Σε αυτήν την περίοδο της εκτεταμένης και πολυεπίπεδης διοικητικής δράσης, οι αξιολογήσεις των θεσμών είναι αναπόφευκτες και επιβάλλονται από την ίδια την κοινωνική πραγματικότητα. Επομένως, στο μέτρο που το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης αποτελεί μία από τις Ανεξάρτητες Αρχές, η ύπαρξη των οποίων κατοχυρώνεται στο άρθρο 101Α του Συντάγματος,  πρέπει και ως προς αυτό να τεθεί το ερώτημα, εάν πράγματι η λειτουργία του ικανοποιεί διαχρονικά τα βασικά, τουλάχιστον, θεσμικά χαρακτηριστικά των ιδιόμορφων αυτών δομών οργάνωσης της Διοίκησης.

Αφορμή για τη θέση εν αμφιβόλω της σκοπιμότητας και του τρόπου της λειτουργίας του, ιδίως δε της άσκησης των κυρωτικών αρμοδιοτήτων του, στάθηκε η πλέον πρόσφατη με αρ. 103/2020 απόφασή του.

Με την απόφαση αυτή η Ολομέλεια του Εθνικού Συμβουλίου Ραδιοτηλεόρασης επέβαλε στην εταιρεία με την επωνυμία ΑΛΤΕΡ ΕΓΚΟ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΗ ΜΕΣΩΝ ΜΑΖΙΚΗΣ ΕΝΗΜΕΡΩΣΗΣ ΑΝΩΝΥΜΟΣ ΕΤΑΙΡΙΑ, ιδιοκτήτρια του τηλεοπτικού σταθμού MEGA CHANNEL, τη διοικητική κύρωση του προστίμου των είκοσι χιλιάδων (20.000) ευρώ [!!!], καθώς δέχθηκε ότι τάχα παραβίασε -εκ προθέσεως- «… την υποχρέωση ακριβούς και με αίσθημα ευθύνης μετάδοσης των πληροφοριών και ειδήσεων, παραπληροφορώντας το τηλεοπτικό κοινό για το πραγματικό περιεχόμενο μεταδοθέντος βίντεο και ανάγοντας απλές πιθανολογήσεις σε τετελεσμένα γεγονότα…».

Αναρωτάται κανείς, αν το διατακτικό της παραπάνω απόφασης επιβεβαιώνει την πρωταρχική υποχρέωση της κάθε Ανεξάρτητης Αρχής για την τήρηση της αρχής της νομιμότητας. Και τούτο καθώς, εν προκειμένω,  η απόφαση του ΕΣΡ, κατά ισχυρή άποψη, αποκλίνει από την ικανοποίηση του πιο απλού και βασικού κανόνα από το «πλέγμα της νομιμότητας» (bloc de légalité): του κανόνα της ορθής εφαρμογής της σημαντικότερης γραπτής πηγής της νομιμότητας της διοικητικής δράσης, δηλαδή του νόμου.

Έτσι, μολονότι στο νομικό μέρος  της απόφασης ορθά το ΕΣΡ παραθέτει τις εφαρμοστέες στην προκείμενη περίπτωση διατάξεις του άρθρου 5 του Κώδικα Δεοντολογίας ειδησεογραφικών και άλλων δημοσιογραφικών και πολιτικών εκπομπών (ΠΔ 77/2003), στις οποίες προβλέπεται ότι:

«1. Η μετάδοση των γεγονότων πρέπει να είναι αληθής, ακριβής και όσο είναι δυνατό πλήρης. Τα γεγονότα πρέπει να παρουσιάζονται με προσοχή και αίσθημα ευθύνης, ώστε να μη δημιουργούν υπέρμετρη ελπίδα, σύγχυση ή πανικό στο κοινό.

2. Ανακρίβειες ή παραπλανητικές δηλώσεις διορθώνονται αμέσως στο πλαίσιο της ίδιας ή παρόμοιας εκπομπής», ωστόσο δεν τις εφαρμόζει το ίδιο ορθά. Κατά τούτο, στην απόφαση της Ολομέλειάς του, το ΕΣΡ παραθέτοντας το πραγματικό μέρος της υπόθεσης αναφέρει ότι «… [κ]ατά την πρωινή ενημερωτική εκπομπή ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΩΡΑ MEGA, που μεταδόθηκε από τον σταθμό της εγκαλουμένης την 16η Ιουλίου 2020, προβλήθηκε ρεπορτάζ σχετικό με συγκέντρωση κατοίκων κατά της έντονης παρουσίας μεταναστών στην περιοχή τους και τα επεισόδια που ακολούθησαν μετά την οργάνωση παράλληλης αντισυγκέντρωσης από ομάδες αλληλέγγυων προς τους μετανάστες πολιτών.

