Το γεγονός ότι ακόμη και τώρα σχολιαστές στην ελληνική δημόσια σφαίρα επιμένουν να αμφισβητούν την έννοια της «γυναικοκτονίας» ή τη χρήση του σχετικού όρου για την περιγραφή των αντίστοιχων πράξεων, παρότι ακόμη και η πιο απλή αναζήτηση στο Διαδίκτυο δείχνει ότι εδώ και δεκαετίες είναι απολύτως δόκιμη στον χώρο των κοινωνικών επιστημών, αλλά και χρησιμοποιείται σε επίσημες διακηρύξεις κρατικών και διεθνών οργανισμών (του ΟΗΕ συμπεριλαμβανομένου), είναι ενδεικτικό της αντοχής συντηρητικών και σε τελικά ανάλυση πατριαρχικών και σεξιστικών αντανακλαστικών στη δημόσια συζήτηση στην Ελλάδα.

Βεβαίως δεν είναι η μόνη διάσταση αυτής της επίμονης άρνησης. Αρκεί να αναλογιστούμε το πλήθος ειρωνικών αναφορών όταν ξέσπασε και το ελληνικό #Metoo, για να μην αναφερθούμε στο γεγονός πως όταν δεν υπάρχει κάποιο άλλο θέμα προς «κριτική» υπάρχει πάντα η δυνατότητα να στιγματιστεί η «πολιτική ορθότητα» και οι υποτιθέμενες «υπερβολές της».

Μόνο που βέβαια ακριβώς αυτή η άρνηση, με τον τρόπο που διατυπώνεται, δηλαδή από άντρες που προσπαθούν να πείσουν ότι δεν υπάρχει πρόβλημα πατριαρχικής βίας σε βάρος των γυναικών, στην πραγματικότητα απλώς επιβεβαιώνει ότι αυτό ακριβώς είναι το πρόβλημα που αντιμετωπίζουμε.

Και αυτό γιατί το πρόβλημα με τις γυναικοκτονίες είναι ακριβώς ότι μας φέρνει αντιμέτωπους με την οδυνηρή αλήθεια ότι βαθιά ριζωμένα στερεότυπα και κοινωνικά – ιστορικά κατασκευασμένες εκδοχές έμφυλων ταυτοτήτων διαμορφώνουν το έδαφος για να αναπαράγεται μια βία που είναι έμφυλη και η οποία με τη σειρά της αναπαράγει σχέσεις εξουσίας που στην οριακή τους εκδοχή παίρνουν τη μορφή της βαναυσότητας.

Ουσιαστικά, είναι το πρόβλημα ότι δεν μπορούμε να μιλάμε για «μεμονωμένα περιστατικά», αλλά για κάτι που πυρήνα έχει άρρητες παραδοχές για τον ρόλο των φύλων που σημαντικό μέρος της κοινωνίας αντιμετωπίζει ως «φυσιολογικές».

Σχέση εξουσίας

Γιατί όπως έχει πολλές φορές ειπωθεί σε αυτού του είδους τα εγκλήματα δεν έχουμε να κάνουμε ούτε απλώς με εντάσεις ούτε πολύ περισσότερο για «έκρηξη πάθους», αλλά για την αποτύπωση πολύ πιο βαθιά ριζωμένων πεποιθήσεων, ακριβώς την υλική ένδειξη ότι οι σχέσεις εξουσίας και οι ιδεολογικές αναπαραστάσεις που τις δικαιολογούν έχουν πλήρως υποκειμενοποιηθεί, με εκείνο τον τρόπο που δίνει αυτή την ιδιαίτερη βάναυση διάσταση και στον «θυμό» και στο «πάθος».

Γιατί μόνο μια βαθιά ριζωμένη πεποίθηση ότι υπάρχει μια σχέση εξουσίας, μια ιεραρχία που παραβιάζεται όταν ακουστεί το «όχι» ή το «φεύγω», μπορεί να πυροδοτήσει αυτού του είδους τη βαθιά και ειδικά αντρική βία σε όλη την γκάμα από την κακοποίηση και τον βιασμό μέχρι τη γυναικοκτονία.

Μια βία που δεν είναι, όμως, άσχετη με ένα ευρύτερο πλέγμα σχέσεων εξουσίας και κοινωνικών ιεραρχιών.

Γιατί μια διάσταση που συχνά υποτιμούμε στη σχετική συζήτηση είναι ότι παρά τις πολλαπλές διακηρύξεις και θεσμικές ρυθμίσεις σχετικά με την ισότητα των φύλων, αυτού του είδους η πραγματική ανισότητα (και η βία που μπορεί να συνεπάγεται) συνδέεται με την αναπαραγωγή άλλων σχέσεων ανισότητας: στηρίζει «έμφυλους» καταμερισμούς στην εργασία, ανισότητες στο εισόδημα και τις αμοιβές, εξασφαλίζει την εκμετάλλευση της απλήρωτης γυναικείας οικιακής εργασίας και διαιωνίζει μια ιδιότυπη «σεξουαλική οικονομία» που στο ένα άκρο έχει την επιτέλεση των «συζυγικών καθηκόντων» και στο άλλο τη βιομηχανία του σεξ.

Με έναν τρόπο η διαμόρφωση σωμάτων που είναι παραγωγικά, συνδυάζεται με τη διαμόρφωση σωμάτων που επιτελούν έμφυλους ρόλους και συγκεκριμένες εκδοχές σεξουαλικότητας.

Και αυτό μπορεί να εξηγήσει γιατί ενώ μπορούμε να υποθέσουμε, ως νοητική άσκηση, έναν καπιταλισμό χωρίς πατριαρχία, εντούτοις η ίδια η ιστορία του καπιταλισμού αποτυπώνει μια ιδιαίτερα συμβιωτική σχέση με την πατριαρχία.

Στοιχείο που επιβεβαιώνει τη δυνατότητα συνάντησης ανάμεσα στα κινήματα της εργασίας και τα κινήματα κατά της πατριαρχίας, υπό την προϋπόθεση βεβαίως ότι τα πρώτα παραδέχονται την αυτοτέλεια των δεύτερων.

Ολα αυτά σημαίνουν ότι η προσπάθεια αναμέτρησης με το πρόβλημα υπερβαίνει κατά πολύ τις απλές διακηρύξεις για την τυπική ισότητα.

Και σίγουρα δεν περιορίζεται απλώς στο να αποκτήσουν επίγνωση οι αρμόδιες αρχές της σοβαρότητας του προβλήματος και να μην αγνοούν, προκλητικά σχεδόν, τα σημάδια ότι τα πράγματα παίρνουν επικίνδυνη τροπή, όσο σημαντική και εάν είναι αυτή (αναρωτιέται κανείς γιατί πρέπει η παραδοχή ότι υπήρχαν καταγγελίες, από τα ίδια τα θύματα, για κακοποιητική συμπεριφορά, να γίνεται πάντα κατόπιν της γυναικοκτονίας).

Γιατί πέραν όλων αυτών έχει να κάνει και με έναν πολύ βαθύτερο μετασχηματισμό, μια συλλογική εκ νέου επινόηση των ταυτοτήτων φύλου και των έμφυλων ρόλων. Που πολύ πιθανόν είναι να απέχει πάρα πολύ από αυτό που έχουμε συνηθίσει να αποκαλούμε «θηλυκότητα» ή «αρρενωπότητα», αλλά θα ανοίγει τον δρόμο για μια κοινωνία με λιγότερη βία.