[…]

Η συνάντησή μου με τον Ι. Θ. Κακριδή έγινε σε μιαν άχαρη για μένα περιοχή, έτσι που μεγάλος ήταν ο κίνδυνος να μείνει άγονη. Πρωτοετής φοιτητής της φιλολογίας εγώ, χωρίς τις πιο στοιχειώδεις γνώσεις της λατινικής, βρέθηκα να παρακολουθώ τον Κακριδή να μας διδάσκει Καίσαρα· η φήμη της αυστηρότητάς του δε βοηθούσε καθόλου τη δική μου άγνοια. Και τότε συντελέστηκε αυτό που παραμένει πάντα θαύμα στην παιδαγωγική πράξη, αυτό που ανεπανάληπτα έχει αποτυπώσει ο Πλάτων στον ερωτικό του «Φαίδρο», αυτό που είναι —ή πρέπει να είναι— το όνειρο και ο καημός του δασκάλου. Οι σελίδες του γαλατικού πολέμου, γραμμένες με την αυστηρή και αφτιασίδωτη γλώσσα ενός Ρωμαίου, και μάλιστα στρατηγού, μεταμορφώνονταν από το δάσκαλο σε γοητευτικό κείμενο, όπου ανακάλυπτες τις αξίες και τη δύναμη του λόγου.


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Η γλώσσα, από το αρχικό της κύτταρο, τη λέξη, ως την πιο ολοκληρωμένη αρχιτεκτόνησή της, τη φράση, την παράγραφο, το κεφάλαιο, σου αποκάλυπτε τη μαγευτική της δύναμη, την ανεξάντλητη πλαστικότητά της, το μυστηριακό βάθος της και τη χρωματιστή επιφάνειά της. Με τη γόνιμη έκπληξη και τον απορητικό θαυμασμό της νεανικής μας αμάθειας ακούγαμε άπληστα τη διαφορά που μπορεί να έχει «το φεγγάρι» από «τη σελήνη», καθώς το ουδέτερο στοιχείο της πρώτης λέξης αδυνατεί να εξαντλήσει τη θηλυκή υγρότητα και ερωτική φύση της δεύτερης, κι ας αναφέρονται και οι δυο στο φέγγος του ουράνιου σώματος, που δεν το λογαριάζει η τρίτη ονομασία του: «μήνη».


«ΤΟ ΒΗΜΑ», 3.3.1982, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Αγνοώντας τότε ολότελα τα αγγλικά δε δυσκολεύτηκα να νιώσω αληθινή συγκίνηση όταν έμαθα πως για τον Άγγλο το πλοίο —the ship— είναι γένους θηλυκού, και μη έχοντας δει ακόμα τον ήλιο της Γερμανίας να καταλάβω γιατί δεν είναι αρσενικός καθώς ο δικός μας —ο ήλιος ο ηλιάτορας—, αλλά μια μορφή θηλυκιά —die Sonne.


Ο Ι. Θ. Κακριδής

Ύστερα ήρθε ο Όμηρος και ο Θουκυδίδης, προπάντων ο πρώτος. Ο Κακριδής, βακχευμένος ολότελα από το «γέρο» (αυτόν τον ανελέητο και εξουθενωτικό «γέρο» που βασάνιζε τον Σεφέρη ως την τελευταία του μέρα), κυκλοφορώντας με την πιο συναρπαστική άνεση μέσα στον ανεξάντλητο κόσμο των μυθικών μορφών, μας φώτιζε τον ομηρικό στίχο, τα μετρικά του λυγίσματα, αλλά και μας οδηγούσε στα φιλολογικά προβλήματα που είχε σωρεύσει η μακρόχρονη διαμάχη για το ομηρικό πρόβλημα.


Ο Μανόλης Ανδρόνικος

Πέρα όμως από τη φιλολογική μύηση και την ποιητική μέθεξη […], ο νέος δάσκαλος μάς μπόλιαζε με μια στάση ζωής, ένα επιστημονικό και ανθρώπινο ήθος, χάρισμα μοναδικό και αναντικατάστατο για τον αυριανό επιστήμονα και δάσκαλο. Ποτέ δε θα ξεχάσω τη συζήτηση επάνω στο καράβι που μας πήγαινε στην Κρήτη, ένα ωραίο ανοιξιάτικο σούρουπο. Ο Ρωμαίος (σ.σ. ο Κωνσταντίνος Ρωμαίος, 1874-1966, καθηγητής Αρχαιολογίας και ακαδημαϊκός, δάσκαλος του Ανδρόνικου), ο Κακριδής κι εμείς ολόγυρά τους· το θέμα οι παραδόσεις του ελληνικού λαού για τους αρχαίους Έλληνες, θέμα πολύ αγαπητό και στους δύο. Σε κάποια στιγμή ο Κακριδής, απαντώντας στον Ρωμαίο, άρχισε τη φράση του: «Κύριε καθηγητά…» Στο νεανικό μου μυαλό τυπώθηκε βαθιά αυτή η έκφραση που μαρτυρούσε τον απέραντο σεβασμό και την αυτογνωσία απέναντι στον τυπικά ομότιμό του καθηγητή· καταλάβαινα έμπρακτα πως η αυταρέσκεια και η ανάπαυση επάνω σε τίτλους και αξιώματα δε μετρά στην πνευματική κονίστρα και πως η αληθινή ταπεινοφροσύνη μπροστά στις πνευματικές αξίες πλουτίζει και βαθαίνει την ανθρώπινη ζωή. Ύστερα έμαθα πόσο αγαπούσε κι εκτιμούσε και ο ώριμος δάσκαλος το νεότερό του συνάδελφο.

[…]

*Απόσπασμα από επιφυλλίδα του Μανόλη Ανδρόνικου, που έφερε τον τίτλο «Ο δάσκαλος» και είχε δημοσιευτεί στην εφημερίδα «Το Βήμα» την Τετάρτη 3 Μαρτίου 1982.