[…] Αυτό που ζη κανείς στα πολύ μικρά παιδικά του χρόνια, αυτό είν’ όλος κι όλος ο μύθος που λένε κ’ οι πιο βαθύγηροι σοφοί μ’ όλους τους τρόπους, και με δαύτο ζη ο καθένας μέσα του (αν ζη, αν του δόθηκε, αν του σώθηκε παραδείσιο εντός του) μια ζωή άξια και δοσμένη στο κυνήγι εκείνης της πρώτης ουσίας, που δεν ξέρει, δε βρίσκει καθαρά, πολλές φορές, από πού του πρωτοχαρίστηκε –ή μήπως είναι του νου του; πλάσμα της φαντασίας του; όνειρο απατηλό;– κι όμως είν’ από κει: το χαμόγελο που του δόθηκε, το χέρι που του χάιδεψε κάποτε μ’ εμπιστοσύνη τα μαλλιά, μ’ εμπιστοσύνη πως «είναι καλό παιδί, ναι! φιλότιμο κ’ ευσυνείδητο παιδί, ναι! της μαμάς του και του μπαμπά του, που τ’ αγαπάνε! κι όλ’ είναι δικοί του, ναι, και τ’ αγαπάνε! […]

Δεν μπορεί να μην υπάρχουν κι άνθρωποι σωστοί, άξιοι, δυνατοί, με νου και με καρδιά που σωστά να χτυπάη, σ’ αυτό τον τόπο! Ου, οπωσδήποτε υπάρχουν – και λοιπόν να τους βρης! Ο καθένας να τους βρη, με το φανάρι στο χέρι, έναν-έναν! Σ’ όλα τα επαγγέλματα είναι σκορπισμένοι, σ’ όλες τις τάξεις, σ’ όλους τους τομείς και τις δουλειές, σ’ όλες τις παρατάξεις και τις συντροφιές και τα κόμματα! Να μην εξαιρέσετε κανένα στο ανήμερο ψάξιμο. Παντού υπάρχουν! Γιατί δεν είναι δυνατώτερα τάχα τα κόμματα κ’ οι ιδεολογίες κ’ οι παρατάξεις κ’ οι φανατισμοί κ’ οι κοινωνικές τάξεις ή οι σκληρές ανάγκες των έργων από την ανθρώπινη ποιότητα και την ουσία, που ο καθένας μπορεί νάχη, όπου κι αν βρίσκεται, όπου κι αν τυραννιέται να περάση λίγη της μες σ’ ό,τι κάνει, σ’ ό,τι πασκίζει, για να σώση την ταυτότητά του, να βρη εντέλει το πρόσωπό του, τη ζωή του την αληθινή, τη δικιά του! Αυτό να μην πάψετε να το πιστεύετε! Γιατί δεν είναι πίστη – αλήθεια είναι, και ποτέ δεν έσβησε στον κόσμο, όσο κι αν φάνηκε, όσο κι αν σκοτείνιασε τόσες φορές…

Υπάρχουν, υπάρχουν παντού οι άξιοι, οι ουσιαστικοί, οι σωστοί, οι άνθρωποι – και να τους βρήτε, να τους βρούμε, να τους βρω εγώ ένας έκαστος, έστω και σαν απόλυτα μόνος σε τέτοια τρελή αναζήτηση μέσα στον κόσμο! Και μόλις βρεθούν, μόλις ο καθένας βρη κάποιον, κι ο κάποιος εκείνος βρη τον καθένα, το πρόβλημα είναι λυμένο. […]«Είν’ ο μύθος αυτό» θα μου πήτε… Μα δεν είν’ ο μύθος. Η αλήθεια είναι! Πάντα η αλήθεια έτσι σαν παραμύθι παρασταίνονταν κι αυτοπαρίστανε! Κ’ οι ποιητές, οι μεγάλοι δημιουργοί, πάντα βαθιά το ξέρανε, από μέσα τους, κ’ έτσι την έβαζαν ξανά κάθε φορά μπρος και ξαναστεκόμασταν στα πόδια μας και ξανασυνεχίζαμε!


[…] Να βρήτ’ έστω κ’ έναν ο καθένας, και μαζί νάστε δυο, και σιγά-σιγά, με πολύ αυστηρή της καρδιάς –και του νου (πάντα νάχετε το νου σας!)– επιλογή, νάστε μια παρέα, μια συντροφιά. Που να μην της φτάνη μόνο να λέη, να κουβεντιάζη· να γυρεύη, διαρκώς, να κάνη έργο την ύπαρξή της· έργο για τον εαυτό της, και για τον καθένα της, τις καλές ποιότητες κι ουσίες όλων της· έργο και για τους άλλους – χεροπιαστό κι απ’ τους άλλους, δώρο στους άλλους! Έργο που να πιάνεται με τις πέντε αισθήσεις – όχι λόγια μονάχα, όχι «άπιαστα». Έργο που να βαραίνη, να μένη – να δωρίζη στον καθένα, να τον ειδοποιή και να τον βεβαιώνη, σαν αναμφισβήτητο σφίξιμο θερμό χεριού, για την ύπαρξη ποιότητας εδώ που το παρήγαγε, που τόστησε, που τόπραξε, που το βίωσε πρώτα η ίδια, αληθινά, μια συνείδηση, κ’ ύστερα μόχθησε να το πραγματώση για όλους, για όποιον…

[…]  Να διαβάζετε! Καλά βιβλία – υπάρχουν! Και μεταφρασμένα, και καλά μεταφρασμένα! Να τα βρήτε! Και ν’ αφήνετε, όλοι, τις εύκολες κι αγράμματες κουβέντες, για τούτο κ’ εκείνο που πράγματι δεν ξέρετε, δεν είστε σε θέση να εκτιμήσετε ή ν’ απορρίψετε, αν πρώτα δεν γνωρίσετε προσωπικά και με σκέψη, με κρίση, με ανάγνωση πριν απ’ όλα! […]


Να βάλουμε μυαλό, ξέροντας, αποφασίζοντάς το, κατ’ αρχήν, πως έτσι, από γενεσιμιού μας τάχα –κ’ επειδή η μαμά μας κι ο μπαμπάς μας δεν ξέρω τ’ ήτανε, τ’ είχανε στις σπουδαίες φλέβες τους, τι «ειδικό» προικισμένο αίμα που τρέχει στις δικές μας καθαρή «μεγαλοφυΐα» πια– όχι, δεν έχουμε! Να συγκροτήσουμε, χρειάζεται, μυαλό εξαρχής, δικό μας, με προσωπικό μας μόχθο και μελέτη κι άλλη μελέτη κι άλλο μόχθο αιματηρό – και να δούμε κι αν θα το καταφέρουμε! Και πως μόνο έτσι γίνεται, όταν, όποτε βλέπουμε κάπου, σε κάποιον, νάχη γίνει και ν’ αποδίδη μετά έργο αναμφισβήτητο, που το ζηλεύουμε και το χαιρόμαστε και το καρπωνόμαστε και μας ανεβάζει.

Ευχές, ευχές – και γι’ αυτό να μου συγχωρήσετε οι φίλοι που αγαπάτε τις οργές και τις επικρίσεις μου των τόσων μας αθλιοτήτων, συγχωρήστε μου λίγο το «δάσκαλο» μέσα μου, να προσπαθήσω, όσο μπορώ, όσο καταφέρνω, να συγκρατηθώ, να μη γράφω επικρίσεις, όσο γίνεται, να μην αφήνω οργές μου, όσο κι αν χρειάζωνται λεν άλλοι, παρά να δίνω ουσίες όσο περσότερες, όσο ισχυρότερες και κεντρικώτερες, για να μην κυνηγάμε τώρα μύγες, έστω κι αν μας έχουν πνίξει οι μύγες και τα μυγοφτύσματα. Οι αετοί δεν κυνηγάνε μύγες!

*Αποσπάσματα από κείμενο του Ρένου Αποστολίδη, που έφερε τον τίτλο «Ευχές» και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Δαυλός (τόμος Β’, αρ. τεύχους 13) τον Ιανουάριο του 1983.

Ο Ρένος Αποστολίδης, γιος του Ηρακλή Αποστολίδη και της Ελπινίκης Ζαμπέλη, γεννήθηκε στην Αθήνα στις 2 Μαρτίου 1924.

Στο χώρο των γραμμάτων ο Αποστολίδης πρωτοεμφανίστηκε το 1944 με τη δημοσίευση του δοκιμίου του «Καιρός» στο περιοδικό «Γράμματα» και την έκδοση του έργου του «Τρεις σταθμοί μιας πορείας», ύστερα από ένα χρόνο.


Βασική πηγή της θεματολογίας του Αποστολίδη είναι η περίοδος της Κατοχής και του Εμφυλίου, ενώ στα μεταγενέστερα έργα του στρέφεται προς τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα, εμμένοντας όμως στην άποψή του για τον προδρομικό χαρακτήρα του Εμφυλίου όσον αφορά τις αλλαγές που συντελέστηκαν κατά τη μεταπολεμική περίοδο στην πολιτική και κοινωνική ζωή της Ελλάδας.

Ο Ρένος Αποστολίδης, γνωστός στη γραμματεία μας απλώς ως Ρένος, απεβίωσε στην Αθήνα στις 10 Μαρτίου 2004.