Αθήνα, 4 Οκτωβρίου 1967

Ένας ξαφνικός θόρυβος μάς ξύπνησε.

Ήταν εφτά το πρωί. Κάποιοι χτυπούσαν δυνατά την πόρτα του διαμερίσματός  μας και ταυτόχρονα χτυπούσαν ασταμάτητα το κουδούνι.

[…]

-Ασφάλεια, είπε το μπλε κοστούμι. Έχουμε εντολή να κάνουμε έρευνα.

-Έχετε ένταλμα;

-Δεν χρειαζόμαστε ένταλμα.

-Έχετε καμιά ταυτότητα; επέμεινε ο άνδρας μου. Πώς ξέρουμε ότι είστε της Ασφάλειας;

Ο άλλος χαμογέλασε συμπονετικά.

-Εσείς δεν χρειάζεται να ξέρετε τίποτα. Εμείς είμαστ’ αυτοί που πρέπει να ξέρουμε.

Δεν έχω αλλάξει ούτε μια λέξη απ’ αυτόν το λακωνικό διάλογο που σημάδεψε την αρχή της εποχής της σύλληψής μας στο σπίτι, και δε νομίζω ότι θα ξεχάσω ποτέ αυτή την τρομακτικά απλή εφαρμογή του όρου «ολοκληρωτικό καθεστώς» στην καθημερινή ζωή.

Κείμενο της Ελένης Βλάχου στο περιοδικό «Η Λέξη» (τ. 63-64, Απρίλης – Μάης 1987) αναφορικά με την ημέρα όπου τέθηκε σε κατ’ οίκον περιορισμό από τη χούντα των συνταγματαρχών.

Ίσως το πιο επικίνδυνο απ’ όλα τα φαινόμενα της ελληνικής ζωής είναι αυτή η τάση να πιστεύωμε περισσότερο στους μύθους παρά στην πραγματικότητα. 

«Του Έλληνος ο τράχηλος ζυγόν δεν υπομένει» μαθαίναμε στο παιδάκι να ψελλίζη. Ψέμα και ψέμα επικίνδυνο. Διότι του Έλληνος ο τράχηλος έχει υπομείνει ζυγούς επί αιώνες. Με αυτούς τους κομπασμούς δημιουργείται ένα αίσθημα ασφαλείας, ισχύος, η οποία μπορεί να είναι ικανοποιητική και παρήγορη, αλλά στη δύσκολη ώρα δεν αρκεί πάντα για να μας προστατεύση.

Η αδυναμία μας για τις «έτοιμες φράσεις», τα πατριωτικά «κλισέ», τα υπερβολικά περί Ελληνικού στρατού εγκώμια εγέλασαν εκείνες τις πρώτες ημέρες ολόκληρη την Ελλάδα. Δεν ήταν δυνατόν ο Ελληνικός στρατός να κακοποιή Έλληνες… Δεν ήταν δυνατόν Έλληνες στρατηγούς… Δεν ήταν δυνατόν να είχαν εγκλωβίσει έξη χιλιάδες πολίτες χωρίς σοβαρό λόγο…

Κι όμως ήταν δυνατό.

Και έγιναν όλα αυτά και χειρότερα.

Μέσα σε ωκεανούς από λανθασμένες πεποιθήσεις κολυμπούσε ο ελληνικός λαός εκείνες τις ημέρες. Μερικές τις μοιραζόμαστε κι εμείς, οι λιγώτερο μυθομανείς. Για παράδειγμα, δεν πιστέψαμε, για πολύ καιρό, τον ελεεινό ρόλο που είχε παίξει εις βάρος του ελληνικού λαού η φίλη, προστάτις, μεγάλη δημοκρατική χώρα, η Αμερική. Είναι αλήθεια ότι δεν είχαν ανακαλυφθή όλες οι αθλιότητες, όλα τα σκάνδαλα, η λέξη «Γουώτεργκαιητ» ήταν ακόμη άγνωστη, ο τίτλος «Πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών» μεγάλος και σπουδαίος, η συμμαχία «ΝΑΤΟ» σεβαστή.

Το ίδιο, πρέπει να πω, πιστεύανε και μερικοί Αμερικανοί για τη δική τους Αμερική. Και οι μεγάλες εφημερίδες του Νέου Κόσμου γράψανε αμέσως άρθρα και σχόλια που κατεδίκαζαν με αυστηρότητα το βάρβαρο πραξικόπημα, που έδειχναν δημοκρατική ευαισθησία και πλήρη γνώση για το ποιόν της στρατιωτικής συμμορίας, που είχε καταλάβει τον τόπο. Το μόνο που δεν ξέραμε ήταν ότι η δική τους φωνή ήταν τόσο αδύναμη και τόσο περιφρονημένη από την επίσημη Ουάσιγκτον όσο και τα πρώτα δικά μας αντιστασιακά έντυπα. Ο Λευκός Οίκος είχε πάρει τους συνταγματάρχες υπό την προστασία του, αμέσως. Ήταν το είδος των ανθρώπων που τους άρεσαν, τους χρησιμεύανε. Με στολή ή χωρίς, πρόδιδαν τους συμπατριώτες τους χωρίς ενδοιασμούς, εκτελούσαν πειθαρχικά τις ξένες διαταγές, διευκόλυναν τα ξένα συμφέροντα, εξυπηρετούσαν τις ξένες υπηρεσίες. Ήσαν «our boys», «δικά μας παιδιά…»

Απόσπασμα από δημοσιευθέν χρονικό της Ελένης Βλάχου με τίτλο «Πώς άνοιξαν οι πόρτες στην δικτατορία».

Η αείμνηστη Ελένη Βλάχου, εκδότρια, δημοσιογράφος και χρονογράφος, γεννηθείσα στην Αθήνα στις 18 Δεκεμβρίου 1911, απεβίωσε στις 14 Οκτωβρίου 1995.