Κύπρος, Ιούλιος 1974: «Άσε, δεν είναι ώρα, έχουμε καιρό»
«Γιατί να μη βλέπουμε την αλήθεια στα μάτια;»
Η Πράσινη Γραμμή είναι μια παράξενη, σιωπηλή, έρημη γραμμή. Ελληνικές σημαίες από τη μια μεριά, τούρκικες από την άλλη, προχώματα, πολεμίστρες και απέραντη σιωπή. Τα σπίτια έρημα, λες και χάθηκαν οι άνθρωποι, λες και τέλειωσε η ζωή. Μόνο σκόρπιοι φαντάροι της Εθνικής Φρουράς κρυμμένοι στα άδεια από ανθρώπους σπίτια.
Σε μια φουφού σιγοψήνονται δυο περιστέρια και σ’ ένα προχειροφτιαγμένο κλουβί τρία λευκά περιστέρια περιμένουν ως φαίνεται κι αυτά τη σειρά τους. Αυτό είναι το «συσσίτιο», και λίγα σταφύλια από τις κληματαριές που αφθονούν ολόγυρα.
«ΤΟ ΒΗΜΑ», 27.10.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Μας οδηγούν στο σπίτι, μας φιλεύουν. Σε λίγο ένας Κύπριος ανθυπολοχαγός μάς συνιστά το λοχαγό τους. Είναι ο διοικητής τάγματος της περιοχής. Γύρω στα 38, γεροδεμένος, γλυκομίλητος, σοβαρός. Γέννημα και θρέμμα της βασανισμένης Κύπρου. Η συζήτηση προχωράει με δυσκολία. Είναι ολοφάνερο πως δεν θέλει να ξανοιχτή. Προσπαθώ να εντοπίσω τη συζήτηση στον πόλεμο, μήπως έτσι τα πράγματα γίνουν πιο εύκολα, μα στέκεται αδύνατο. Στη συνείδηση του λοχαγού —και τη δική μου— πόλεμος και πραξικόπημα είναι δεμένα αξεχώριστα. Μα η πληγή είναι τόσο νωπή και τόσο βαθειά, που σε λίγο ο πόνος και η πίκρα θα ξεχειλίσουν. Κάποια στιγμή ρωτάω αν υπήρχαν τελικά άρματα μάχης στα δικά μας χέρια, κι η απάντηση έρχεται φαρμακερή.
ΛΟΧ.: Πώς… Υπήρχαν μερικά για τα μικρά παιδιά.
Φαίνεται πως τον κύτταξα παράξενα. Χαμογέλασε και συνέχισε μόνος του.
ΛΟΧ.: Είχαμε 34 άρματα και τα μισά τα κατάστρεψαν στο πραξικόπημα.
— Ποιοι τα κατάστρεψαν;
ΛΟΧ.: Μόνοι τους. Όταν το άρμα το χρησιμοποιείς μια βδομάδα συνέχεια και το σκορτσάρεις μέσα στην πόλη, θα χαλάση, τι θα κάνη. Κι όταν στη βδομάδα απάνω σού κάνουν απόβαση και συ χρειάζεσαι τ’ άρματα, άντε νάρθουν άρον άρον άλλα από την Πάφο, άλλα από τη Λεμεσό, άλλα από την Αμμόχωστο, ασυντόνιστα, σε κακή κατάσταση, χωρίς πυρομαχικά. Βλέπεις, τα δικά μας άρματα ήταν κάτι ρώσικα Τ-34 με ελάχιστα πυρομαχικά, που οι Ρώσοι μάς τα δίνουν με το σταγονόμετρο. Άμα τα πιλατεύεις μια βδομάδα στο πραξικόπημα, τι να σου κάνουν; Στο τέλος βρεθήκαμε όλοι ξεβράκωτοι.
«ΤΑ ΝΕΑ», 16.7.1974, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
Έκανα μια δεύτερη ερώτηση. Καλά τα άρματα. Πώς ήταν η κατάσταση από άλλα όπλα. Στη συζήτηση μπήκε ο ανθυπολοχαγός.
