Στις 3 Ιουλίου 1908 ο ιταλός αρχαιολόγος Luigi Pernier (1874-1937) ανακάλυψε σε ένα μικρό δωμάτιο του ανακτόρου της Φαιστού τον περίφημο δίσκο της Φαιστού.

Ο πήλινος αμφιπρόσωπος ενεπίγραφος δίσκος (με διάμετρο 16 εκ. και πάχος 2,1 εκ.) χρονολογείται πιθανώς στο α’ μισό του 17ου αιώνα π.Χ. (Μέση Εποχή του Χαλκού, αρχές Νεοανακτορικών Χρόνων). Ο δίσκος της Φαιστού, που διατηρείται ακέραιος, φέρει κρητική «ιερογλυφική γραφή» (μια εκδοχή μινωικής γραφής) αποτυπωμένη και στις δύο πλευρές του.


Τα 45 σύμβολα που έχουν αποτυπωθεί σε σπειροειδή διάταξη (από την περιφέρεια προς το κέντρο) επαναλαμβάνονται και ομαδοποιούνται σχηματίζοντας λέξεις, που χωρίζονται με κάθετες εγχάρακτες γραμμές. Η αποτύπωση των συμβόλων έγινε με σφραγίδες ενόσω ο πηλός ήταν ακόμη νωπός, γι’ αυτό και ο δίσκος της Φαιστού θεωρείται το παλαιότερο γνωστό δείγμα τυπογραφίας.

Οι μέχρι τούδε προταθείσες αποκρυπτογραφήσεις του κειμένου του δίσκου δεν κρίνονται απολύτως πειστικές. Σύμφωνα πάντως με την επικρατέστερη εκδοχή, πρόκειται για ένα θρησκευτικό κείμενο ή ύμνο.

Η Φαιστός, που βρίσκεται στο νοτιοδυτικό τμήμα της Περιφερειακής Ενότητας Ηρακλείου, στην εύφορη πεδιάδα της Μεσαράς, ανάμεσα στο Τυμπάκι και τις Μοίρες, υπήρξε η δεύτερη σε σπουδαιότητα μινωική πόλη μετά την Κνωσό.


Χτισμένη πάνω σε λόφους αλλά και σε μια πεδινή έκταση, νοτίως του ποταμού Γεροπόταμου (Ληθαίου στην αρχαιότητα), η Φαιστός αποτέλεσε ένα από τα σημαντικότερα κέντρα του μινωικού πολιτισμού και την ισχυρότερη πόλη της νότιας Κρήτης.

Σύμφωνα με τη μυθολογική παράδοση, στη Φαιστό βασίλεψε ο Ραδάμανθυς, γιος του Δία και της Ευρώπης, αδελφός του Μίνωα και του Σαρπηδόνα, καθώς και ένας από τους δικαστές του Κάτω Κόσμου.


Ο Διόδωρος, ο Στράβωνας και ο Παυσανίας μνημονεύουν στα κείμενά τους τη Φαιστό, ενώ ο Όμηρος αναφέρεται στη συμμετοχή της πόλης στον Τρωικό πόλεμο.


Με αφορμή τη σημερινή επέτειο της ανακάλυψης του δίσκου της Φαιστού παραθέτουμε κατωτέρω αποσπάσματα από ένα κείμενο (για την ακρίβεια ταξιδιωτικό σημείωμα) του σπουδαίου Ηλία Βενέζη, που έφερε τον τίτλο «Ο Αλέξανδρος της Φαιστού» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τρίτη 26 Ιουνίου 1962:


Την περασμένη Τρίτη (σ.σ. 19 Ιουνίου 1962) έλεγα για τη συνάντησή μας με τον άρχοντα της Φαιστού, το φύλακα του παλατιού της, Αλέξανδρον τον Βενετικόν (σ.σ. ο Αλέξανδρος Βενετικός ήταν τότε ο φύλακας του αρχαιολογικού χώρου της Φαιστού). Ανέφερα το εγκώμιο περί Αλεξάνδρου του Daniel Rops (σ.σ. λογοτέχνη, κριτικού και ιστορικού, 1901-1965) της Γαλλικής Ακαδημίας. Αλλά είχα ξεχάσει τις σελίδες που του αφιερώνει ο πρώτος που ανακάλυψε τον ήρωά μας, ο Henry Miller. Έσπευσε να μου το θυμίση πρωί-πρωί, μόλις κυκλοφόρησε το φύλλο του «Βήματος» της περασμένης Τρίτης, βροντώδες τηλεφώνημα του Γιώργου Κατσίμπαλη. Στον «Κολοσσό του Μαρουσιού» πράγματι καταγράφεται για πρώτη φορά αυτός ο «ποιητής» των ερειπίων της Φαιστού και γίνεται από τότε ένδοξος. Ο Miller, με την οξύτατη διαίσθησή του, τον συλλαμβάνει σωστά. Μόλις είχε αρχίσει ο δεύτερος παγκόσμιος πόλεμος, στα 1939, όταν ο Miller έφθασε στη Φαιστό. Βρήκε έρημον τον Αλέξανδρο, ένα ανθρωπάκι μια σταλιά, εκεί πάνω, ν’ αγναντεύη τον κάμπο της Μεσσαράς περιμένοντας να φανή κανένας ξένος.

