Τα μικρόβια του παχέος εντέρου είναι πιθανό να επηρεάζουν τον δεσμό μητέρας-βρέφους, υποδεικνύει μελέτη σε ποντίκια.

Τα ευρήματα, λένε οι ερευνητές, αναδεικνύουν το ρόλο που παίζει το λεγόμενο μικροβίωμα στην ανάπτυξη και τη συμπεριφορά, ένα είδος βιοχημικής σύνδεσης ανάμεσα στον εγκέφαλο και το έντερο που προσελκύει τα τελευταία χρόνια έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον.

Η μελέτη που δημοσιεύεται στην επιθεώρηση Science Advances εξετάζει ένα στέλεχος του βακτηρίου Escherichia coli το οποίο δεν έχει βρεθεί να έχει παθογόνο δράση στον άνθρωπο. Ορισμένα στελέχη του μικροβίου είναι τοξικά και προκαλούν γαστρεντερίτιδες, άλλα θεωρούνται μέρος της φυσικής μικροχλωρίδας του εντέρου.

«Από ό,τι γνωρίζουμε, η μελέτη προσφέρει τις πρώτες ενδείξεις για τη σημασία του εντερικού μικροβιώματος στην υγιή μητρική συμπεριφορά και τη σύναψη συναισθηματικού δεσμού ανάμεσα στη μητέρα και τους απογόνους της» σχολιάζει η καθηγήτρια Ζανέλ Άιρς, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας στο Salk Institute της Καλιφόρνια.

Τα ευρήματα έρχονται να προστεθούν σε προηγούμενες έρευνες που συνέδεαν το μικροβίωμα του εντέρου με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης, αγχώδους διαταραχής και άλλων παθήσεων.

Παραμέληση και υποσιτισμός

Στη νέα μελέτη, οι ερευνητές εργάστηκαν με ποντίκια που γεννήθηκαν σε αποστειρωμένες συνθήκες και μολύνθηκαν εσκεμμένα με διάφορα στελέχη του E.coli, τα οποία αποίκισαν το παχύ έντερο των πειραματόζωων.

Το πείραμα έδειξε ότι τα ποντίκια που γεννιούνταν από μητέρες με ένα συγκεκριμένο στέλεχος του βακτηρίου, με την ονομασία O16:H48 MG1655, παρουσίαζαν αναπτυξιακή καθυστέρηση αμέσως μετά τη γέννησή τους. Οι εξετάσεις αποκάλυψαν ότι τα ποντίκια ήταν πιο μικρόσωμα από το κανονικό λόγω υποσιτισμού.

«Διαπιστώσαμε ότι η συμπεριφορά των νεογνών ήταν φυσιολογική και ότι οι μητέρες παρήγαγαν γάλα φυσιολογικής σύστασης και επαρκούς ποσότητας» λέει η Άιρς. «Τελικά συμπεράναμε ότι ο αποικισμός του εντέρου από αυτό το συγκεκριμένο βακτήριο οδηγούσε σε ελαττωματική μητρική συμπεριφορά. Τα ποντίκια παραμελούσαν τα μικρά τους».

Περαιτέρω πειράματα έδειξαν ότι τα νεογνά επανέρχονταν στους κανονικούς ρυθμούς ανάπτυξης όταν παραδίδονταν σε θηλυκά ποντίκια που αναλάμβαναν να παίξουν το ρόλο της θετής μητέρας. Αυτό επιβεβαίωσε ότι αιτία της αναπτυξιακής καθυστέρησης ήταν η συμπεριφορά της μητέρας και όχι κάποιο ελάττωμα των ίδιων των νεογνών.

«Θεωρώ εξαιρετικά ενδιαφέρουσα τη διαπίστωση ότι η εγκαθίδρυση μιας υγιούς σχέσης ανάμεσα στις μητέρες και τα νεογνά» σχολιάζει η Γιουζούνγκ Μισέλ Λι, πρώτη συγγραφέας της δημοσίευσης.

Ο μηχανισμός του φαινομένου παραμένει άγνωστος, ωστόσο οι ερευνητές υποψιάζονται ότι το συγκεκριμένο βακτήριο επηρεάζει τη σύνθεση σεροτονίνης, ενός νευροδιαβιβαστή που συνδέεται με το αίσθημα ικανοποίησης.

«Η μελέτη αυτών των αλληλεπιδράσεων στον άνθρωπο είναι πολύ δύσκολη υπόθεση, δεδομένου ότι το ανθρώπινο μικροβίωμα περιλαμβάνει εκατοντάδες διαφορετικά είδη μικροοργανισμών» επισημαίνει η Άιρς,

«Εφόσον όμως κατανοήσουμε τον μηχανισμό σε ζωικά μοντέλα, ίσως καταφέρουμε τελικά να επεκτείνουμε τα συμπεράσματά μας στον άνθρωπο για να προσδιορίσουμε το κατά πόσο τα μικρόβια και οι επιδράσεις τους είναι ίδιες».