ΑΝΘΥΠ.: Υπήρχαν όπλα καλά, τελευταίου τύπου, βελγικά, τσεχοσλοβάκικα. Τα είχε αγοράσει η κυπριακή κυβέρνηση, αλλά την τελευταία στιγμή βρέθηκαν στην ΕΛΔΥΚ. Κι όταν έγινε η απόβασις, άρχισαν να τα μοιράζουν στον πρώτο τυχόντα. Κι οι φαντάροι μας στην πρώτη γραμμή πολεμούσαν με τα μαρτίνια (σ.σ. είδος τυφεκίου) του ’40. Σημειώστε και το εξής. Την Τρίτη το πρωί 16 Ιουλίου (σ.σ. την επομένη του πραξικοπήματος της 15ης Ιουλίου 1974) είχε γίνει επιστράτευσις εφέδρων αξιωματικών. Αυτοί τους χρειάζονταν για το πραξικόπημα. Τους οπλίσαν με τα καλύτερα όπλα, μέχρι βαρέα, και τους έστειλαν στα χωριά να ελέγχουν το εσωτερικό μέτωπο. Όταν το Σάββατο (σ.σ. 20 Ιουλίου, όταν έλαβε χώρα η τουρκική εισβολή στη Μεγαλόνησο, ο διαβόητος «Αττίλας Ι») έγινε η γενική επιστράτευσις, οι έφεδροι αξιωματικοί βρέθηκαν σκορπισμένοι παντού. Λειτουργεί ένας στρατός χωρίς αξιωματικούς; Δεν λειτουργεί.
ΛΟΧ.: Είναι και το άλλο. Αυτοί του εφεδρικού, 1.200 άτομα, βρέθηκαν κλεισμένοι στη φυλακή. Μέχρι τις 11 το μεσημέρι του Σαββάτου σκέφτονταν αν θα τους αφήσουν ελεύθερους. Κι όταν τους άφησαν, αντί να κρατήσουν το σώμα όπως ήταν, να το οπλίσουν με τα δικά του όπλα και με βαρέα, που μπορούσε αυτό το σώμα να κάνη χρυσές δουλειές στη Λευκωσία τουλάχιστο, τους σκόρπισαν στους πέντε ανέμους χωρίς όπλα, χωρίς τίποτα, μόνο και μόνο γιατί τους φοβόνταν. Τι να σου πω; Να σου πω για την περιοχή της Κερύνειας; Τρισήμισυ χιλιάδες νάρκες μέσα στις αποθήκες και δεν έβαλαν μια νάρκη, δεν ανατίναξαν ένα γιοφύρι, δεν εβγήκε μια πυροβολαρχία να επανδρώση τα παράκτια πυροβολεία που είχαμε φτιάξει από τον ιδρώτα και το αίμα του κυπριακού λαού. Χιλιάδες, εκατοντάδες χιλιάδες λίρες. Τα πυροβόλα βρέθηκαν όλα μέσα στα στρατόπεδα κι οι στρατιώτες των πυροβόλων κάναν έρευνες στα σπίτια των μακαριακών…
Είχα αρχίσει να νιώθω άσκημα. Δεν προσπαθούσα να βρω ελαφρυντικά για τους πραξικοπηματίες, αλλά ειλικρινά σκεφτόμουνα πως οι άνθρωποι αυτοί δεν θεωρούσαν ενδεχόμενη μια τουρκική εισβολή. Το είπα. Έγινε μια ησυχία. Ο ανθυπολοχαγός πέταξε μια γρήγορη κουβέντα. Ο λοχαγός τον κύτταξε, δεν είπε τίποτα. Ύστερα γύρισε σε μένα.
ΛΟΧ.: Εγώ, κύριε Κατσουρίδη, από τη Δευτέρα ήμουνα στη μονάδα μου υπό περιορισμόν. Παρακολουθούσα την κατάσταση κι έβλεπα πως το πραξικόπημα επικρατούσε. Άκουγα όμως και το BBC. Άρχισα να φοβάμαι για την Τουρκία. Λέω, αν κάνη κάτι η Τουρκία, πώς θα τους αντιμετωπίσουμε σ’ αυτά τα χάλια, οι Έλληνες να πολεμούν τους Έλληνες κι οι Τούρκοι να μας επιτίθενται. Παρασκευή μεσημέρι με βλέπει ο υποδιοικητής μου, εξ Ελλάδος αυτός. Μου λέει: «Τι έχεις Κώστα, τον Μακάριο σκέφτεσαι ακόμα;» Του λέω: «Όχι, την Κύπρο σκέφτομαι. Αν η