Δεν είχαμε ποτέ φανταστεί ότι θα γύριζε στην επικαιρότητα το Εικοσιδύο, ότι θα μπορούσε να ξαναζήσει ο κόσμος τις φοβερές του μέρες έστω και σε μικρότερη κλίμακα. Έγινε ωστόσο κι’ αυτό. Για ν’ αποδειχτεί και πάλι εκείνο που αποδεικνύεται πάντα σε περιπτώσεις ανάλογες: ότι ο τουρκικός λαός, μ’ όλο που επέρασαν από τότε τόσα χρόνια —και τι αποφασιστικά χρόνια για να προχωρήσουν οι λαοί κι’ οι πιο καθυστερημένοι, παραπέρα από την παλιά μοίρα τους—, έμεινεν ακόμη και σήμερα όχλος — ένας ανατολίτικος συρφετός. Και το καταπληκτικότερο, ούτε η ηγεσία του κατώρθωσε να φτάσει στην κατάσταση που θα εδημιουργούσε μέσα της την ανάγκη ν’ αντιδράσει στον όχλο, νάρθει σε αντίθεση με το συρφετό. Η διαπίστωση δεν γίνεται από μας, γίνεται από τους ίδιους τους Τούρκους, από τον τουρκικό λαό —το είδαμε στις τελευταίες ανθελληνικές εκδηλώσεις—, κι’ από κείνους που, ενώ αντιπροσωπεύουν το Κράτος με όλη την έννοια της ευθύνης του, επί τέλους της ηθικής, όχι μόνο δεν έκαναν καμμιά προσπάθεια για να συγκρατήσουν το μαινόμενο συρφετό, αλλά και τον παρότρυναν με την επιδεικτική εξαφάνισή τους. Θα ξαναθυμίσομε για τούτο —για να γίνει δηλαδή αισθητό πως οι Τούρκοι του Πενηνταπέντε δεν άλλαξαν σε τίποτε από τους Τούρκους του Εικοσιδύο— το δραματικότερο γεγονός της Καταστροφής, καθώς τόχει ζωγραφίσει, καθώς τόχει απαθανατίσει η ελληνική μνήμη επάνω στον πίνακα του Μεγάλου Μαρτυρίου, όπου προβάλλει η περήφανη μορφή του Χρυσόστομου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.9.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η Σμύρνη (βρισκόμαστε στον Αύγουστο του 1922), μόλις ακούστηκε, Σάββατο μεσημέρι, πως έφτασαν στην Πούντα τα πρώτα άτακτα σώματα του Μπεχλιβάν, επέρασε σε μια ατμόσφαιρα εφιάλτη, που θα την νιώθει, από ημέρα σε μέρα, από ώρα σε ώρα, από στιγμή σε στιγμή, ολοένα βαρύτερη, καταθλιπτικότερη. Οι Τούρκοι ξεχύνονται αμέσως στους δρόμους, με αφρούς αγριάδας στο στόμα τους, με ραβδιά και με κάμες (σ.σ. δίκοπα μαχαίρια) στα χέρια. Η κατάσταση αλλάζει απότομα. Όλες αυτές οι πρόσχαρες άλλοτε περιοχές, από το Φραγκομαχαλά ως τα Τράσα, ως τη Μπελλαβίστα, ως το Παραλλέλι, ως το Φασουλά, ως τα Ταμπάχανα, ως τις Μεγάλες Ταβέρνες — όλοι οι δρόμοι μ’ όλους τους βερχανέδες (σ.σ. στοές με παλαιά σπίτια, εργαστήρια και καταστήματα), γύρω από τη Βαγγελίστρα και τον Άγιο Τρύφωνα ως το Γκιος-Τεπέ και το Κοκάρ-Γυαλί, προαισθάνονται καθαρά ότι από τα βάθη της Μικράς Ασίας δεν ερχότανε μόνο ένας αντίπαλος, που εμείς τον διευκολύναμε με τις διαιρέσεις μας για να επικρατήσει. Αλλά και ένα κύμα βαρβαρότητος, που άσχετα με τα ενδεχόμενα του κινδύνου θα επρόσβαλλε κάθε συγχρονισμένον άνθρωπο, γιατί θα τούδινε την αίσθηση της επιστροφής σε πρωτόγονες, σε απάνθρωπες καταστάσεις.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 11.9.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Ο αλησμόνητος φίλος μας ο Ροδάς (σ.σ. ο Μιχαήλ Ροδάς, 1884-1948, δημοσιογράφος, συγγραφέας και θεατρικός κριτικός), που μαζί του εζήσαμε τα χρόνια της Σμύρνης, δίνει μια χαρακτηριστική πληροφορία στο βιβλίο του το αφιερωμένο σ’ εκείνη την εποχή. Αρκετά προτού εκδηλωθεί η τουρκική επίθεση, έταξαν στους Τούρκους στρατιώτες ότι κάνοντας ακόμη λίγη υπομονή, δεν θα εξασφαλίζανε μόνο τον τερματισμό του πολέμου, αλλά και την ασυδοσία τους. Θα μπορούσαν να σφάξουν, να αρπάξουν, να κάνουν το παν. Απ’ αυτή την πρωτόγονη ασιατική αντίληψη βγήκε η φωτιά, η δήωση (σ.σ. καταστροφή, λεηλασία), το ξεθεμέλιωμα της Σμύρνης.


