Αν σε μια φιλική συζήτηση αναφερθεί η λέξη «ύπνωση», οι περισσότεροι θα σκεφτούν ένα τσίρκο όπου ο ικανός υπνωτιστής θέτει υπό τον έλεγχό του κάποιον από τους θεατές για να διασκεδάσει το κοινό με όσα περίεργα ή αστεία τον πείθει να κάνει. Κάποιοι άλλοι, που γνωρίζουν περισσότερα, ίσως σπεύσουν να μας ενημερώσουν ότι η πρακτική αυτή ακολουθείται για τη θεραπεία διαφόρων δυσάρεστων ψυχολογικών καταστάσεων. Μολονότι οι απόψεις για τον τρόπο με τον οποίο επιδρά η ύπνωση στον ανθρώπινο νου διίστανται, είναι επιστημονικά αποδεκτό ότι σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να αποδειχθεί ανεκτίμητο εργαλείο στα χέρια του θεράποντα ιατρού.



Θα με βοηθήσει η ύπνωση;


Σύμφωνα με άρθρο που δημοσιεύεται στο δικτυακό τόπο healthgate, η ύπνωση θεωρείται αποτελεσματική στην αντιμετώπιση μιας σειράς νευροψυχιατρικών καταστάσεων, όπως η αγχώδης διαταραχή, το στρες και η υπέρμετρη ανησυχία, έξεις, φοβίες, χαμηλή αυτοεκτίμηση, αϋπνία, τραυματικές εμπειρίες, οργή, προβλήματα μνήμης που προκαλούνται από ψυχολογικούς παράγοντες και προβλήματα διαπροσωπικών σχέσεων.



Όπως επισημαίνει ο καθηγητής Ψυχιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και πρόεδρος της Ελληνικής Ψυχιατρικής Εταιρείας (ΕΨΕ) Γ.Χριστοδούλου, η εν λόγω μέθοδος καθίσταται περισσότερο αποτελεσματική στις διαταραχές μετατροπής (δηλαδή σε εκείνες που παλαιότερα χαρακτηρίζονταν ως «υστερία»). Σε αυτές είναι δυνατόν να περιλαμβάνονται καταστάσεις όπως η υστερική παράλυση ή υστερική τύφλωση και ο ψυχογενής λύγκας.


Ωστόσο, η ύπνωση δεν συνιστάται για την άμεση θεραπεία της κατάθλιψης, μολονότι μπορεί να φανεί χρήσιμη στη διερεύνηση ορισμένων από τα αίτια που συντελούν σε αυτήν. Η συγκεκριμένη πρακτική δεν μπορεί, επίσης, να βοηθήσει στη θεραπεία νευρολογικών διαταραχών, όπως είναι η απώλεια μνήμης πασχόντων από νόσο του Αλτσχάιμερ ή μεταβολές στην προσωπικότητα που έχουν προκληθεί από τραυματισμό στον εγκέφαλο. Επιπλέον, δεν φαίνεται να έχει θεραπευτικά αποτελέσματα σε άτομα με ψυχαναγκαστική διαταραχή. Τέλος, η ύπνωση δεν πρέπει να ακολουθείται από ανθρώπους που πάσχουν από κάποια σοβαρή ψυχιατρική διαταραχή.



Σύντομη αναδρομή


Η πρακτική της ύπνωσης, γνωστή από την αρχαιότητα, ήταν συνυφασμένη με τα θρησκευτικά τυπικά. Ο πρώτος ή, ενδεχομένως, ο διασημότερος ερευνητής των υπνωτικών φαινομένων ήταν ο γιατρός Αντον Μέσμερ, που έζησε στη Γαλλία στα τέλη του 18ου αιώνα. Ο Μέσμερ πίστευε πως τόσο η ίδια η υπνωτική κατάσταση όσο και τα αποτελέσματά της οφείλονταν στο ζωικό μαγνητισμό τον οποίο προκαλούσε ο υπνωτιστής. Η θεωρία του απορρίφθηκε ως επιστημονικά εσφαλμένη το 1784 από τους σημαντικότερους ιατρικούς και επιστημονικούς συλλόγους, μεταξύ των οποίων και μία επιτροπή της οποίας ηγούνταν ο Βενιαμίν Φραγκλίνος. Ο ίδιος ο Μέσμερ, πάντως, τύγχανε ευρύτατης λαϊκής αποδοχής στη Γαλλία, όπου, μάλιστα, η τεχνική του πέρασε στην ιστορία ως «μεσμερισμός».