Τουρκία κινηθή, όλοι οι αγώνες που κάναμε τόσα χρόνια θα παν χαμένοι». Άρχισε να μου λέει σοφιστείες, πως πίσω από το πραξικόπημα βρίσκονται οι Αμερικάνοι κι αυτά που λέει το BBC είναι μπούρδες και τίποτα δεν έχουμε να φοβηθούμε. Με καθησύχασε λίγο. Κάποιος λέω θάναι πίσω τους, τι διάολο, δεν είναι τυχαίοι, ούτε και θάκαναν το πραξικόπημα έτσι στα κουτουρού. Ύστερα από λίγο περνούν δύο τούρκικα αεροπλάνα. Τα γνώρισα. Λέω: «Ρε παιδιά, το ίδιο σύμπτωμα με το ’67, τούρκικα αεροπλάνα». Πάνε κάποιοι το λένε στον υποδιοικητή, έρχεται και μου κάνει παρατήρηση, ότι προσπαθώ να ρίξω το ηθικό των στρατιωτών. Του λέω: «Τουλάχιστο γιατί δεν κάνουμε επιστράτευση;» «Δε χρειάζεται» μου λέει ξερά και φεύγει. Το άλλο πρωί έγινε η απόβαση. Ο ουρανός είχε γεμίσει Τούρκους αλεξιπτωτιστές και το ραδιόφωνό μας καλούσε σε επιστράτευση. Αρχίσαμε να τρέχουμε σαν τρελλοί. Μας είχαν πιάσει στον ύπνο. Αντιλαμβάνεσαι τώρα τι έγινε. Οι περισσότεροι στρατιώτες της μονάδας μας κι όλοι οι έφεδροι αξιωματικοί ήταν σκορπισμένοι όπου Κύπρος. Είχαν αρχίσει κι οι βομβαρδισμοί, πού να πάη ο κόσμος; Ο καθένας όπου έβρισκε μονάδα έμπαινε. Μπορεί να χρειαζόσουνα πυροβολητές ή ολμιστές και σουρχόντουσαν απλοί φαντάροι. Τι να τους κάνης; Ύστερα, οι όλμοι του τάγματος, τα αντιαρματικά του τάγματος κι όλα τα φυσίγγια των αυτομάτων όπλων είχαν κλαπεί από τους πραξικοπηματίες. Πώς θα ξεκινούσε η μονάδα με έναν όλμο, χωρίς κανένα αντιαρματικό και χωρίς ούτε ένα φυσίγγιο αυτομάτου; Στο σπίτι μου είχα 500 κρυμμένα και πήγα τελευταία στιγμή και τ’ άρπαξα να δώσω στα αυτόματα για να ξεκινήσουμε.
— Με συγχωρείς λοχαγέ μου, εσύ τι τάθελες τα 500 φυσίγγια και τάχες κρυμμένα σπίτι σου;
ΛΟΧ.: Από την επιστολή Μακαρίου και ύστερα εγώ φοβόμουν για πραξικόπημα. Τάκρυψα σπίτι μου, αν μπορούσα ν’ αντιδράσω θα τόκανα. Αλλά μ’ έπιασαν στον ύπνο.
— Και ποιος νομίζεις, λοχαγέ, πως είναι τελικά υπεύθυνος για το πραξικόπημα, ο Ιωαννίδης;
ΛΟΧ.: Όχι μόνον ο Ιωαννίδης. Ο Μακάριος ενοχλούσε τα σχέδια των Αμερικανών. Έβαλαν λοιπόν τον Ιωαννίδη να κάνη το πραξικόπημα και συγχρόνως έβαζαν τους Τούρκους να ετοιμαστούν για εισβολή. Πού θα βρίσκαν καλύτερη ευκαιρία; Η Εθνοφρουρά διαλυμένη λόγω του πραξικοπήματος, ο ένας υπό περιορισμόν, ο άλλος κρατούμενος, ο άλλος της ΕΟΚΑ Β’. Οι μονάδες οι καλές σπαρμένες, και τα αισθήματα του κάθε στρατιώτη το ίδιο. Ο Μακάριος λέγαν οι Αμερικάνοι είναι κομμουνιστής. Τη δουλειά τους κάναν εκείνοι και λέγαν ό,τι ήθελαν. Ο Ιωαννίδης όμως και οι άλλοι δικοί μας τι έπρεπε να πουν; Να χάσουμε την Κύπρο ή να μείνη ο Μακάριος, έστω κι αν είναι κομμουνιστής, έστω κι αν είναι προδότης; Προτίμησαν να χάσουμε την Κύπρο.