— Α, κύριε! λέει στον Miller. Α, αυτός ο πόλεμος! Ψυχή ανθρώπου πλέον δεν έρχεται κατά εδώ! Ο Αλέξανδρος είναι απολύτως μόνος. Και η Φαιστός απέθανε. Ελησμόνησαν πλέον την Φαιστόν…

Ο Αλέξανδρος ήταν τότε νέος και άρχιζε μόλις το στάδιό του ως φύλακας της Φαιστού. Πού να τον έβλεπε τώρα ο Miller, ύστερα από τόσα χρόνια, ταυτισμένον πια, ένα, με τα ερείπια, με τους μεσομινωικούς του προγόνους, με τα λουτρά της βασιλίσσης και τους θησαυρούς!

[…]


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.6.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έπεφτε ο ήλιος κατά το Λιβυκό πέλαγος, όταν, ακολουθώντας τα βήματα του Αλεξάνδρου Βενετικού, αρχίσαμε την περιπλάνησή μας στο παλάτι του της Φαιστού. Το κοντό του σώμα, το λειψό, πήρε ζωντάνια άλλη καθώς πατούσε το χώμα, καθώς άγγιζε τις πέτρες, τα πιθάρια, καθώς έσκυβε για να δείξη μια καμπύλη, ή τιναζόταν απάνω για να δείξη τη λεβεντιά, ή καθόταν σταυροπόδι για να περιγράψη τον τρόπο που έκανε το μπάνιο της και τις άλλες χρείες της η βασίλισσα της Φαιστού. Τα μαύρα κοκκινισμένα απ’ τον ήλιο μάτια του λάμπανε, βγάζανε σπίθα, η φωνή του ήταν βραχνή καθώς μελετούσε τους μεσομινωικούς του προγόνους ιστορώντας το τι θα λέγαν, το πώς θα πράτταν — λεπτομέρειες απίστευτες που τις έθρεψε μια φαντασία αχαλίνωτη και γραφική:

«Βλέπετε αυτό το τείχος εδώ; Δεν θα άρεσε, φαίνεται, του βασιλέως Ραδάμανθυ και είπε: Ας το αλλάξωμεν! Και το άλλαξε. Αν προσέξωμεν εις το μέσον αυτής της δυτικής αυλής, βλέπομεν ένα διάδρομον οπού οι αρχαίοι ημών πρόγονοι εκάθηντο ή οκλαδόν, δηλαδή έτσι (ο Αλέξανδρος κάθεται οκλαδόν), ή έτσι (ο Αλέξανδρος αλλάζει στάση) ή εβάδιζαν. Και τα τρία ημπορεί να τα έκαμναν εις τον διάδρομον. Όπως λέγει και ο κύριος Μαρινάτος, εδώ υπήρχε θρανίον εκ γύψου και μεγάλο μαχαίρι. Τώρα τι να έκανε αυτό το μεγάλο μαχαίρι; Ήτο μάλλον διά τα σφάγια. Ιδέστε τώρα αυτήν την κεντρική σκάλα του ανακτόρου. Βλέπομεν ότι είναι η μεγαλυτέρα σκάλα του κόσμου. Διότι τόσον σπουδαίοι ήταν και οι άνθρωποι που εζούσαν εις τον καιρόν εκείνον: ο Ραδάμανθυς εδώ, ο άλλος των Μαλλίων, ο Μίνως εις την Κνωσόν. Εδώ κάτω έγιναν ανασκαφαί από Ιταλούς. Ευρέθηκαν και μικρά πιθαράκια που λέμε, με σιτάρι απηνθρακωμένον, και ένα βάζο οπού εις το χείλος του έχει ζωγραφηθή αγκυλωτός σταυρός. Διότι, βεβαίως, ο Χίτλερ το επήρε από εδώ το σήμα του, όπως και εις τας Ινδίας οπού σημαίνει ήλιος…»

Ο ήλιος βασίλευε. Ο Αλέξανδρος ολοένα ζεσταινόταν απ’ την αφήγησή του. Σα να μας είχε ξεχάσει πια, σα να τα έλεγε για τον εαυτό του:

«Τώρα αυτό εδώ το μέρος του παλατιού τι να ήταν; Άλλοι έχουν να πουν ότι ήταν τζάκι-κουζίνα. Και εγώ συμφωνώ. Εκεί καθόταν ο μάγερος με τα παιδιά, και εκεί ήτο ο σταύλος. Εδώ πάλι βρεθήκανε δύο μεγάλα πιθάρια. Και το πράγμα ενδιαφέρει πρώτον τας κυρίας: εδώ όταν ανέσκαψαν οι Ιταλοί ευρήκαν ένα χρυσό φύλλον οπού οι τότε αρχαίες κυρίες το έβαζον ως διάδημα να πούμε. Είπαμεν ότι οι αρχαίοι άνθρωποι ήσαν κοντοί, όπως εγώ, δι’ αυτό και οι αρχαιολόγοι του κόσμου μού γράφουν: Αγαπητέ μου Αλέξανδρε, απόγονε της μεσομινωικής εποχής… Λοιπόν, να μία ακόμη επιβεβαίωσις: πλάι εις τα πιθάρια βλέπετε αυτά τα κάτι ωσάν σκαμνάκια. Εις αυτά πατούσαν οι πρόγονοί μου και έφθαναν στο πιθάρι. Και εκεί θα ήτο το γουδί οπού εκοπανούσαν τις ελιές. Ιδέστε τι ωραίος που είναι ο κάμπος της Μεσσαράς από εδώ που τον έβλεπαν οι μεσομινωικοί μου πρόγονοι! Και διατί λέγεται Μεσσαράς; Διότι από την μίαν πλευράν είναι τα Αστερούσια όρη (σ.σ. γνωστά και ως Κόφινας), από την άλλην είναι ο Ψηλορείτης, στη μέση ο κάμπος, άρα ο κάμπος εν μέση ώρα, άρα Μεσσαράς…»

Ο Αλέξανδρος προχώρησε πιο πέρα στα ερείπιά του:

«Τώρα εδώ βλέπετε το ιερόν λουτρόν εξαγνισμού. Εις αυτήν την βασιλικήν βεράντα ήρχετο πρώτον και λιαζόντανε η βασίλισσα. Όλοι οι αρχαιολόγοι εις αυτό δεν συμφωνούν. Μπορεί να έκαμνε και τίποτες άλλο εις την βεράντα η βασίλισσα εκτός οπού λιαζόντανε. Ιδέστε και αυτή τη μεγάλη λεκάνη εμπρός εις την βεράντα. Ίσως να ήτο εδώ το μπάνιο, λένε οι μεν. Άλλοι πάλιν λένε: μπάνιο εμπρός σε μιαν αυλή δεν θα ήτο. Αυτοί λένε: θα ήτον λεκάνη διά πλυσταριό. Άλλοι λένε: θα ήτον γούρνα με ψαράκια. Εις αυτό το τελευταίον συμφωνώ και εγώ: θα ήτον μάλλον γούρνα με ψαράκια του Λιβυκού πελάγους ή και χρυσόψαρα».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 26.6.1962, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Είχαμε προχωρήσει μες στα ερείπια:

«Εδώ ήσαν οι γυναικωνίται, οπού έμενον αι κυρίαι των τιμών» είπε ο Αλέξανδρος με επισημότητα. «Εδώ είχον το δακρυοδοχείον, το οποίον οι αρχαίοι όταν έχανον παιδί έβαζαν έτσι κοντά το δοχείον εις το μάτι τους (ο Αλέξανδρος κάνει την κίνηση των αρχαίων) και έτρεχαν τα δάκρυα μέσα, όπως και οι Ρωμαίοι είχον το λακριματόριουμ».

«Τώρα παρακαλώ να περάσουν πρώτα αι κυρίαι» είπε ο Αλέξανδρος. «Διότι εδώ ήτο η αίθουσα της βασιλίσσης. Εις την αίθουσαν του βασιλέως όταν θα φθάσωμεν θα περάσουν πάλιν πρώτον οι άνδρες, κατά την τάξιν. Αυτό το μέρος που βλέπετε περιφραγμένον με τα παλιοσύρματα ήτον η αίθουσα της τραπεζαρίας. Εδώ εκάθηντο αι κυρίαι των τιμών προς συντροφιάν της βασιλίσσης. Όλοι οι αρχαιολόγοι δεν είναι σύμφωνοι εις αυτό. Άλλοι λένε ίσως, άλλοι λένε φελλάιχ (σ.σ. vielleicht), άλλοι λένε περάπς (σ.σ. perhaps), ο καθείς αναλόγως του ιδιώματος. Οι Σουηδοί δεν ξεύρω πώς το λένε το ίσως, ξεύρω μόνον δύο λέξεις σουηδικάς».