Σχεδόν έναν αιώνα αργότερα, οι Σαρκό και Μπινέ (καθηγητές στο περίφημο Νοσοκομείο Σαλπετριέρ, οι οποίοι επηρέασαν τη σκέψη του Φρόιντ) μελέτησαν το φαινόμενο της ύπνωσης και υποστήριξαν ότι οφείλεται σε νευρολογικές διαταραχές που προκαλούν αποσύνδεση του συνειδητού από το υποσυνείδητο. Ωστόσο, η θεωρία τους διαψεύστηκε πολύ σύντομα, καθώς άλλοι ερευνητές διαπίστωσαν από την κλινική εμπειρία τους ότι τα υπνωτικά φαινόμενα παρατηρούνταν σε πολλά άτομα που δεν παρουσίαζαν συμπτωματολογία νευροψυχιατρικής φύσης. Πάντως, η ίδια η έννοια της αποσύνδεσης των συνειδητών και των υποσυνείδητων τμημάτων του εγκεφάλου θεωρείται ακόμη θεμέλιος λίθος στην ανάλυση της ύπνωσης.



Ο «νονός» του όρου, ο Τζέιμς Μπράιντ, αντιμετώπιζε τη νευροΰπνωση ως υποκατηγορία του ύπνου. Αργότερα, βέβαια, ενστερνίστηκε την άποψη που επικρατεί σήμερα, ότι δηλαδή η αποτελεσματικότητα της μεθόδου έγκειται περισσότερο στην ψυχολογική δεκτικότητα του υποκειμένου παρά στην όποια ικανότητα του υπνωτιστή.



Θεωρίες για την ύπνωση


Στην ψυχοδυναμική θεωρία της ύπνωσης υποστηρίζεται ότι η αποτελεσματικότητα της πρακτικής βασίζεται τόσο στην ανεξάρτητη λειτουργία των τμημάτων του εγκεφάλου που σχετίζονται με το συνειδητό και το υποσυνείδητο όσο και στη δεκτικότητα του ατόμου. Ο άνθρωπος που υπνωτίζεται εύκολα χαρακτηρίζεται από την ικανότητά του να απαρνιέται τον έλεγχο του εγώ του, ώστε να επιτρέπει στον υπνωτιστή να τον καθοδηγήσει σε μια μεταβολή του επιπέδου συνείδησης.



Πάντως, οι λεγόμενες εκστατικές εμπειρίες μπορούν να λάβουν χώρα οποιαδήποτε στιγμή. Σε όλους μας έχει συμβεί να είμαστε τόσο απορροφημένοι στη σκέψη μας, ώστε να μην αντιλαμβανόμαστε τι συμβαίνει γύρω μας. Η ανάγνωση ενός βιβλίου, για παράδειγμα, μπορεί να μας συνεπάρει τόσο πολύ, ώστε να μην καταλάβουμε ότι κάποιος μπήκε στο δωμάτιό μας, μέχρι να μας μιλήσει. Ένας περίπατος στη φύση μπορεί να μας κάνει να χαλαρώσουμε και να αφαιρεθούμε τόσο πολύ, ώστε στο τέλος της διαδρομής να μη θυμόμαστε ακριβώς από ποια μέρη περάσαμε… Ωστόσο, δεν αναφερόμαστε σε αυτού του είδους τις αισθήσεις με τον όρο «ύπνωση».