Για λίγο έγινε μια βαρειά σιωπή. Μπήκε πάλι στη μέση ο ανθυπολοχαγός για να πη πως όλος ο κόσμος κάτω στην Κύπρο ήξερε πως ο Μακάριος, έτσι όπως είχαν φτάσει τα πράγματα, δεν επρόκειτο να βάλη υποψηφιότητα στις επόμενες εκλογές. Θάμενε μόνο Αρχιεπίσκοπος. Γιατί λοιπόν έπρεπε να τον ρίξουν με πραξικόπημα;
ΛΟΧ.: Εγώ, κύριε Κατσουρίδη, λέω και το άλλο. Άντε και έγινε το πραξικόπημα. Υπήρξε αντίσταση, μεγάλη μικρή δεν έχει σημασία, αλλά την Παρασκευή (σ.σ. 19 Ιουλίου) όλη η κατάσταση στην Κύπρο ετέθη υπό τον έλεγχο των πραξικοπηματιών. Όλη. Δεν υπήρχε πια εστία αντίστασης. Γιατί λοιπόν δεν έκαναν επιστράτευση από την Παρασκευή; Ένας εξ Ελλάδος υπολοχαγός μοίρας πυροβολικού λέει στον διοικητή του: «Κύριε διοικητά, πρέπει να βγάλουμε τα πυροβόλα έξω». «Άσε, δεν είναι ώρα, έχουμε καιρό», αυτό του απάντησε. Οι Τούρκοι είχαν ξεκινήσει με τα αποβατικά τους κι εμείς είχαμε ακόμα καιρό. Όλοι τα ξέραμε, τάξερα εγώ. Ποιος ήμουνα εγώ για να τα ξέρω; Αυτοί δεν ήξεραν τίποτα; Γιατί δεν πήραμε τα πυροβόλα μας να τα πάμε στην Κερύνεια, που είχαμε θέσεις μάχης από μπετόν και σίδερο; Ούτε ένα πυροβόλο δεν μπήκε μέσα εκεί να ρίξη έστω μια βολή προς τα αποβατικά. Δυο τορπιλλάκατοι στην Κερύνεια ξυπνήσαν από τις βόμβες. Κανένας δεν έδωσε διαταγή να βγουν έξω να κάνουν έστω μια περιπολία. Τους πιάσαν στον ύπνο. Δοκίμασαν να βγουν από το λιμάνι και τους κατακόψαν. Εθυσιάζονταν ο κόσμος άδικα. Τι έφταιγε; Θέλαν λέει την Ένωση, και την κάναμε με τους Τούρκους. Μα η Ένωση, κύριε, δεν μπορούσε να γίνη με λόγια και με τα γραψίματα στους τοίχους. Το είπα μια φορά σ’ έναν υπολοχαγό εξ Ελλάδος και μου λέει: «Άμα δεν κλάψη το παιδί, η μάνα δεν του δίνει γάλα». Επίστευεν ο άνθρωπος πως αν εμείς ξεκινούσαμε έναν πόλεμο με την Τουρκία, η Ελλάδα θ’ αναγκαζόταν υποχρεωτικά να μπη σ’ αυτόν τον πόλεμο, έτσι θα κάναμε την Ένωση. Του λέω εγώ: «Άμα εξετάσουμε το πράμα ψυχρά, πρέπει να σκεφτούμε πως η Ελλάδα είναι οκτώ εκατομμύρια κι εμείς μόνο μισό. Αν κινδυνέψη να καταστραφή όλο το έθνος, δεν είναι λογικό να θυσιαστή το μισό εκατομμύριο για να σωθούν τα οκτώ;» Ούτε προδότης να ήμουνα. Μέχρι που άρχισα να ντρέπομαι. Με το άκου-άκου καταλήξαμε στο τέλος να πιστεύουμε μερικά πράγματα. Κανένας, λέγαμε, δεν πρόκειται να μας βοηθήση, ούτε οι αραπάδες, ούτε οι Ρώσοι, ούτε οι Αμερικάνοι. Μόνον η Ελλάδα, η μάνα μας. Μόλις ξεκίνησε το κακό κάθε Κύπριος, είτε αξιωματικός ήταν είτε φαντάρος, εκύτταζε προς τον ουρανό μήπως και δούμε κανένα αεροπλάνο. Άρχισαν οι φήμες. Ήρθαν τα Φάντομ, ήρθαν άρματα, εκατό, διακόσα… μας σπάσαν τα νεύρα. Λέγαμε στους φαντάρους μας: «Κουράγιο παιδιά, έρχονται οι δικοί μας. Τώρα που μπήκε κι ο Καραμανλής…» Αλλά φαίνεται πως ο Καραμανλής βρέθηκε σε χειρότερη μοίρα από μας.
Είχε πιαστεί η ψυχή μου. Τι νάλεγα; Ένοιωθα την ανάγκη να δικαιολογηθώ. Είπα απλώς πως θάπρεπε νάχαν μάθει σε τι χάλι μάς είχε οδηγήσει η δικτατορία. Η απάντηση ήρθε γεμάτη αξιοπρέπεια.
