Αφροδίτη

Εκείνο το βράδυ, εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Όμως, στο νου μου, ήτο μέρα. Μέσα στο φως της, με κοίταζες. Εσύ, αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, και κάποτε κάποτε ονειρευόσουν αυξάνοντας μέσα μου την ζωηρή φωτοχυσία.

Κι όμως, έξω ήτανε νύκτα. Αλλά τι νύκτα; Νύκτα γιομάτη θάματα, νύκτα σπαρμένη μάγια.

Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων. Αλλά, συγχρόνως, έβλεπα Εσένα.

Αγαπητή, ροδόχρους και απαλά ντυμένη, στεκόσουν μέσα μου, σε άπλετη φωτοχυσία, και πότε έγερνες δεξιά, και πότε αριστερά την κεφαλή σου, με τον Ωρίωνα, ή με τον Σείριο στα μαλλιά σου, με τον Τοξότη στην καρδιά σου.

Εγώ εκοίταζα τα άστρα και τους αστερισμούς. Ιδού ο Τοξότης, έλεγα, ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα έβλεπα Εσένα ταυτοχρόνως.

Αγαπητή, ροδόχρους, και απαλά ντυμένη, καθόσουν σε μια καρέκλα μέσα στην καρδιά μου, σε μίαν απερίγραπτη φωτοχυσία, με την σκιά σου, πότε δεξιά και πότε αριστερά, και έμενες ασάλευτη, απλή, γλυκιά, ωραιοτάτη και καθισμένη στην καρέκλα σου με τέτοιο τρόπο, που μου ερχόταν να σε βάλω να καθίσεις στα γόνατά μου, με το ένα μου χέρι στα στήθη σου, και το άλλο κάτω από το φόρεμά σου, ανάμεσα στα σκέλη σου.

Και έλεγα και ξανάλεγα: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, και έβλεπα πάντοτε, και τους αστερισμούς και Εσένα.

Τούτη όμως την φορά, ήσουν ξαπλωμένη —απόλυτα ξαπλωμένη— και τα μαλλιά σου τα ανέμιζε ο αέρας. Το χέρι μου σε έψαυε. Τα μάτια σου μου μιλούσαν. Και εγώ έλεγα και ξανάλεγα με πάθος: Ιδού ο Τοξότης, ιδού ο Αιγόκερως, ο Σείριος, ο Ωρίων, μα τώρα πλέον, έβλεπα μονάχα Εσένα.

Τότε συνέβη ένα μεγάλο θαύμα. Έσβησαν όλα τα άστρα μονομιάς, και έμεινες μόνον Εσύ στον ουρανό μαζί μου, μέσα σε μιαν ανέσπερη ημέρα, στο πλευρό μου. Εγώ σε κοίταζα αγαλλιών, και έλεγα και ξανάλεγα το όνομά σου.

Και Συ;

Εσύ, γλυκιά και Μεγαλόχαρη, μέσα στο χέρι σου, κρατούσες την καρδιά μου.

*Ανδρέας Εμπειρίκος, Γραπτά ή Προσωπική Μυθολογία (1936–1946), εκδόσεις Άγρα, Αθήνα [1η έκδοση 1960, Αθήνα, Δίφρος].

Στο πεζό ποίημα «Αφροδίτη» το ποιητικό υποκείμενο απευθύνεται σε ένα δεύτερο πρόσωπο, στην Αφροδίτη του τίτλου, την προσωποποίηση του Έρωτα. Κατά έναν παράδοξο τρόπο, στο τέλος του κειμένου, η Αφροδίτη φέρει και ιδιότητες της Παναγίας, ενσαρκώνοντας το θηλυκό εκείνο πρόσωπο που κυριεύει και ορίζει την καρδιά του ποιητή. Αυτό το ποίημα έχει τη μορφή προσευχής, που απευθύνεται εξίσου στον πλανήτη και στη θεά Αφροδίτη. Είναι ένα ποίημα αντιπροσωπευτικό της ποίησης της γενιάς του Τριάντα, που γράφτηκε κατά τη διάρκεια ή αμέσως μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου η αναβίωση της παράδοσης αποκρυσταλλώνεται στην πίστη ή την ελπίδα για την αναγέννηση της αγάπης (Roderick Beaton, Εισαγωγή στη νεότερη ελληνική λογοτεχνία, εκδόσεις Νεφέλη, Αθήνα, 1996, σελ. 245-246, πηγή: greek-language.gr).

Ο Ανδρέας Εμπειρίκος γεννήθηκε στη Βραΐλα (Μπράιλα) της Ρουμανίας, το μεγάλο λιμάνι του Δούναβη, στις 2 Σεπτεμβρίου 1901. Απεβίωσε στην Κηφισιά, στις 3 Αυγούστου 1975.