Στις 26 Μαΐου 1998 έφυγε από τη ζωή ο Μίνως Αργυράκης, αξιομνημόνευτη καλλιτεχνική προσωπικότητα του περασμένου αιώνα, με διακριτό αποτύπωμα στα πολιτιστικά πράγματα της χώρας μας.

Ο μικρασιατικής καταγωγής Αργυράκης ξεχώρισε με το έργο του στα πεδία της ζωγραφικής, της σκιτσογραφίας και της σκηνογραφίας, ενώ ανέπτυξε επίσης δημοσιογραφική και λογοτεχνική δραστηριότητα.


Στενός φίλος του Αργυράκη, μεταξύ άλλων, υπήρξε ο παγκοσμίου φήμης λογοτέχνης Βασίλης Βασιλικός. Λίγες ημέρες μετά το θάνατο του Αργυράκη, ο Βασιλικός τον αποχαιρέτησε με το δικό του τρόπο, με ένα άρθρο του που δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα «Τα Νέα», στις 9 Ιουνίου 1998.


Στο αποχαιρετιστήριο αυτό κείμενό του ο Βασιλικός έγραφε τα εξής:


Ένας φίλος που φεύγει είναι ένα δόντι που βγαίνει. Όταν βγουν δυο-τρία δόντια στη σειρά, ο γιατρός προτείνει τη γέφυρα. Όταν φύγουν όλα, άλλη λύση δεν χωρεί από τη μασέλα.

Η εμφύτευση είναι μία νέα σχετικά τεχνολογία. Γεράματα σημαίνει υποκατάστατα δοντιών (ή και φίλων) από ομοιώματα πορσελάνης.


«ΤΑ ΝΕΑ», 9.6.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Έτσι ένιωσα, καθώς έχασα ένα ακόμα δόντι, τον παλιό και αγαπημένο φίλο μου, τον Μίνω Αργυράκη. Το διάβασα στην εφημερίδα, από μακριά, και ενοχλήθηκα που τον ταύτισαν με την «Οδό Ονείρων» και μόνο.

Βέβαια, τι σημαίνει σήμερα ένα όνομα, πεταμένο έτσι στην τύχη; Ποιος ο Μινώταυρος και ποια τα Αργύρια; Ωστόσο, για να βάλουμε τα πράγματα στην ιστορική τους θέση, πρέπει να πούμε ότι ο Μίνως στον χώρο του, στο έντεχνο σκίτσο και στη συνοδευτική λεζάντα του, ήταν ό,τι υπήρξε ο Τσαρούχης στη ζωγραφική, ο Μάνος Χατζιδάκις στη μουσική, ο Νίκος Γκάτσος στην ποίηση, δηλαδή η αχώριστη παρέα του. Η αγία τετράδα.


Με αυτούς τον γνώρισα και η μαγεία που εξασκούσε πάνω μου, αυτός ο τελευταίος αληθινός μποέμ της Αθήνας, εξακολουθεί σαράντα χρόνια μετά.

Όταν τα σκίτσα του Μίνου δημοσιεύονταν στην «Ελευθερία» του αξέχαστου Πάνου Κόκκα, αποτελούσαν «είδηση». Η αιμοκάθαρση που έκανε στο σάπιο νεφρό της «αστικής κοινωνίας», με τις εξωφρενικές «κυρίες» και τους «συζύγους» των, μας βοηθούσαν τότε να επιζήσουμε. Υπήρξε διαχρονικός, γιατί ήταν στη φύση του ποιητής. Άραγε δεν θα βρεθεί ένας εκδότης, από τους τόσους που υπάρχουν πια, για να ενδιαφερθεί για μια συγκεντρωτική έκδοση των σχεδόν απάντων του;

Ο Μίνως ήταν διανοούμενος. Όταν τον πρωτογνώρισα το ’53 διάβαζε τον «Φτωχούλη του Θεού» του Καζαντζάκη, και συνεπαρμένος από το κείμενο μού έλεγε: «Διαβάζω και πεινάω σαν τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης τον φτωχούλη του Θεού». Το βιβλίο αυτό τον επανέφερε στις πρωταρχικές αισθήσεις: όραση, ακοή, αφή, γεύση, όσφρηση, που οι «κουλτουριάρηδες» φίλοι του τον είχαν αποκόψει.


Το ’83, τελευταία φορά που τον είδα, ήμουν με ένα φίλο μου ψαρά από την Αγία Γαλήνη της Κρήτης. Του τον σύστησα. Ο Μίνως απόρησε. «Δηλαδή είστε πραγματικός ψαράς;» τον ρώτησε. (Ήθελε να πει: δεν είστε κομπάρσος σε ταινία που «κάνει τον ψαρά»; Δεν είστε, αυτό που θα λέγαμε σήμερα, «εικονικός ψαράς», virtual;) Ο φίλος μου δεν κατάλαβε την ερώτηση. «Είναι αληθινός, Μίνω» τον καθησύχασα. Μα υπάρχουν ακόμα, έμοιαζε ν’ αναρωτιέται.

Το χιούμορ του έσπαζε κόκαλα. Μα όταν στριμωχτήκαμε το ’63, δεν δίστασε να γίνει ο πρώτος αντιπρόεδρος της νεοσύστατης Νεολαίας Λαμπράκη.


«ΤΑ ΝΕΑ», 9.6.1998, Ιστορικό Αρχείο «ΤΟ ΒΗΜΑ» & «ΤΑ ΝΕΑ»

Τώρα γιατί τα θυμάμαι όλα αυτά; Γιατί διάβασα πως πέθανε στο γηροκομείο. Ποιος; Ο Μίνως. Γι’ αυτό λέω πως ένα δόντι που πέφτει είναι ένας φίλος που φεύγει. Και πως εν τέλει το γηροκομείο είναι βρεφονηπιακός σταθμός. Ο Μίνως αρνιόταν να ενταχθεί στο σύστημα, σε οποιοδήποτε κατεστημένο.

Με το κόκκινο φουλάρι γύρω από τον λαιμό, την κοιλιά που προτάσσονταν ως ειρωνεία προς τον κόσμο, άσχετα αν τις περισσότερες φορές δεν είχε να φάει ο Μίνως Αργυράκης υπήρξε από τους τύπους εκείνους της παλιάς Αθήνας που ένας Καιροφύλας (σ.σ. δημοσιογράφος και διακεκριμένος ερευνητής της ιστορίας της Αθήνας) θα χαιρόταν να τον συμπεριλάβει σε ένα βιβλίο του, μόνο που ως «τύπο» δεν θα ήξερε πού να τον κατατάξει.


Ανάμεσα στο «Πικαντίλι» (τώρα φαστφουντάδικο), το καφέ «Μπραζίλιαν» (ευτυχώς ακόμα υπάρχει), το καφέ «Βυζάντιον» (πρώην «Ελληνικόν» και νυν φαστφουντάδικο), του «Φλόκα» και στο αναχωρητήριό του, στην Πλάκα, κοντά στο σπίτι της μάνας του, ο Μίνως κυκλοφορούσε ανησυχώντας για τα κοινά, αλλάζοντας ανά δεκαετία γυναίκα, στην έπαλξη πάντα της αντιστοιχίας σκύλου και αφεντικού, κυρίας και σκύλας, με πιστό των γηρατειών του σύντροφο τον Μάνο Χατζιδάκι, ώσπου εκείνος πρώτος έφυγε, και ύστερα τον γλύπτη Τάκι, τελικά ποιος ήταν; Πώς θα κάνω τον Στάθη, τον διάδοχό του, να τον γνωρίσει καλύτερα;


Δεν έχω άλλη λύση παρά να καταφύγω στο Who is Who (Επίτομο Βιογραφικό Λεξικό) του ’96-’97, του Δημοσθένη Κούκουνα (εκδόσεις Μέτρον):

«Αργυράκης Μίνως, του Φιλοκτήτη. Ζωγράφος, σκιτσογράφος. Γεννήθηκε 26.2.1920 στη Σμύρνη. Έγγαμος. Παιδιά: τρεις κόρες. Σταδιοδρομία: Έχει παρουσιάσει έργα του σε πολλές ατομικές και ομαδικές εκθέσεις στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Συνεργάτης εφημερίδων και περιοδικών. Έχει εκτελέσει σκηνογραφίες για το θέατρο και το 1964 δημιούργησε το πρωτοποριακό θέατρο «Κιβωτός της Άμυ», σε συνεργασία με τον Γιάννη Τσαρούχη και τον Ευγένιο Σπαθάρη. Έχει εκδώσει βιβλία με σχέδια και σκίτσα. Γλώσσες: αγγλικά, γαλλικά».

Μα δεν ήταν αυτό. Δεν ήταν καθόλου αυτό. Η αύρα που εξέπεμπε, το επιστήθιο γέλιο του, η συμπολίτευση της ματιάς του… Όλα αυτά, πού καταχωρούνται;