Οι ώρες περνάνε όπως κοντά σε φέρετρο νεκρού. Τα παράθυρα κλείνουν, τα σπίτια ρημάζουν. Στους ιερούς χώρους, οι Σταυρωμένοι, τα παλιά στασίδια, τα γέρικα κωδωνοστάσια, οι Παναγίες και τ’ άλλα εικονίσματα, ό,τι κρατά την άχνα του χρόνου, την ανάσα τόσων αιώνων ελληνικών, όλα βρίσκονται σε επιθανάτια αγωνία.


Τότε παρουσιάζεται ο Δεσπότης.


Όταν τα πάντα γκρεμιστήκανε, ο πρόξενος της Αμερικής πήγε και τον παρακάλεσε να δεχτεί τη μεσολάβησή του, για να φύγει, για να γλυτώσει δηλαδή. Ένα αντιτορπιλικό πλευρισμένο στην προκυμαία θα τον έπαιρνε σε λίγα λεπτά και θα τον έβγαζε από την κόλαση.


Ο Χρυσόστομος οδήγησεν ατάραχος τον πρόξενο ως το παράθυρο και τούδειξε το πλήθος που είχε ζητήσει καταφύγιο στο προαύλιο της Αγια-Φωτεινής.

— Δεν μπορώ να φύγω, του είπε, και ν’ αφήσω όλο τούτο τον κόσμο ακέφαλο. Ευχαριστώ και σας και την Κυβέρνηση της Αμερικής, αλλά έχω χρέος να μείνω εν τω μέσω του ποιμνίου μου…

Την άλλη μέρα ο Τούρκος αστυνόμος επήγε στη Μητρόπολη σταλμένος από τον Νουρεντίν Πασά, που είχε εγκατασταθεί στο Κονάκι. Ο Δεσπότης τον δέχτηκε στο γραφείο του. Η συνομιλία δεν κράτησε πολύ. Ο Νουρεντίν τον εκαλούσε στο Διοικητήριο. Ετοιμάστηκε αν κι’ ήξαιρε καλά πού πηγαίνει.


Προτού φύγει μπήκε στη μεγάλη αίθουσα όπου βρισκόταν κρεμασμένη η εικόνα ενός άλλου ρασοφορεμένου μάρτυρα, του Γρηγορίου του Ε’.

— Τι σου υποσχέθηκα στο Δεκαενηά (σ.σ. το 1919); τον ερώτησε. Πως αν χρειαστεί να σ’ ακολουθήσω δεν θα κιοτέψω ούτε στιγμή. Κοίταξέ με!

Τα μάτια του Πατριάρχη φωτιστήκανε, παίξανε στο κάδρο του.

