Το εάν ένας πολιτικός θα καταφέρει να εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ενός έθνους κρίνεται, σε τελική ανάλυση, όταν υπάρχει ικανή χρονική απόσταση από τα ιστορικά γεγονότα στα οποία αυτός πρωταγωνίστησε, όταν οι παραμορφωτικοί φακοί των πολιτικών παθών και των αναπόφευκτων συναισθηματισμών παραχωρούν νομοτελειακά τη θέση τους στη νηφάλια σκέψη και την ψύχραιμη αποτίμηση της προσφοράς τού εν λόγω πολιτικού στην πατρίδα.

Θεωρώ ότι τα ανωτέρω βρίσκουν πλήρη εφαρμογή στην περίπτωση του Κωνσταντίνου Καραμανλή, ο οποίος γεννήθηκε ακριβώς πριν από 114 χρόνια, στις 8 Μαρτίου 1907, στο τουρκοκρατούμενο τότε Κιούπκιοϊ (νυν Πρώτη) Σερρών.

Και τούτο, διότι ο Καραμανλής, με το αναμφισβήτητο κύρος του και την πανθομολογούμενη διορατικότητά του, τόλμησε να πάρει δύσκολες αποφάσεις και να γράψει ιστορία.

Διότι άσκησε πολιτική έχοντας αίσθηση του μακρού χρόνου, χωρίς να παρασύρεται από τις σειρήνες του εφήμερου και του συγκυριακού.

Διότι ευτύχησε, σε αντίθεση με τον Ιωάννη Καποδίστρια, να δρέψει τους καρπούς των πολυετών προσπαθειών του για τη μετάβαση της χώρας σε μια νέα, σαφώς καλύτερη εποχή, εποχή ομαλότητας και δημιουργίας.

Διότι απέτρεψε με τις επιλογές του τον εθνικό διχασμό και την ακραία πόλωση, που έπληξαν καίρια τον Ελευθέριο Βενιζέλο και αμαύρωσαν μέχρις ενός βαθμού τη δόξα του.

Διότι εγγυήθηκε και διασφάλισε την ομαλή μετάβαση από την απριλιανή χούντα στο δημοκρατικό πολίτευμα, σε μια περίοδο όπου τα πολιτικά πάθη ήταν οξυμμένα και η εδαφική ακεραιότητα της χώρας είχε τεθεί εν αμφιβόλω.

Διότι έδωσε αναίμακτη και οριστική λύση στο πολιτειακό ζήτημα, που είχε ταλανίσει τον ελληνισμό επί ολόκληρες δεκαετίες.

Διότι πέτυχε, σε εποχές όπου αυτό φαινόταν μάλλον απίθανο, την ενσωμάτωση της Ελλάδας, μιας μικρής χώρας της υπανάπτυκτης Βαλκανικής, στην ευρωπαϊκή οικογένεια, την ένταξή της στους κόλπους των πλέον προηγμένων από πολιτικοοικονομικής απόψεως χωρών της γηραιάς ηπείρου.

Διότι απέσπασε τον ανυπόκριτο σεβασμό των πολιτικών αντιπάλων του, που γνώριζαν ότι είχαν απέναντί τους, υπό οποιεσδήποτε περιστάσεις, έναν καλό παίκτη, έναν έντιμο συνομιλητή.

Διότι υπερέβη κατά πολύ και κατ’ επανάληψιν τα όρια της παράταξής του, πολλώ δε μάλλον του εκάστοτε κόμματός του, καθώς, παρά τις αποκρυσταλλωμένες απόψεις του, είχε το χάρισμα να τείνει ευήκοον ους σε πολλές από τις θέσεις της άλλης πλευράς, της αντίπερα όχθης.