Τελικά ούτε η Ελλάδα αλλά ούτε και η Ευρώπη συνολικά έχουν αποκρυσταλλώσει μια πάγια θέση για το τι συνιστά η μετανάστευση: απειλή ή ευκαιρία; Και δεν έχουν καταλήξει γιατί υπάρχει μια εντελώς θολή και εν πολλοίς πολωμένη συζήτηση γύρω από το ζήτημα και τις βασικές συντεταγμένες και έννοιες που το συγκροτούν. Πρώτα απ’ όλα, ακροδεξιές κυβερνήσεις και δυνάμεις αξιοποιούν το ζήτημα για ιδιοτελείς πολιτικούς σκοπούς με επιχειρήματα που συνδέονται με την ευρωπαϊκή πολιτιστική ταυτότητα και αξίες.

Θεωρούν δηλαδή την παρουσία σχεδόν οποιουδήποτε ξένου στην Ευρώπη και κυρίως ξένων από την περιοχή του μουσουλμανικού κόσμου ως μείζονα απειλή ασφάλειας και υπονομευτική της ευρωπαϊκής ταυτότητας και αξιών. Αναδεικνύουν έτσι ένα μεγάλο παράδοξο και αντίφαση στην καρδιά της Ευρωπαϊκής Ενωσης: το σύστημα δηλαδή που οικοδομείται στη λογική ότι μπορεί να υπάρξει ενότητα μέσα από τη διαφορετικότητα (unity in diversity) και την πολυπολιτισμικότητα, να προσλαμβάνεται ως ανίκανο «να χωρέσει» τον ξένο.

Η άκαμπτη αυτή στάση έχει ως συνέπεια την αδυναμία της Ενωσης να αναπτύξει κοινή πολιτική για το ζήτημα, όπως ρητώς επιτάσσει η Συνθήκη («Η Ενωση αναπτύσσει κοινή μεταναστευτική πολιτική» – άρθρο 79 ΣΕΕ).

Ουσιαστικά η απουσία κοινής πολιτικής μετέτρεψε ένα μείζον πρόβλημα σε εκρηκτικών διαστάσεων κρίση. Και τούτο καθώς η απουσία κοινής πολιτικής κατέληξε στο να μεταφέρεται το βάρος του προβλήματος σε ορισμένες χώρες – μέλη της ΕΕ και κυρίως την Ελλάδα και την Ιταλία ως χώρες πρώτης εισόδου. Στην προσέγγιση της απειλής οι χώρες δεν κάνουν καμιά διάκριση ανάμεσα σε πρόσφυγες, μετανάστες, είτε νόμιμους είτε παράτυπους, παρά το γεγονός ότι η ίδια η Συνθήκη κάνει αυτή τη διάκριση ανάμεσα σε «υπηκόους τρίτων χωρών που χρήζουν διεθνούς προστασίας» και στους οποίους θα πρέπει να χορηγείται άσυλο, σύμφωνα με ένα ενιαίο καθεστώς σχετικών ρυθμίσεων, και στους μετανάστες – μετανάστευση την οποία χαρακτηρίζει «νόμιμη», παράνομη, ακόμη και λαθρομετανάστευση (ο όρος χρησιμοποιείται στην ελληνική έκδοση – κακώς ίσως – από τη Συνθήκη, άρθρο 79).

Ως πρόσθετο αποτέλεσμα η Ενωση αδυνατεί εδώ και καιρό να υιοθετήσει ένα ενιαίο σύστημα ασύλου ως μέρος μιας κοινής πολιτικής και να ξεπεράσει το «καθεστώς του Δουβλίνου» που θέτει όλο το βάρος στις χώρες πρώτης εισόδου και που στην πράξη έδειξε ότι δεν μπορεί να λειτουργήσει.

Από την άλλη, υπάρχει η φιλελεύθερη προσέγγιση στο ζήτημα που θεωρεί ότι η Ευρώπη δεν μπορεί παρά να είναι χώρος υποδοχής των κατατρεγμένων και να τους αντιμετωπίζει σύμφωνα με τις ανθρωπιστικές αξίες, καθώς δεν συνιστούν καμιά απειλή στην ευρωπαϊκή ταυτότητα και στον «ευρωπαϊκό τρόπο ζωής».

Καταγράφεται όμως απουσία ουσιαστικής περιεκτικής συζήτησης πάνω στο εάν η Ευρώπη χρειάζεται ή όχι τη μετανάστευση (νόμιμη) και σε ποιο βαθμό. Γιατί οι ροές προσφύγων μπορεί να περιορισθούν με την εξάλειψη κάποιων συγκρούσεων, οι ροές μεταναστών όχι και για πολλούς λόγους. Η ανάγνωση των δημογραφικών, οικονομικών δεδομένων και άλλων στοιχείων λέει ότι η Ευρώπη χρειάζεται τη μετανάστευση. Αλλά τότε θα πρέπει να δημιουργήσει «νόμιμους δρόμους» γι’ αυτήν, ενώ με μια ολοκληρωμένη πολύπλευρη θετική πολιτική θα πρέπει να συμβάλει στον δραστικό περιορισμό των παράνομων μορφών μετανάστευσης.

Ο Π.Κ. Ιωακειμίδης είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών