Εμφύλιος: Η διπλή ροπή τού να θυμάται κανείς και να ξεχνά
Ακόμη και το γεφύρωμα της σύγκρουσης που περιγράφηκε ως «συμφιλίωση» αντί για «συμβιβασμός» έχει τη δική του σημασία
[…]
Κατά την Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία μία άλλη λέξη-κλειδί υιοθετήθηκε ένθερμα, τόσο από την Αριστερά όσο και από την Δεξιά: «συμφιλίωση». Ο διαχωρισμός ανάμεσα σε πολίτες πρώτης και δεύτερης κατηγορίας έπρεπε να αρθεί μια και καλή, τώρα και για πάντα. Αυτή η σχεδόν καθολική απαίτηση βασίστηκε στην παραδοξολογία τού «να θυμάται κανείς να ξεχνά». Επρόκειτο για μια ιδιαίτερα σύνθετη επιλεκτική διαδικασία ανασυγκρότησης τόσο της επίσημης όσο και συλλογικής μνήμης της δεκαετίας του 1940. Με μερικές εξαιρέσεις, η μνημονική κοινότητα της ηττημένης Αριστεράς είχε χτιστεί γύρω από την αντίσταση περισσότερο και όχι τόσο γύρω από τον εμφύλιο πόλεμο. Τώρα πλέον, παρά το ότι ο Εμφύλιος δεν ήταν καταδικασμένος στη σιωπή, είχε σκοπίμως τοποθετηθεί στο περιθώριο ακολουθώντας τις επιταγές της συμφιλίωσης. Έτσι, στην πρώτη φάση της επιλεκτικής διεργασίας του τραύματος και οι δύο πλευρές επιδόθηκαν σε μια διαφορετικού είδους πολιτική της λήθης: καθώς, όπως είναι συνηθισμένο σε τέτοιες περιπτώσεις, στο επίπεδο της ανεπίσημης μνήμης ο εμφύλιος πόλεμος ανακαλούνταν ανταγωνιστικά, έτσι ώστε να αναδυθεί μια διχασμένη ή ακόμη και πολύπλευρη συλλογική μνήμη, στο επίπεδο της ιστορικής/επίσημης μνήμης περιθωριοποιήθηκε και μπήκε κάτω από τη σκιά της αντίστασης. Η νεογέννητη Τρίτη Ελληνική Δημοκρατία έπρεπε να σταθεροποιηθεί και αναζητούσε έναν ιδρυτικό μύθο με συγκολλητική συναισθηματική ενέργεια και ουσία. Μεταξύ άλλων, στη μη ακαδημαϊκή βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1940 που βρίθει προπαγανδιστικού υλικού, σε απομνημονεύματα βετεράνων, σε αυτοβιογραφίες, βιογραφίες, ημερολόγια, κείμενα διανθισμένα με φωτογραφίες, πρακτικά συνεδρίων που εμφανίστηκαν μετά το 1974, καθώς και σε κομματικά έγγραφα και στον πολιτικό λόγο γενικότερα, μπορεί κανείς να διακρίνει την ανάδυση αυτού του μύθου: παρακάμπτοντας τον Εμφύλιο, η αντίσταση κατά του Άξονα κατέστη κυρίαρχη αφήγηση.
Μια καθοριστική στιγμή σε αυτή τη διαδικασία ήρθε λίγο μετά τις εθνικές εκλογές του 1981, όταν το ΠΑΣΟΚ, υπό την ηγεσία του Ανδρέα Παπανδρέου, πήρε την εξουσία για πρώτη φορά στην ιστορία της χώρας και υποστήριξε τη νόμιμη αναγνώριση της αντίστασης (Νόμος 1285/1982) και τη μετονομασία της σε «Εθνική Αντίσταση», όρο που δεν είχε επίσημα χρησιμοποιηθεί στο παρελθόν. Αν και χωρίς μεγάλο ενθουσιασμό, η Εθνική Αντίσταση γιορτάζεται έκτοτε στις 25 Νοεμβρίου, επέτειο της μάχης του Γοργοπόταμου, όπου συνεργάστηκαν επιτυχημένα δυνάμεις του ΕΛΑΣ και του ΕΔΕΣ. Τυπικά, η αναγνώριση έγινε ατομικά στους μαχητές της Αντίστασης, στους οποίους επιδόθηκε τιμητικό δίπλωμα και καταβλήθηκε μηνιαία σύνταξη. Συνακόλουθα, τα ονόματα εκατοντάδων οδών και πλατειών σε όλη τη χώρα άλλαξαν μέσα σε μια νύχτα σε «Εθνικής Αντιστάσεως». Στην κεντρική και ιστορική πλατεία Κλαυθμώνος, στην Αθήνα, ανεγέρθηκε μνημείο αφιερωμένο στην «εθνική συμφιλίωση».
