Ντράγκι: Σε ετοιμότητα, λόγω ισχυρού ευρώ και αρνητικού πληθωρισμού
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι η Τράπεζα είναι έτοιμη να παρέμβει απέναντι στο ισχυρό ευρώ και τον αρνητικό πληθωρισμό. «Εάν θέλουμε η νομισματική πολιτική να παραμείνει τόσο χαλαρή όσο είναι σήμερα, η συνέχιση της αύξησης της ισοτιμίας του ευρώ μπορεί να χρειάζεται μία νομισματική παρέμβαση» σημειώσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Ουάσινγκτον.
Ο πρόεδρος της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι δήλωσε ότι η Τράπεζα είναι έτοιμη να παρέμβει απέναντι στο ισχυρό ευρώ και τον αρνητικό πληθωρισμό. «Εάν θέλουμε η νομισματική πολιτική να παραμείνει τόσο χαλαρή όσο είναι σήμερα, η συνέχιση της αύξησης της ισοτιμίας του ευρώ μπορεί να χρειάζεται μία νομισματική παρέμβαση» σημειώσε στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου στην Ουάσινγκτον.
Ο Ντράγκι αναγνώρισε ότι η ισοτιμία του ευρώ διαδραματίζει έναν «όλο και περισσότερο σημαντικό ρόλο» στις αποφάσεις της ΕΚΤ».
Η ισοτιμία του ευρώ, που έφθασε την Παρασκευή στο υψηλότερο επίπεδο εδώ και τρεις εβδομάδες, επηρεάζει την ανταγωνιστικότητα των εξαγωγών και έχει ως αποτέλεσμα την επιβράδυνση του πληθωρισμού, τον οποίο η ΕΚΤ είναι επιφορτισμένη να διατηρήσει στο ιδανικό για την οικονομία επίπεδο, δηλαδή λίγο κάτω από το 2%.
Επαναλαμβάνοντας ότι η ΕΚΤ είναι έτοιμη τόσο να λάβει νέα μέτρα νομισματικής χαλάρωσης, δηλαδή να προχωρήσει σε μείωση των επιτοκίων, όσο και στη λήψη «μη συμβατικών μέτρων», ο Ντράγκι δήλωσε ότι ο αρνητικός πληθωρισμός στην ευρωζώνη δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται με συγκατάβαση.
Κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου που έδωσε στο περιθώριο των συνεδριάσεων του ΔΝΤ και της Παγκόσμιας Τράπεζας, ο ιταλός αξιωματούχος περιέγραψε τις αρνητικές συνέπειες που συνδέονται με τη χαμηλή δυναμικότητα των τιμών στην οικονομία.
Προειδοποίησε ότι ο κίνδυνος δεν προέρχεται μόνο από την απειλή του αποπληθωρισμού, αλλά και από έναν χαμηλό πληθωρισμό τον οποίο χαρακτήρισε «κακό».
Μία ασθενής αύξηση των τιμών «καθιστά τη διαδικασία προσαρμογής περισσότερο δύσκολη στις χώρες που βρίσκονται υπό πίεση», δηλαδή τις χώρες της νότιας Ευρώπης και «περιπλέκει τη μείωση του χρέους, τόσο του δημοσίου όσο και του ιδιωτικού τομέα» εξήγησε.