«Και τώρα πηγαίνομεν εις το λουτρόν της βασιλίσσης» είπε ο Αλέξανδρος και χαμήλωσε το πρόσωπο με ντροπαλωσύνη. «Από εδώ οπού πηγαίνω ήρχετο η βασίλισσα. Βεβαίως θα τη συνώδευον δύο θεραπαινίδες. Εδώ έβγαζε το ρούχον της. Και εδώ ήτο το μπάνιο. Λένε ότι ήτο το μπάνιο, καλά! Αλλά πού είναι ο τρόπος αποχετεύσεως; Οι αρχαιολόγοι λένε: ασχέτως όλων ήτο μπάνιο! Δηλαδή θα υπήρχον εδώ αι θεραπαινίδες και της έρριχναν νερό της βασιλίσσης, δηλαδή ντους. Μία φορά ήτον εδώ ο διευθυντής μου ο κύριος Πλάτων (σ.σ. ο Νικόλαος Πλάτων, 1909-1992, διαπρεπής αρχαιολόγος και επιγραφολόγος) και είχον έλθει προς επίσκεψιν κόραι της Ρόδου. Λέω εις τον διευθυντήν μου:

Κύριε διευθυντά, εσείς να ομιλήσετε.

Λέει ο κύριος Πλάτων:

Αλέξανδρε, εσύ. 

Όχι, κύριε διευθυντά, εσείς!

Τέλος λέω εις τας κόρας της Ρόδου:

Έχομεν απορίας διά το μπάνιο. Μήπως έκαμεν η βασίλισσα το μπάνιο της με γάλα γαϊδουρίσιο;

Και το γάλα τι εγίνετο έπειτα; ερώτησαν αι κόραι της Ρόδου.

Το έπιναν οι δούλοι, είπα».


Πηγή: ΥΠΠΟ 

Τώρα ο Αλέξανδρος χαμογελούσε με μια αδιόρατη πονηριά.

«Με συγχωρείτε» είπε και ξερόβηξε. «Εδώ βλέπετε το διαμέρισμα του αποχωρητηρίου. Εδώ απάνω ανέβαινεν η βασίλισσα, με συγχωρείτε, εκάθητο αλά τούρκα. Ήκουσα ότι και στην Ιταλίαν τα πράγματα αυτά, με συγχωρείτε, γίνονται έτσι τώρα, όπως της Φαιστού, αλά τούρκα, και ας είναι βεβαίως κουραστικόν. Ήλθον τελευταίως και δύο νέοι Γερμανοί από Αμβούργον, φορούσαν σκουλαρίκια, καλυτέρους νέους εις το πρόσωπον δεν είδα, ωσάν να ήτο μήλον, ούτε εις κορίτσια δεν είδα ποτέ τέτοιον πρόσωπον. Έλεγεν ο κόσμος: Αυτοί θα είναι γυναίκες. Όχι, ήσαν άνδρες. Δι’ αυτό δεν έλεγαν να το κουνήσουν από τα διαμερίσματα αυτά εδώ της βασιλίσσης…»

Νύχτωνε πια. Η ασύγκριτη, η μοναδική εικόνα της ζωής των βασιλιάδων της Φαιστού, καθώς έβγαινε απ’ τα χείλη και απ’ την καρδιά του Αλεξάνδρου του Βενετικού, ετελείωνε. Ο Αλέξανδρος είχε κουραστεί πια. Τώρα που σώπασε σα να είχε τελειώσει και γι’ αυτόν η μαγεία. Ζάρωσε ακόμα πιο πολύ, έγινε ένα ανθρωπάκι μια σταλιά. Κρέμασε το ταγαράκι του στον ώμο, μας καληνύχτισε ταπεινά και άρχισε να ροβολάη απ’ το λόφο των ερειπίων της Φαιστού. Οι σκιές της νύχτας τον τύλιγαν σιγά-σιγά. Ως που χάθηκε μέσα τους, ύστερα από τόσο πάθος, σιωπηλός και έρημος. Σα να πήγαινε να συναντήση τους νεκρούς του.

*Στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου, τα Ανάκτορα (Παλαιά ή Πρώτα και Νέα) της Φαιστού (πηγή: ΥΠΠΟ).