Ο Μάρκος Βαφειάδης
Προφανώς λάμβανε χώρα ένα είδος μυθοποίησης, στο μέτρο που η περίοδος της Αντίστασης (1941-44) «ξεπλύθηκε» από κάθε είδους ενοχλητικούς λεκέδες εμφύλιας σύγκρουσης και από ριζοσπαστικά —αν όχι επαναστατικά— προτάγματα, υποκύπτοντας απόλυτα σχεδόν στον εθνικιστικό λόγο. Στην Ελλάδα, όπως και σε πολλές άλλες χώρες, μια μυθική «εθνική» αντίσταση αγκάλιασε σχεδόν τα πάντα, γέννησε και γεννήθηκε από έναν μεταπολεμικό συλλογικό αυτο-θαυμασμό, που εξάλειψε την κηλίδα της συνεργασίας με τις κατοχικές δυνάμεις. Σε αντίθεση όμως με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, στην Ελλάδα η τιμωρία για εκείνους που συνεργάστηκαν ήταν εξαιρετικά μικρή και επιβίωσαν ακριβώς επειδή υπηρέτησαν την αντι-κομμουνιστική υπόθεση. Επιπρόσθετα, μεγάλο μέρος της νεοσυσταθείσας μεταπολεμικής άρχουσας τάξης ήταν «συνεργάτες» και μαυραγορίτες κατά την περίοδο της Κατοχής ή καταχραστές εβραϊκής περιουσίας. Δεν αποτελεί, λοιπόν, έκπληξη πως αυτά τα γεγονότα αποκρύφτηκαν επιμελώς. Ως αποτέλεσμα, ο αντιστασιακός μύθος δεν υμνούσε τόσο την Αντίσταση, όσο έναν λαό που αντιστάθηκε, έναν λαό που συμβολίστηκε δίχως διαμεσολαβητές, όπως πολιτικά κόμματα, κινήματα ή ηγέτες.
Μια ακόμη καθοριστική στιγμή στη μνημόνευση του εμφυλίου πολέμου ήρθε επτά χρόνια αργότερα όταν, στην επέτειο των 40 χρόνων από τη λήξη του, συνέβη ένα τελετουργικό εξαιρετικής σημασίας για την «εθνικοποίηση» της Αντίστασης και την προαγωγή της «εθνικής συμφιλίωσης». Εκατοντάδες χιλιάδες φάκελοι της Ασφάλειας για τους επονομαζόμενους «μη εθνικόφρονες» κάηκαν με τελετουργικό τρόπο στην υψικάμινο της Χαλυβουργικής, παρά τις αντιρρήσεις των ελλήνων ιστορικών. Έτσι, ένα πολύτιμο και πλούσιο σώμα εγγράφων και τεκμηρίων χάθηκε για πάντα. Αυτή η τελετή έγινε ύστερα από την ψήφιση του Νόμου 1863/1989, σύμφωνα με τον οποίο ο όρος «συμμοριτοπόλεμος» αντικαταστάθηκε επίσημα από τον όρο «εμφύλιος πόλεμος», του οποίου η διάρκεια ορίστηκε από το 1944 ως το 1949. Επίσης, ο όρος «συμμορίτες» αντικαταστάθηκε από τον όρο «Δημοκρατικός Στρατός». Ο νόμος θεσπίστηκε από την τρίμηνη κυβέρνηση συνεργασίας Δεξιάς και Αριστεράς (Νέα Δημοκρατία και —ενιαίος— Συνασπισμός), στο τέλος του Ψυχρού Πολέμου, έχοντας προφανώς μεγάλη συμβολική αξία και για τις δύο παρατάξεις. Σε αντιδιαστολή, οι δημόσιοι εορτασμοί του εμφυλίου πολέμου έγιναν σπάνιοι και σποραδικοί, προκαλώντας ορισμένες φορές αμηχανία και πικρία. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, τα τελετουργικά μνήμης της Δεξιάς και οι εορτασμοί της νίκης επί των κόκκινων αποκηρύχθηκαν από το «δημοκρατικό στρατόπεδο» σαν «τελετές μίσους».
Ο Θρασύβουλος Τσακαλώτος
Η απεικόνιση της αντίστασης του 1941-1944 σαν μια «επιλεγμένη δόξα», που συναρθρώθηκε φαντασιακά με την κατά πολύ λιγότερο μαζική αντίσταση ενάντια στη χούντα, υποστηρίχθηκε πάρα πολύ από το έργο αριστερών ή αριστερόστροφων καλλιτεχνών, ειδικά μουσικών όπως ο Μίκης Θεοδωράκης και ο Γιάννης Μαρκόπουλος, που έδωσαν συναυλίες σε στάδια σε όλη την Ελλάδα με
προσέλευση πολλών χιλιάδων, οι οποίες μεταδόθηκαν και από τα κρατικά τηλεοπτικά κανάλια. Αυτή η καλλιτεχνική δουλειά επικεντρώθηκε στον ηρωικό, καρτερικό και νικηφόρο λαό που υπερασπίστηκε ενωμένος την πατρίδα, παρόλα τα λάθη και τις παραλείψεις του. Διακεκριμένη θέση σ’ αυτές τις παραστάσεις είχαν τα αντάρτικα τραγούδια, που ήταν εξαιρετικά δημοφιλή για πάνω από μια δεκαετία.
Αυτή η (πολιτιστική) πολιτική της λήθης μαρτυρά δύο αμυντικούς μηχανισμούς: «μετάθεση» και «προβολή» σχετικά με την απόδοση ευθυνών και την εκλογίκευση του τραύματος. Η σύρραξη του 1946-1949 μεταφράζεται αυτόματα και μονοσήμαντα σαν το άμεσο αποτέλεσμα της βρετανικής και αμερικανικής παρέμβασης στην ελληνική πολιτική ζωή. Ο Δεκέμβρης του 1944, πόσο μάλλον οι συγκρούσεις μεταξύ ΕΛΑΣ, ΕΔΕΣ και των Ταγμάτων Ασφαλείας την περίοδο 1943-44, πολύ σπάνια αναφέρονται ανοιχτά.
Ο Πέτρος Μακρής μαζί με τον Μάρκο Βαφειάδη
Αποδιοπομπαίοι τράγοι, εξιλαστήρια θύματα και συνωμοσιολογικές εξηγήσεις της ιστορίας είχαν και έχουν πάρα πολύ συχνά χρησιμοποιηθεί για να ταυτοποιήσουν αιτίες και συνέπειες του εμφυλίου πολέμου. Ιδού μερικά παραδείγματα: εκατοντάδες στελέχη του ΚΚΕ που διαφώνησαν με τις επίσημες αποφάσεις του εξοντώθηκαν από την ΟΠΛΑ [Οργάνωση Περιφρούρησης Λαϊκού Αγώνα], τη «μυστική αστυνομία» του κόμματος. Η κατηγορία ήταν προδοσία και μικροαστική νοοτροπία. Από τα τέλη της δεκαετίας του 1950, η αυτο-εικόνα της Αριστεράς ήταν αυτή του εξιλαστήριου και του αθώου θύματος. Η συλλογική μνήμη της αριστερής πλευράς επέλεξε τις αμέτρητες βαναυσότητες που υπέφερε από την αποκαλούμενη «λευκή τρομοκρατία» της Δεξιάς, μεταξύ 1945 και 1946, καθώς και τις δυσβάσταχτες διώξεις που υπέστη κατά τη διάρκεια αλλά και μετά τον πόλεμο (εκτελέσεις, εξορία, φυλακίσεις, βιασμούς, βασανιστήρια, κοινωνικό αποκλεισμό κ.λπ.). Κινηματογραφικές ταινίες όπως Ο άνθρωπος με το Γαρύφαλλο (1980) και τα Πέτρινα Χρόνια (1985) οπτικοποίησαν αναδρομικά τα δεινά της Αριστεράς, χρίζοντάς την ταυτόχρονα αθώο θύμα της ιστορίας. Την ίδια στιγμή, ωστόσο, αμέτρητες δικές της αδικοπραξίες, βαναυσότητες και ευθύνες απωθήθηκαν ή έγιναν ακόμη και αντικείμενο απάρνησης στην αριστερή συλλογική μνήμη.
