Η έκρηξη του πληθωρισμού ήρθε να προστεθεί σε ένα φάσμα προβλημάτων που αντιμετωπίζει ο κόσμος της εργασίας. Γιατί εάν για τον επιχειρηματικό κόσμο ο πληθωρισμός αφορά μια επιπλέον παράμετρο που πρέπει να ληφθεί υπόψη κατά τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, ή έστω ένα επιπλέον ρίσκο, που όμως μπορεί εν μέρει να αντιμετωπιστεί με την επιλογή αυξήσεων στις τιμές  (παρότι αυτό τελικά ενισχύει τον πληθωρισμό), για τους εργαζομένους και τα λαϊκά στρώματα ο πληθωρισμός είναι απώλεια εισοδήματος, καθαρή επιδείνωση της οικονομικής θέσης και σοβαρό κοινωνικό πρόβλημα.

Και τα πράγματα κάνει μάλλον χειρότερα το γεγονός ότι απέχουμε πολύ από την εποχή όπου μπορούσαν διάφοροι να υποστηρίζουν ότι για τον πληθωρισμό «φταίνε τα συνδικάτα». Δηλαδή, δεν έχουμε να κάνουμε με αύξηση των τιμών καταναλωτή που συνοδεύεται από μια ανάλογη αύξηση των ονομαστικών μισθών, που κάπως θα συγκρατούσαν τη μείωση του πραγματικού εισοδήματος.

Αυτό μας φέρνει αντιμέτωπους με το ερώτημα της αντιπληθωριστικής πολιτικής. Και αυτό γιατί όλες οι παραλλαγές μέτρων που έχουν προταθεί και δοκιμαστεί τις τελευταίες δεκαετίας με τον έναν ή τον άλλο τρόπο καταλήγουν σε δύο βασικές και σε μεγάλο βαθμό συμπληρωματικές κατευθύνσεις: την οικονομική ύφεση και τη σημαντική αύξηση της ανεργίας. Μόνο που και οι δύο απλώς θα επιτείνουν το κοινωνικό πρόβλημα. Την ίδια στιγμή οποιαδήποτε εναπόθεση της ελπίδας στους «μηχανισμούς της αγοράς» δεν δείχνει ικανή να φέρει την αναγκαία «διόρθωση», καθώς η σχέση ανάμεσα σε αυτούς που ρυθμίζουν τις τιμές και αυτούς που καλούνται να τις πληρώσουν είναι αρκετά πιο άνιση από όσο θέλουν κάποιες φορές να παραδεχτούν τα τυπικά οικονομικά μοντέλα. Άλλωστε, όπως και να το δει κανείς, η αλληλεγγύη δεν περιλαμβάνεται στις «αυθόρμητες» δυναμικές της αγοράς. Κάτι που σημαίνει ότι τελικά μόνο πολιτικές παρεμβάσεις στον τρόπο που τιμολογούνται κρίσιμα προϊόντα, σε πείσμα – και σε βάρος – των «δυνάμεων της αγοράς» μπορούν να δώσουν απάντηση.