Τα νησιά του Βορειοανατολικού Αιγαίου έχουν καταστεί δυστυχώς συνώνυμα με τα αδιέξοδα της «Ευρώπης-φρούριο». Η λογική ότι πρέπει τα σημεία εισόδου προσφύγων και μεταναστών να λειτουργούν και ως φραγμοί οδήγησε σε μια υπερσυσσώρευση ανθρώπων που αντιμετωπίζουν άθλιες συνθήκες. Η προοπτική τα σημερινά καμπ να αντικατασταθούν από κλειστά κέντρα κράτησης δεν υπόσχεται κάποια πιθανότητα μεγάλης βελτίωσης των συνθηκών, καθώς οι παράμετροι που καθορίζουν το πρόβλημα είναι ακριβώς ο αριθμός και η λογική ότι όσοι αποπειρώνται να εισέλθουν θα πρέπει να «εγκλωβίζονται» στο σημείο εισόδου μέχρις ότου απελαθούν.  Και όλα αυτά την ώρα που αποτελεί βασική αρχή δικαίου διεθνώς ότι από μόνη της η ιδιότητα του ανθρώπου που ζητεί υπαγωγή σε καθεστώς ανθρωπιστικής προστασίας δεν μπορεί να συνιστά παράγοντα κράτησης.

Από την άλλη, η διαρκώς επαναλαμβανόμενη επίκληση της «αποτροπής» και της «φύλαξης» μπορεί να τροφοδοτεί μια ρητορική «ασφάλειας», όμως παραβλέπει ότι εάν ποτέ όντως γινόταν πράξη, απλώς θα είχαμε αύξηση του αριθμού των θυμάτων, ενώ καλό είναι να μην ξεχνάμε ότι η ασφαλής άφιξη μεταναστών και προσφύγων αποτελεί στοιχειώδη υποχρέωση κρατών που σέβονται το διεθνές δίκαιο. Το χειρότερο είναι ότι πάνω σε αυτά τα υπαρκτά αδιέξοδα βρίσκει διαρκώς έδαφος μια ρητορική μίσους που δεν έχει σχέση με τα πραγματικά προβλήματα, αλλά επενδύει πολιτικά στον αντιμεταναστευτικό και αντιπροσφυγικό τόνο, στοιχείο που το έχουμε δει πολύ έντονα και στις «αντιδράσεις» σε μετεγκαταστάσεις προσφύγων στην ενδοχώρα, αλλά και στην επιστροφή των επικίνδυνων απόψεων περί «πληθυσμιακής αλλοίωσης».

Με υπαρκτό τον κίνδυνο το Μεταναστευτικό και το Προσφυγικό να μετατραπούν σε εφαλτήρια της πολιτικής επιστροφής της Ακροδεξιάς, η ανάγκη «αλλαγής παραδείγματος» πάνω στο ζήτημα αποκτά ξεχωριστή επικαιρότητα. Η εκ νέου αναγνώριση του ασύλου και της μετανάστευσης ως δικαιωμάτων, η έμφαση στις ανοιχτές δομές, τη νομιμοποίηση και την ενσωμάτωση, παράλληλα με την απαίτηση για πανευρωπαϊκή έξοδο από τη λογική των «φραχτών», προσφέρουν μια διαφορετική αφετηρία.