Παρομοίως, κατά την περίοδο 1974-1990, η μνημονική κοινότητα της νικήτριας Δεξιάς ένιωθε εξίσου αμήχανα για τον εμφύλιο πόλεμο, καθώς δίσταζε πάρα πολύ να θυμηθεί τους περίπου 5.000 αντιπάλους της που εκτελέστηκαν από τα έκτακτα στρατοδικεία και τους σχεδόν 70.000 κρατούμενους και εξόριστους που καταδικάστηκαν από το 1947 ως τις αρχές της δεκαετίας του 1950. Αυτό αποτυπώνεται πολύ ωραία στην ταινία Οι Κυνηγοί, του Θεόδωρου Αγγελόπουλου, του 1977, που αναφέρεται στη «μη μνήμη», δηλαδή την άρνηση της Δεξιάς να αναλάβει την ευθύνη για τα θύματά της. Εντούτοις, η συλλογική μνήμη της Δεξιάς επιλεκτικά ανακαλεί την «κόκκινη απειλή» και τα κομμουνιστικά εγκλήματα. Επιπρόσθετα, θέμα ταμπού υπήρξαν τα Τάγματα Ασφαλείας, που συνεργάστηκαν με τα γερμανικά στρατεύματα. Κατά τα γεγονότα του Δεκέμβρη του 1944, αυτά ήταν η ραχοκοκαλιά των αντι-ΕΑΜικών δυνάμεων και τα περισσότερα μέλη τους οργανώθηκαν στον Εθνικό Στρατό ενάντια στον ΔΣΕ αμέσως μετά, για να αποφύγουν νομικές διώξεις για εγκλήματα πολέμου.
Η απόδοση ευθυνών για τον εμφύλιο πόλεμο στους Βρετανούς και τους Αμερικάνους είναι ένα κλασικό παράδειγμα της συνωμοσιολογικής εξήγησης της ιστορίας, πολύ διαδεδομένης στον λαϊκιστικό πολιτικό λόγο της Ελλάδας, είτε αριστερό είτε δεξιό. Υπ’ αυτούς τους όρους, οι Έλληνες συλλήβδην είναι τα θύματα των ξένων, ένα ερμηνευτικό μοτίβο που υποστηρίζεται από τη διάσημη ταινία του 1975, Ο Θίασος, του Αγγελόπουλου. Ένας ακόμη παρόμοιος αμυντικός μηχανισμός είναι η διπλή ροπή τού να θυμάται κανείς και να ξεχνά. Για ένα και το αυτό τραυματικό γεγονός, όπως ο ελληνικός Εμφύλιος, υπάρχει, από τη μία μεριά, η απαίτηση «να τα αφήσουμε όλα πίσω μας» στο όνομα της «εθνικής συμφιλίωσης»· από την άλλη μεριά, ωστόσο, υπάρχει η προτροπή «να διατηρήσουμε την ιστορική μας μνήμη».