ΛΟΧ.: Το γνωρίζουμε, κύριε. Δεν κατηγορούμε. Απλώς ερχόμαστε τώρα και λέμε γιατί θυσιάστηκεν η Κύπρος. Τους στρατιώτες μας εδώ τους κρατάμε με τα νύχια. Οι περισσότεροι είναι έφεδροι με δυο και τρία παιδιά. Εδώ ο κόσμος παντρεύεται νωρίς. Θέλουν να φύγουν να παν στο χωριό τους, να σώσουν ό,τι μπορεί να σωθή. Κι ύστερα, τι κουράγιο μπορεί νάχη ένας στρατιώτης όταν ξέρει πως η γυναίκα του και τα παιδιά του βρίσκονται κάτω από τα δέντρα; Ζητούν να τους αλλάξουμε. Με ποιους; Εγώ ο ίδιος έχω ένα μήνα να δω τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου. Όσοι Κύπριοι αξιωματικοί βρεθήκαμε στην Πράσινη Γραμμή συνεννοηθήκαμε μεταξύ μας να κρατήσουμε ό,τι μπορεί να κρατηθή. Κάνουμε και τους επιλοχίες, κάνουμε και τους φαντάρους, μαζεύουμε κι αυτούς που μας φεύγουν. Κι ανάβουμε και κάνα κεράκι να μας βοηθήση καμμιά Παναγιά.
— Λοχαγέ μου, πνίγομαι, αλλά έτσι που τα λέτε είναι σα να θεωρείτε την κατάσταση οριστικά χαμένη.
ΛΟΧ.: Τίποτα δεν θεωρώ. Ένα πράμα ξέρω μόνο. Ό,τι σου παίρνουν με το όπλο, πρέπει να το πάρης με το όπλο. Κι εμείς αυτή την ώρα δεν είμαστε σε θέση να πάρουμε τίποτα. Θα περάση καιρός για να μαζέψουμε τα κομμάτια μας. Γιατί να μη βλέπουμε την αλήθεια στα μάτια; Με συγχωρείτε τώρα, πρέπει να φύγω.
Έμεινα εκεί σα βουβός, συγκλονισμένος. Σκέφτομαι πως κάποιοι είναι υπεύθυνοι γι’ αυτή την τραγωδία. Τρεις ολόκληροι μήνες έχουν περάσει κι εμείς ακόμα συζητάμε αν πρέπει ή δεν πρέπει να τιμωρηθούν, αν έχουν ή δεν έχουν αμνηστευθή. Μα αν αυτοί από μόνοι τους, όποιοι κι αν είναι, δεν είχαν και δεν έχουν το κουράγιο να δώσουν τη μοναδική λύση, γιατί δεν τους έχουν ακόμα στήσει στα έξη βήματα;
*Άρθρο του σπουδαίου κυπρίου κινηματογραφιστή, σκηνοθέτη και διευθυντή φωτογραφίας Ντίνου Κατσουρίδη (1927-2011), που έφερε τον τίτλο «Από το πραξικόπημα στην τουρκική εισβολή» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Κυριακή 27 Οκτωβρίου 1974.
Σήμερα συμπληρώνονται 51 χρόνια από την αποφράδα εκείνη ημέρα (15/7/1974) κατά την οποία η χουντική κυβέρνηση των Αθηνών ανέτρεψε με πραξικόπημα τον τότε Προέδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας, Αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ’.
Το εν λόγω πραξικόπημα έδωσε ως γνωστόν στην Τουρκία το πρόσχημα που εκείνη αναζητούσε διακαώς, ώστε να πραγματοποιήσει, ύστερα από πέντε μόλις ημέρες, την ολέθρια εισβολή της στη Μεγαλόνησο («Αττίλας Ι», 20-22 Ιουλίου 1974).
- Ολυμπιακός: Αυτή είναι η αποστολή για το ματς με τον ΟΦΗ (pic)
- Ελβετικό φράγκο: Πότε αναμένεται η απόφαση του Αρείου Πάγου για τα δάνεια – Τι υποστήριξαν οι δύο πλευρές
- Έπιασε στασίδι ο Παππάς στην αναμονή εισιτηρίου για την πρώτη θέση
- Γιώργος Λαζάνης: Ο δίκαιος και ο άδικος λόγος
- Παγωνιά και… πλαστικό: Αυτά θα συναντήσει ο Ολυμπιακός στο Καζακστάν κόντρα στην Καϊράτ
- «Ψυχοσεξουαλικό ποπ θρίλερ» – Η Αν Χάθαγουεϊ και η Μικαέλα Κόελ αναμετρώνται στο πρώτο τρέιλερ της επικής ταινίας Mother Mary


