

[…]

Έλα πες μας τι συμβαίνει
ω Κορώνα πικραμένη,
για ν’ ακούν οι πατριώτες
τους καϋμούς σου και τους πόνους
εμείς ξέρομε πώς ζούσες
στους πικρούς εκείνους χρόνους
ήπιες του πουλιού το γάλα
κι’ είδες αγαθά μεγάλα.

Κρίμα να μη σου χαρίση
ο Τρικούπης πιο πολλά,
κρίμα να παραγνωρίση
τόσα χρέη υψηλά!

Την Αυλήν κι’ αυτός ηδίκει
και για τούτο τ’ άδικο,
να τον φέρουν με καΐκι
έπρεπε ψαράδικο!

Μην κανένας ξεφωνήση
για τον άφωνο μικρός,
μην ξυπνήση και νεκρός·
ξεφωνήματα δεν θέλει
και στεφάνια Παλατιού
φτάνουν για το λείψανό του
τα λουλούδια του σπιτιού.