Και οι δύο αντιλήψεις οδηγούν σε αποτυχημένο πένθος και, παραδόξως, παρότι είναι βαθιά πολιτικές, «απο-πολιτικοποιούν» αυτόν τον ίδιο τον εμφύλιο πόλεμο, ενσωματώνοντάς τον στον εθνικιστικό λόγο. Οι εκατέρωθεν πολιτικές ταυτότητες των αντιπάλων της δεκαετίας του 1940 μεταμορφώνονται συμβολικά στον βαθμό που: α) κάθε επαναστατική ή αντεπαναστατική προοπτική του Εμφυλίου έχει συστηματικά εξοριστεί από τον δημόσιο διάλογο και τη λαϊκή μνήμη· β) οι αντίπαλοι είχαν προικιστεί με α-πολιτικά, σχεδόν μεταφυσικά χαρακτηριστικά: ευγενείς προστάτες της φυλής και του έθνους, από τη μία πλευρά, και ανιδιοτελείς και αγαθοί πατριώτες που κυνηγούν τους αντιδραστικούς υπηρέτες του ιμπεριαλισμού, από την άλλη. Ακόμη και το γεφύρωμα της σύγκρουσης που περιγράφηκε ως «συμφιλίωση» αντί για «συμβιβασμός» έχει τη δική του σημασία. Κυριολεκτώντας, «συμφιλίωση» είναι το αντίστοιχο του «εμφύλιου» πολέμου, καθώς προϋποθέτει δύο προηγουμένως ομοιογενή μέρη, που έχουν μόνο προσωρινά χωριστεί. Αντιθέτως, στερούμενος ηθικιστικών συνηχήσεων, ο «συμβιβασμός» είναι ένας πολιτικός όρος που προϋποθέτει σχέσεις εξουσίας και σύγκλιση στρατηγικών στόχων στο πλαίσιο μιας δημόσιας σφαίρας.
*Απόσπασμα από εξαίρετο κείμενο του Νίκου Δεμερτζή, καθηγητή στο Τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του ΕΚΠΑ, που τιτλοφορείται «Ο ελληνικός Εμφύλιος ως πολιτισμικό τραύμα». Είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Επιστήμη και Κοινωνία (επιθεώρηση πολιτικής και ηθικής θεωρίας, τεύχος 28, χειμώνας 2011-2012, εκδόσεις Αντ. Ν. Σάκκουλα).
Ο Νίκος Δεμερτζής
Το παρόν δημοσίευμα είναι αφιερωμένο στη μνήμη του Πέτρου Μακρή, που έφυγε χθες από τη ζωή, σε ηλικία 85 ετών. Ο Μακρής, με καταγωγή από τη Λιβαδειά, σπούδασε Νομικά και Ιστορία της Τέχνης, υπήρξε δε ένας αξιόλογος δημοσιογράφος, ερευνητής και συγγραφέας, που καταπιάστηκε και με τη ζωγραφική.
Ο Πέτρος Μακρής
Στις 23 Μαΐου 1984, κατόπιν πρωτοβουλίας του Μακρή, είχε λάβει χώρα η συμφιλιωτική συνάντηση του Θρασύβουλου Τσακαλώτου και του Μάρκου Βαφειάδη (αυτή απεικονίζεται στην κεντρική φωτογραφία του παρόντος άρθρου), των ηγετών των δύο αντίπαλων στρατοπέδων στον Εμφύλιο.
«ΤΑ ΝΕΑ», 24.5.1984, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»
- Μέγαρα: SOS από 112 – «Φύγετε από υπόγειους και ισόγειους χώρους» – Πλημμυρικά φαινόμενα
- Οι ΗΠΑ πουλούν τεράστιες ποσότητες βομβών στον Καναδά αξίας 2,68 δισ. δολαρίων
- Ανδρουλάκης: «Δεν μπορεί να υπάρξει τρίτη θητεία Μητσοτάκη»
- Ειρηνικός: 4 νεκροί σε νέο στρατιωτικό πλήγμα των ΗΠΑ εναντίον σκάφους με «ναρκωτικά»
- Τσεχία: Εκ νέου πρωθυπουργός ο τραμπιστής δισεκατομμυριούχος Μπάμπις
- Λιθουανία: Καταδικάστηκε για αντισημιτικές δηλώσεις ο ηγέτης ήσσονος κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού


