Σημαντική προσωπικότητα της ελληνικής αρχιτεκτονικής και αρχαιολογίας με διεθνές κύρος, ο ακαδημαϊκός Αναστάσιος Ορλάνδος, απόγονος του πολιτικού της Επανάστασης του 1821 Ιωάννη Oρλάνδου, αλλά και της οικογένειας των Κουντουριώτηδων (εκ μητρός), γεννήθηκε στην Αθήνα στις 23 Δεκεμβρίου 1887.

Ο Ορλάνδος σπούδασε αρχιτεκτονική στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο και φιλολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, ακολούθως δε αναγορεύτηκε διδάκτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (θέμα της διδακτορικής διατριβής του ήταν «Το αέτωμα του εν Σουνίω ναού του Ποσειδώνος»).


Εργάστηκε σε νεαρή ηλικία (1910-1917) ως αρχιτέκτονας στις αναστηλώσεις των μνημείων της Ακρόπολης υπό τον Νικόλαο Μπαλάνο, ενώ υπήρξε μαθητής και συνεργάτης σπουδαίων αρχαιολόγων, όπως ήταν οι W. Dörpfeld, G. Karo, R. Heberdey, Α. von Premerstein και A. Brückner.

Από το 1919 έως το 1958 ο Ορλάνδος δίδαξε στη Σχολή Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του Μετσοβίου (Αρχιτεκτονική Μορφολογία και Ρυθμολογία, Ιστορία της Αρχιτεκτονικής), ενώ από το 1939 έως το 1958 υπήρξε τακτικός καθηγητής Βυζαντινής Αρχαιολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.


Εξάλλου, ο Ορλάνδος διετέλεσε επί μακρόν διευθυντής της Υπηρεσίας Αναστηλώσεως Αρχαίων και Ιστορικών Μνημείων.

Ακολουθώντας την επιστημονική οδό της πολύωρης και κοπιαστικής εργασίας και μελέτης κοντά στα μνημεία, ο Ορλάνδος προέβη στην αποτύπωση και το σχεδιασμό τους με απαράμιλλη ευχέρεια και ακρίβεια, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στον τρόπο δόμησης και ένταξης στο τοπίο, στη λειτουργικότητα και την αισθητική των αρχαίων, βυζαντινών και νεότερων κτισμάτων.


Έχοντας αποκτήσει μια μοναδική εποπτεία ολόκληρου του ελληνικού μνημειακού χώρου, ο Ορλάνδος διαδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο όχι μόνο στην απογραφή αλλά και στην αρχειοθέτηση του τεράστιου μνημειακού πλούτου της χώρας μας.

Τα ενδιαφέροντά του δεν περιορίζονταν μόνο στην αρχαιότητα, τα παλαιοχριστιανικά και τα βυζαντινά μνημεία, αλλά εκτείνονταν έως τη λαϊκή αρχιτεκτονική του 18ου αιώνα.


Ο Ορλάνδος υπήρξε ιδρυτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών (1926), ενώ το 1950 εξελέγη πρόεδρος αυτής.

Επίσης, διετέλεσε σύμβουλος (1927-1951) και γραμματέας (1951-1979) της Εν Αθήναις Αρχαιολογικής Εταιρείας.

Ο Ορλάνδος συμμετείχε στη διοίκηση και άλλων επιστημονικών εταιρειών (Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος, Χριστιανική Αρχαιολογική Εταιρεία, Εταιρεία Βυζαντινών Σπουδών), ενώ υπήρξε τακτικό μέλος ξένων αρχαιολογικών ινστιτούτων και σχολών στη χώρα μας.


Το όνομα του Ορλάνδου συνδέθηκε άρρηκτα με την αναστήλωση πολλών αρχαίων και βυζαντινών μνημείων της χώρας μας, ενώ αναρίθμητες υπήρξαν οι μελέτες του με θέμα τα εν λόγω μνημεία.

Ο Αναστάσιος Ορλάνδος απεβίωσε πλήρης ημερών στην Αθήνα, στις 6 Οκτωβρίου 1979.