Όλος ο χώρος γύρω από το Διοικητήριο έβραζεν από όχλο, από Τουρκιά. Ο Δεσπότης πέρασε ανάμεσά του με περήφανο βάδισμα και με παρμένη πια την απόφαση της μεγάλης θυσίας. Οι δύο άντρες, ο Έλληνας ιεράρχης κι’ ο Τούρκος διοικητής —που τους εχώριζε παλιά έχθρα—, βρεθήκανε αντιμέτωποι. Ο Νουρεντίν σήκωσε το κεφάλι κατά το Χρυσόστομο, το κατέβασε, έμεινε για λίγο σιωπηλός κι’ έπειτα άνοιξε το φάκελλό του. Ήταν γεμάτος έντυπα στοιχεία που έδειχναν την εθνική δράση του Δεσπότη στο διάστημα της Κατοχής (σ.σ. 1919-1922).


— Παραδέχεσαι πως είχες αυτή τη δράση; τον ερώτησε ο Νουρεντίν.

— Το παραδέχομαι! αποκρίθη αδίσταχτα ο Δεσπότης.

Ο διάλογος ήτανε σύντομος, κοφτερός. Στην καρδιά του Νουρεντίν κανένας οίκτος. Στην καρδιά του Δεσπότη καμμιά υποχώρηση.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 7.9.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

— Και πώς γίνεται νάχει τέτοια δράση ένας παπάς;

— Είμαι Έλληνας παπάς! ετόνισε ο Δεσπότης σηκώνοντας το κεφάλι του.

—Πολύ καλά, είπε ο Νουρεντίν κλείνοντας το φάκελλο. Εγώ δεν πρόκειται να σε κρίνω. Σ’ αφήνω ελεύθερο. Κι’ ας σε κρίνει ο λαός.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 8.9.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στο δρόμο, μπροστά στο Διοικητήριο, τον περίμενε ο όχλος, πάντα ο όχλος, ο τουρκικός όχλος, για να τον αρπάξει και να τον οδηγήσει στο Μαρτύριο.

Και καλά, στο Εικοσιδύο είμαστε εχτροί, ενώ σήμερα είχαμε πίσω μας τόσα χρόνια φιλίας. Πώς επικρατήσανε έτσι εύκολα οι παρορμήσεις του όχλου μέσα σ’ ένα θεωρούμενο συγχρονισμένο λαό;

*Κείμενο του Γ. Φτέρη (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του μανιάτη Γιώργου Τσιμπιδάρου, 1891-1967, δημοσιογράφου, κριτικού, συγγραφέα και ποιητή), που έφερε τον τίτλο «Η Τουρκία κι’ ο όχλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 11 Σεπτεμβρίου 1955, λίγες μόλις ημέρες μετά τα διαβόητα Σεπτεμβριανά.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 10.9.1955, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Στις 6 και 7 Σεπτεμβρίου 1955 ο ελληνισμός της Κωνσταντινούπολης δέχτηκε ένα ισχυρότατο –καταλυτικό όπως αποδείχτηκε στο διάβα του χρόνου– πλήγμα, καθώς τότε έλαβαν χώρα τα τρομερά Σεπτεμβριανά: ένας καλώς οργανωμένος τουρκικός όχλος επέδραμε κατά ελληνικών καταστημάτων, οικιών και εκκλησιών, προβαίνοντας σε εκτεταμένες καταστροφές και λεηλασίες.

Από τα δραματικά αυτά γεγονότα και μετά, κάτω από τις αυξανόμενες πιέσεις του τουρκικού κράτους και έχοντας υποστεί μεγάλη οικονομική και πολιτισμική καταστροφή, το ελληνικό στοιχείο της Πόλης αναγκάστηκε να εγκαταλείψει σταδιακά τις εστίες του (130.000 και πλέον έλληνες κάτοικοι τής πάλαι ποτέ Βασιλεύουσας οδηγήθηκαν σε μαζική, αναγκαστική μετανάστευση).