Έγινε λόγος για αστυνομική βία που ασκήθηκε κατά πολιτών και προβλήθηκε βίντεο, στο οποίο εμφανίζονταν αστυνομικοί να κάνουν έλεγχο σε πολίτη και να μεταφορτώνουν, σε ένα μηχανάκι άγνωστης ταυτότητας, κοντάρια και έναν μηχανισμό που προσομοίαζε με βόμβα μολότοφ. (…)

Μεταξύ των ωρών 08:18:55 και 08:20:40 προβλήθηκε ο εξής τίτλος: ΕΝΤΟΝΕΣ ΑΝΤΙΔΡΑΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΙΣ ΕΙΚΟΝΕΣ ΠΟΥ ΔΕΙΧΝΟΥΝ ΑΣΤΥΝΟΜΙΚΟ ΝΑ «ΦΥΤΕΥΕΙ» ΜΟΛΟΤΟΦ ΣΕ ΣΑΚΟ ΔΙΑΔΗΛΩΤΗ.(…) Περί την ώρα 08:51:40 ο παρουσιαστής της εκπομπής έκανε σύνδεση με τον αστυνομικό συντάκτη του σταθμού, ο οποίος ενημέρωσε ότι είχε υπάρξει αντίδραση της αστυνομίας για το θέμα και ότι σύμφωνα με αστυνομικές πηγές επρόκειτο για κατασχεθέν υλικό που φορτωνόταν σε υπηρεσιακή μοτοσικλέτα για να μεταφερθεί προς εξέταση στα εγκληματολογικά εργαστήρια.

Η παρουσίαση της είδησης

Οι παρουσιαστές της εκπομπής σημείωσαν ότι επρόκειτο για σημαντική πληροφορία και μίλησαν για το ζήτημα της προκατάληψης της εικόνας…».Παρά λοιπόν αυτή την αναφορά της απόφασης, η οποία καταδεικνύει την συμμόρφωση των παρουσιαστών με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 5 του ΠΔ 77/2003, η ίδια απόφαση του ΕΣΡ καταλήγει, μέσω προφανούς λογικού άλματος, στην επιβολή της επίμαχης κύρωσης.

Φαίνεται, λοιπόν, ότι η υπαγωγή στην οποία καταλήγει το ΕΣΡ για να επιβάλει το ουδόλως αμελητέο πρόστιμο των 20.000 ευρώ στο MEGA είναι πρόδηλα λανθασμένη, αφού ουδόλως λαμβάνει υπόψη της -αν και την αναφέρει- την άμεση, εντός μόλις είκοσι λεπτών και στο πλαίσιο της ίδιας εκπομπής, διόρθωση της φερόμενης ως ανακριβούς μετάδοσης μίας πληροφορίας, της οποίας τα δεδομένα παρουσιάσθηκαν και προς την οποία εγκαίρως εκτέθηκαν η αμφισβήτηση και ο αντίλογος.

Συνεπώς, γεννάται το ερώτημα, πού ακριβώς εντοπίζεται η εκ προθέσεως παραβίαση από το MEGA των υποχρεώσεων του και η παραπληροφόρηση του κοινού –η οποία μάλιστα κοστολογείται στο ύψος των 20.000 ευρώ-, όταν μέσα στην ίδια εκπομπή μία πληροφορία, που εξ αρχής είχε αναφερθεί ως αμφίβολη από τους παρουσιαστές της, διορθώνεται ως προς το ακριβές περιεχόμενο της τόσο άμεσα και μόλις εκ των πραγμάτων αυτό κατέστη δυνατό.

Είναι δε ενδεικτικό της πρόθεσης του καναλιού το ότι ήδη κατά τη διάρκεια της πρώτης προβολής του θέματος ο παρουσιαστής- δημοσιογράφος ενημέρωσε το κοινό ότι αναμένεται η σχετική τοποθέτηση της ΕΛ.ΑΣ., η οποία έγινε όταν η ίδια η ΕΛ.ΑΣ. το επέτρεψε, δηλαδή είκοσι λεπτά αργότερα (ενώ η ίδια εξέδωσε επίσημο δελτίο τύπου μία μέρα αργότερα!).

Άρα, ποια ακριβώς παράβαση τελέστηκε και ποια είναι η παραπληροφόρηση του κοινού, όταν το MEGA τηρώντας το νόμο ενημέρωσε τόσο σύντομα το κοινό για το τί ακριβώς είχε συμβεί; Άλλωστε, σε τί άλλο συνίσταται η οιασδήποτε μορφής και μέσου μετάδοση πληροφοριών πέραν της έκθεσης των υπαρχουσών τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή;

Το κρίσιμο συμπέρασμα από όσα εκτέθηκαν είναι, ότι τελικά ο προβλεπόμενος κρατικός έλεγχος, που προβλέπεται από το Σύνταγμα, επί της ραδιοτηλεόρασης,  πρέπει να μην είναι υποθετικός, αλλά να συνιστά μέσο διαφυλάξεως της «αντικειμενική[ς] και με ίσους όρους μετάδοση[ς] πληροφοριών και ειδήσεων»  -σύμφωνα με τους συνταγματικούς ορισμούς- και να μην κατατείνει  σε ενδεχόμενη  υπονόμευση και κατ’ ουσία φαλκίδευσή  της, μέσω της θέσης μη εύλογων προϋποθέσεων και περιορισμών. Η επιβολή δε ποινών και κυρώσεων ας αιτιολογείται τουλάχιστον με συνέπεια και όχι να αποφασίζεται αυτοβούλως, ίσως δε και κατά προδήλως μη ορθή εφαρμογή του νόμου.