Η συμπεριφορική προσέγγιση, από την άλλη πλευρά, αντιμετωπίζει το φαινόμενο της ύπνωσης ως αντανακλαστική ανταπόκριση, που λαμβάνει χώρα υπό συγκεκριμένες συνθήκες και εξαρτάται από τις προσδοκίες του υποκειμένου. Εάν δηλαδή πιστεύετε πως ο υπνωτιστής διακρίνεται για συγκεκριμένες ικανότητες, είναι πολύ πιθανόν να απαντήσετε με αντανακλαστική αντίδραση στα ερεθίσματα που θα σας δώσει.



Τέλος, σύμφωνα με τη διαπροσωπική θεωρία, ό,τι συμβαίνει κατά τη διάρκεια της ύπνωσης είναι αποτέλεσμα της σχέσης μεταξύ υπνωτιστή και υπνωτιζόμενου. Πάντως, και τα τρία παραπάνω μοντέλα ανάλυσης δίνουν έμφαση στη «χημεία» που αναπτύσσεται ανάμεσα στα δύο άτομα που συμμετέχουν στη διαδικασία, τόσο συνειδητά όσο και υποσυνείδητα.



Πώς λειτουργεί η ύπνωση;


Η πλειονότητα των υπνωτιστών αναγνωρίζει πως η δεκτικότητα στην πρακτική εξαρτάται από την ικανότητα του υπνωτιζόμενου να εστιάζει την προσοχή του στη διαδικασία, να απορροφάται από τη δραστηριότητα, να χρησιμοποιεί δημιουργικά τη φαντασία του και να εμπιστεύεται τον υπνωτιστή.



Ορισμένοι άνθρωποι είναι πιο επιρρεπείς στην ύπνωση από άλλους, κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που μερικοί μπορούν να διανύσουν ευκολότερα μεγάλες αποστάσεις από ό,τι κάποιοι άλλοι. Πάντως, ο πρόεδρος της ΕΨΕ, καθηγητής Γ.Χριστοδούλου, ο οποίος έχει σχετική κατάρτιση και χρησιμοποίησε την τεχνική στη Βρετανία, αναφέρει πως όλοι οι άνθρωποι μπορούν να υπνωτιστούν- κάποιοι εύκολα και άλλοι δυσκολότερα.



Ένας καλός υπνωτιστής και ένα δεκτικό στην ύπνωση άτομο μπορούν να συνεργαστούν αποτελεσματικά για τη θεραπεία ιατρικών καταστάσεων, που αποδεδειγμένα είναι δυνατόν να αντιμετωπισθούν μέσω αυτής της προσέγγισης.



Είναι, επίσης, σημαντικό να μην συγχέουμε την ιατρική ύπνωση με τις δημόσιες επιδείξεις υπνωτισμού προς τέρψιν του φιλοθεάμονος κοινού και, επίσης, να θυμόμαστε ότι οι αυτόκλητοι υπνωτιστές είναι πολύ συχνά απατεώνες. Εάν επιλέξετε την ύπνωση ως θεραπευτική μέθοδο, βεβαιωθείτε ότι ο άνθρωπος στον οποίο θα εμπιστευτείτε τον έλεγχο της συνείδησής σας σας αφενός έχει την ιατρική ιδιότητα και αφετέρου έχει λάβει την κατάλληλη εκπαίδευση. Αξίζει, τέλος, να σημειωθεί ότι στη χώρα μας δεν υπάρχει επίσημο πρόγραμμα εκπαίδευσης στην ιατρική ύπνωση. Ωστόσο, η μέθοδος διδάσκεται σε κλινικό επίπεδο στις πανεπιστημιακές ψυχιατρικές κλινικές, όπως στην ψυχιατρική κλινική του πανεπιστημίου Αθηνών, την οποία διευθύνει ο καθηγητής Γ.Χριστοδούλου.


Επιστροφή στην Κεντρική Σελίδα

health.in.gr